Αρχεία Ιστολογίου

Ποιος κυβερνά τον κόσμο? Σε comics!

Ποιος   κυβερνά  τον  κόσμο?   Σε  comics!

Το  American  dream!!!  η  μεγαλύτερη   φούσκα   απάτης   πάνω  στην  ανθρωπότητα  όλων  των  εποχών!!!    απολαυστικό  video  που  ξεδιπλώνει   ρεαλιστικότατα   την  πορεία  του  τραπεζικού   συστήματος …  από   το  πιάσιμο  της  μύγας  στον  ιστό  της   Αράχνης,  μέχρι  και  το  τελικό   φάγωμα…!!!

Για την   ενεργοποίηση  των  υποτίτλων  πατήστε  cc

———————————————————————————————————————————————————————-

Οικονομικές αναλύσεις και ο φουτουρισμός των Μίκυ Μάους ή απλά SPACE FOR SALE!

του Velle

Ένας Έλληνας, ο Πέτρος Διαμαντής (Peter Diamandis υπεύθυνος για τις πρώτες ιδιωτικές διαστημικές πτήσεις), είχε την εξής πρωτοποριακή ιδέα:

Α) Να εγκατασταθεί ένα τηλεσκόπιο στο διάστημα (χωρίς παρεμβολές της γήινης ατμόσφαιρας είναι ένα εξαιρετικά ισχυρό εργαλείο παρατήρησης),

Β) Να παρακολουθηθούν 8900 αστεροειδείς για 5 έτη,

Γ) Να αναπτυχθούν σε αυτό το χρόνο 2 σειρές ρομποτικών δορυφόρων που θα ταξιδέψουν στο διάστημα και θα παρακολουθήσουν-εκτιμήσουν (επί σειρά ετών) σε μακρινούς και κοντινούς αστεροειδής τα αποθέματα πολύτιμων μετάλλων τους,

Δ) Και το 2025 πια, που θα έχει εγκατασταθεί-ολοκληρωθεί στο φεγγάρι η ανάπτυξη εξορυκτικής τεχνολογίας, η εμπορική εκμετάλλευση των διαστημικών μεταλλευμάτων θα είναι γεγονός.

Πώς ακριβώς;

Ε) Θα αποσταλούν στο διάστημα ΄΄βραχορουφήχτρες΄΄ σαν της φωτογραφίας (σε αυτήν βλέπουμε και τον Έλληνα mastermind της ιδέας), που θα απορροφούν τους αστεροειδείς με τα πλούσια κοιτάσματα και θα τους μεταφέρουν στο φεγγάρι για επεξεργασία.

Το κόστος του project (http://www.planetaryresources.com/mission/): 2,6 δις δολλάρια…

Ίσως εξωφρενικό κόστος, ίσως και το project εξωπραγματικό, ως ιδέα πάντως είναι πολύ ενδιαφέρουσα.

Ο καπιταλισμός απαιτεί κέρδη. Τα αποθέματα της Γης από υλικά-αγαθά είναι πεπερασμένα. Πολύτιμα μέταλλα σαν την πλατίνα, παλλάδιο, ρουθήνιο, όσμιο, ιρίδιο, ρόδιο, που είναι αναγκαία για τη βιομηχανία (κυρίως τεχνολογίας και ιατρικού εξοπλισμού) είναι ολοένα δυσκολότερο να εντοπιστούν και η εκμετάλλευσή τους δαπανηρή και ενεργοβόρα.

Σε μια παγκόσμια οικονομία μάλιστα, που σήμερα μοιάζει να θέλει να θυσιάσει τον άνθρωπο για το κέρδος, ίσως είναι και μια λύση που υπόσχεται πλούτη για όλους. Τα πάντα θα βρίσκονται εκεί ψηλά για όλους, σαν μάννα εξ ουρανού, και άσχετα από προσπάθειες μονοπωλίων και πρακτικών προωθούμενων από την απληστία, όλοι θα έχουν εν τέλει το μερίδιό τους.

Αλλά και πάλι, φαίνεται ανέφικτο ένα τέτοιο φιλόδοξο σχέδιο. Κανονικά, σύσσωμος ο επιχειρηματικός-επιστημονικός κόσμος (ακόμα και ο μέσος αναγνώστης) θα γελούσε με την τόλμη του εγχειρήματος.

Αλλά τελικά δε συμβαίνει κάτι τέτοιο.

Μαζί με τον Πέτρο Διαμαντή  (καθόλου τυχαίο όνομα έτσι; Και πέτρα και διαμάντι συνδυάζει!) βρίσκεται συσπειρωμένη μια ομάδα που θα έβαζε σε σοβαρές σκέψεις: (http://www.planetaryresources.com/team/)

Συνιδρυτής της εταιρείας είναι ένας αεροναυπηγός, ο οποίος βοήθησε τον Έλληνα συμπατριώτη μας με την εταιρεία διαστημικών ταξιδιών Space Adventures (http://en.wikipedia.org/wiki/Space_Adventures), ο Eric Anderson.

Η Planetary Resources έχει επίσης για διευθυντές δύο από τους τεχνικούς της NASA που υπήρξαν υπεύθυνοι για το Mars Rover στον Άρη, τον Chris Lewincki και τον Chris Voorhees.

Επίσης υπάρχει κι ένα επιτελείο συμβούλων, μέσα στους οποίους συναντάμε τον γνωστό σκηνοθέτη και εξερευνητή των βυθών James Cameron.

Χρηματοδότες μάλιστα της εταιρείας είναι οι τρεις κεφαλές της Google, Eric Schmidt, Larry Page, K. Ram Shiram , καθώς και ο πολυεκατομμυριούχος Ross Perot Jr., ο πρώην επικεφαλής της Goldman Sachs, ο οποίος διετέλεσε και υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, ο John Whitehead και άλλοι.

Δεν φαίνονται καθόλου τυχαίοι όλοι αυτοί οι συντελεστές.

Επίσης αναφέρεται από τις κεφαλές της εταιρείας ότι θα ακολουθήσουν σύντομα κι άλλοι επενδυτές όπως ο Richard Branson της Virgin, o Jeff Bezos της Amazon, ο Paul Allen της Microsoft και ο Elon Musk της Tesla Motors.

Κάποιοι λοιπόν πιστεύουν στην ιδέα και ποντάρουν σε αυτήν. Και τι τρελή που ακούγεται, ακόμα και όταν έχουν παρελάσει μπροστά απ’ τα μάτια μας τόσα καθόλου τυχαία ονόματα;

Σύμφωνα με τα λόγια του πασίγνωστου φυσικού Michio Kaku (http://en.wikipedia.org/wiki/Michio_Kaku) στο κανάλι ABC «…η Planetary Resources έχει το σωστό μείγμα ΄΄τρέλας και μεγαλοφυίας΄΄ για να πραγματοποιήσει ένα τέτοιο έργο, τόσο τεχνολογικά όσο και χρηματοδοτικά…»

Όμως πώς σκέφτηκε το όραμά του ο Διαμαντής;

Ίσως από το μυθιστόρημα: «Ο άνθρωπος που πούλησε το Φεγγάρι» του Robert Heinlein (http://en.wikipedia.org/wiki/Robert_Heinlein).

Ίσως όμως και από κάτι άλλο που είναι πιο κοντά στα πλάνα της Planetary Resources. Tολμώντας βέβαια να μαντεύσουμε (καθαρά και μόνο) ότι πράγματι υπήρχε κάποια επιρροή, εννοούμε αυτό:

Είναι το πρώτο πράγμα που έρχεται στο νου μας, διαβάζοντας τα παραπάνω. Ένα κόμικ λοιπόν μοιάζει να αναδεικνύεται επίκαιρο σαν τις προφητικές προβλέψεις του Ιουλίου Βερν για αλλόκοτες εξωτικές εφευρέσεις του τότε (αλλά τις τόσο δεδομένες για το σήμερα).

Γενιές και γενιές παιδιών παγκοσμίως έχουν διαβάσει ιστορίες σαν το ΄΄Ολόχρυσο Φεγγάρι΄΄, έχουν ονειρευτεί ότι βρίσκονται μαζί με τους ήρωες σε αυτήν τη διαστημική επιχείρηση, έχουν ευχηθεί να ήταν αληθινές…

Ίσως ο Πέτρος Διαμαντής να τα κατάφερε σε αυτό το τελευταίο και να ενσαρκώνει τον Κύρο Γρανάζη του σήμερα.

Κι αν κάτι τέτοιο είναι αλήθεια, δεν αποδεικνύεται για άλλη μια φορά ότι τα Μίκυ Μάους δεν είναι τυχαία αναγνώσματα;

Μόνο και μόνο επειδή οι νέες ανακαλύψεις/εφευρέσεις/ιδέες του σήμερα αποτελούν για πολλούς επιβεβαίωση για όσα διαβάσανε χθες στα Μίκυ Μάους, πρέπει να αναφέρουμε για πολλοστή φορά ότι η δουλειά της Ντίσνεϋ αποτελεί ουσιαστικό κομμάτι του πολιτισμού μας.

Και αλήθεια, τι άλλο μπορεί να περιμένουμε από το μέλλον και μπορεί να το διαβάζουν ήδη τα παιδιά μας στα Μίκυ Μάους του σήμερα;

Ευχόμαστε στον Έλληνα-Κύρο Γρανάζη Πέτρο Διαμαντή και την ομάδα του να λύσει εύκολα όλες τις τεχνικές δυσκολίες του ζητήματος, αλλά πιο πολύ τους ευχόμαστε το ακόλουθο:

Να γίνουν ο καταλύτης που θα μετατρέψει το ΄΄κέρδος΄΄ με τη σημερινή ατομικιστική έννοια, που του έχει αποδοθεί, σε ΄΄κέρδος για την ανθρωπότητα΄΄.

(Αν πολύτιμα μέταλλα, ορυκτά καύσιμα, ουράνιο και λοιπές ύλες είναι τόσο σημαντικές, η υπεραφθονία τους δεν θα υποβαθμίσει την αξία που τους δίνεται σήμερα; Τι θα γίνει πλέον σημαντικό όταν από μέρη χωρίς ζωή μπορούμε να έχουμε ό,τι υλικό χρειάζεται για να ζήσουμε –υποννοώντας ακόμα και διαστημικά θερμοκήπια, όπως σίγουρα θα σκέφτονται αρκετοί αναγνώστες των Μίκυ Μάους που έχουν διαβάσει κάποια σχετική ιστορία με τον Ντόναλντ πρωταγωνιστή, αν θυμόμαστε καλά-).

Υ.Γ Να αναφερθεί ότι υπάρχει και κόμικ με το όνομα Space Adventures (Space Adventures (comics)).

Βασίλης Μαρκουίζος.

To ανθρωπάκι που δεν κέρδιζε.

Σαν τη διαφήμιση του λαχείου, αν τη θυμάστε οι λίγο παλιότεροι. ‘Ο ένας στους δυο κερδίζει’.

Αυτή μου ήρθε στο μυαλό στην παραίνεση ‘γράψε κι εσύ κάτι απέξω’ για το Σύνταγμα.

Και μου ήρθε στο μυαλό γιατί το Σύνταγμα ήταν γεμάτο απ’ αυτά τα ανθρωπάκια που δεν κέρδισαν. Που τόσα χρόνια έβλεπαν κάποιον άλλο να κερδίζει. Που πίστευαν σε ανθρώπους που τους έλεγαν ότι το παιχνίδι δεν ήταν στημένο, κι ότι έστω κι αν δεν κέρδιζαν θα τα κατάφερναν με σκληρή δουλειά – εφόσον η τύχη δεν τους έκανε τη χάρη.

Αυτά τα ανθρωπάκια που σκέφτονται με απλή λογική, καθαρή, που είναι τόσο σπάνια. Που δεν είχαν ποτέ ή έχουν αποβάλλει από πάνω τους τα χρώματα. Κι αυτό είναι που τρομάζει. Το πόσο άχρωμοι είναι. Διάβασα αναλύσεις επί αναλύσεων για τις διαδηλώσεις, με άλλα συμφωνώ με άλλα όχι, ούτε ειδικός είμαι, ούτε ήμουν καν εκεί για να ξέρω.

Κι όμως τους έβλεπα στο πλήθος, πεντακάθαρα. Ένας γεράκος, ένας μεροκαματιάρης, άχρωμοι όλοι, να κοιτάνε με θυμό προς αυτούς που γύρναγαν τόσα χρόνια τη ρουλέτα, αυτούς που τώρα τους λένε ‘μα κι εσείς κερδίζατε, μαζί μας’. Άνθρωποι που το θυμό τους δεν τον κάνουν πέτρες και ξύλα. Που τα τούβλα δεν τα έχουν για να τα πετάνε αλλά για να χτίζουν. Που πλέον χρώμα δεν πιάνει πάνω τους, ούτε μπλε ούτε κόκκινο ούτε πράσινο.

Μια φίλη μου έστειλε εικόνες από το σταθμό πρώτων βοηθειών που δούλευε εθελοντικά. Σκηνές μάχης, κανονικές σκηνές μάχης, όλοι τις είδαμε. Γιατί χτύπησαν έτσι τα ΜΑΤ; Τη διάβασα την ερώτηση, πενήντα, εκατό φορές.

Γιατί;

Γιατί μόνο ένας φοβισμένος άνθρωπος χτυπάει έτσι. Ένας που δεν ξέρει καν τι είναι αυτό που έχει απέναντι του, δεν έχει καμιά ‘συνταγή’ γι’ αυτό. Και έπεσαν πάνω τους τόσοι τόνοι μπογιά όσα και χημικά. Κόκκινοι είναι. Νάτους. Όχι, μαύροι είναι. Όχι, μπλε είναι. Σημαίες. Δηλώσεις. Κι αυτοί εκεί, να κυλάει πάνω τους η μπογιά και χρώμα να μην πιάνει.

Τα κανάλια. 1,5% μπροστά αυτός. 1% εκείνος. Σύνολο κι οι δυο μαζί υπό το μηδέν. Κι οι άχρωμοι εκεί.

Όταν κρατάς σφυρί όλα τα προβλήματα μοιάζουν καρφιά. Δεν ήξεραν τι άλλο να κάνουν απ’ το να χτυπήσουν. Έχοντας την απόγνωση του να έχεις άδικο και να σε κοιτάει κάποιος βουβά, ξέροντάς το.

Αλλά όπως και να το κάνουν το παιχνίδι με τα χρώματα δεν τους βγαίνουν τα νούμερα. Και δεν τους βγαίνουν απλά γιατί τόσα ανθρωπάκια που τόσο καιρό δεν κέρδιζαν, είναι δύσκολο να τα μαντρώσεις ξανά. Που βρέθηκαν τόσοι;

Ο ένας στους δυο κερδίζει. Χρόνια τώρα.

Στο σύνταγμα ήταν όσοι δεν κέρδισαν ποτέ. Και που κανείς δεν θα τους κάνει να πιστέψουν σε μια πιο δίκαιη ρουλέτα.

Λάζαρος Αλεξάκης

Περισσότερος wulf67, στην υπό – κατηγορία «SUGAR MOUNTAIN» και φυσικά στο δικό του δάσος, για λύκους και κοκκινοσκουφίτσες! Τα άρθρα του συντάκτη μας, αναδημοσιεύονται στο Comics Trades. Στο blog του μπορείτε να βρείτε ακόμη περισσότερα, πρώτες δημοσισύσεις, κι όχι πάντα σχετικά με τα κόμικς! άλλωστε η ζωή είναι μια πολυδιάστατη χρονοσφαίρα που κυλάει και κυλάει και κυλάει….

http://wp.me/PKxow-2PK

http://stoma-tou-lykou.blogspot.com/

ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ΤΕΥΧΗ ΚΟΜΙΚΣ 22. «ΛΟΥΚΥ ΛΟΥΚ» ΤΕΥΧΟΣ 38 «ΤΟ ΚΑΝΥΟΝ ΤΩΝ ΑΠΑΤΣΙ»

Η αξία, αυτή που δίνουμε σε όσα μας περιβάλλουν, είτε είναι στιγμιότυπα με την μορφή αντικειμένων που κρύβουν μνήμες, είτε όλα όσα επιλέγουμε να αποτελούν τους θησαυρούς μας, τροφή στη φαντασία με χρυσές αμμουδιές και κατακόκκινα κοράλλια, είναι πάντοτε στηριγμένη στο δεκανίκι μιας άτυπης βαθμολογίας, με κριτήρια την αντοχή στο χρόνο, τα ταξίδια στα νεφελώδη, ανεξερεύνητα σύμπαντα, το πόσο γρήγορα μπορούν να καλυφθούν στο καβούκι τους, όταν ξεμυτίζει η πρώτη φοβέρα. Αυτές οι αξίες είναι γραμμένες με ανεξίτηλο μελάνι και φανερώνονται με λίγες σταγόνες λεμόνι. Είναι τα προσεχτικά κρυμμένα απωθημένα, όσα έμειναν σκέψεις, αυτές οι βουτιές στη μπάλα που δεν έφεραν αποτέλεσμα. Δεν την εμπόδισαν να περάσει τη νοητή γραμμή του τέρματος, αυτήν που οριοθετούσαν μια πέτρα και ένα καπέλο θαλάσσης… Δεν είναι όλες το ίδιο. Έχουν καρτελάκια σαν τιμές σε ράφια με παιγνίδια. Είναι καλά βαλμένες στον τοίχο με τα ενθύμια και τα μπιμπελό του σπιτιού. Αυτά που φέρνουν στο νου συνεύρεση σε βαπτίσεις, γενέθλια, οικογενειακές στιγμές, ένα μεταλλικό κουτάκι από παλιές καραμέλες για το λαιμό… Είναι το χθες και το σήμερα, σε μια αξιολόγηση που υπαγορεύει το τρεμούλιασμα του χεριού, όταν μέσα από κάθε ένα χτύπο της βροχής στο τζάμι, έρχεται η επιθυμία να ανοίξει το παράθυρο… Το ότι μπορούν να συνυπάρχουν σαν τα αταίριαστα σε ύψος βάζα στην κουζίνα, τους δίνει αυτόν τον ακανόνιστα απαραίτητο λόγο ύπαρξης στη ζωή μας. Αφού εκείνα δεν έχουν αντίρρηση, ούτε ακόμη και με την σειρά που τα απλώσαμε, γιατί να έχουμε εμείς; Αφού το ίδιο σημαντικά είναι για την τρικλοποδιά στην μονοτονία, για το αυθόρμητο, ξαφνικό χαμόγελο, γιατί να χωριστούν σε στρατόπεδα; Έτσι, με τον άνεμο να παλεύει να σβήσει τη φλόγα του κεριού, κι εκείνο να χορεύει αλλόκοτα προς κάθε κατεύθυνση, πότε ανεβαίνοντας ψηλά και πότε σκύβοντας το κεφάλι για να δώσει μια νέα φιγούρα, μαθαίνουμε να αφαιρούμε τις χρωματιστές μπάλες στον μικρό πίνακα αριθμητικής, κάνοντας τις πράξεις που θα τα χωρέσουν όλα σε μια άσκηση. Και τα φθαρμένα και τα καινούργια. Επιτέλους συμφιλιωνόμαστε με τα μαθήματα που πάντα φρενάριζαν το μυαλό μας και βγάζανε την γεμάτη φόβο αμηχανία. Δίνουμε χειραψία με τον χρόνο και κρεμάμε ρυθμικά τους χτύπους της καρδιάς στον καλόγερο, μαζί με τα πανωφόρια… Κάθε φορά που ένα απ` αυτά κάθεται στους ώμους μας, η αξία που είναι πλεγμένη στους κόκκους του υφάσματος του, παίρνει κι από ένα άλλο σχήμα. Πότε κολλάει πάνω μας, πότε μας φοράει επιβάλλοντας την προσωπικότητα της και καμιά φορά θέλει να φύγει βιαστικά, νοιώθοντας τη λάθος χρήση… Προσπαθώντας να μας πει κάτι… Ένα καμπανάκι μελωδικό, σε ρόδινα φτερά πεταλούδας, που αφήνει μικρά αστεράκια στα μάτια. Μικρά και λαμπερά. Που αναβοσβήνουν για λίγες στιγμές και μετά χάνονται. Αν πρόλαβες να ερμηνεύσεις το ψιθύρισμα τους, χαμογελάς με νόημα και διαλέγεις άλλο πανωφόρι. Αν όχι, …τα βάζεις με τις αξίες, που ποτέ τους δεν μπορούν να αισθανθούν τις ανάγκες σου, το πόσο σημαντικό είναι τραβήξεις το χερούλι της εξώπορτας και να βγεις έξω με φόρα. Δίχως να χρειάζεται να δικαιολογήσεις τίποτα. Χωρίς εξηγήσεις. Κι αυτές, τόσο ανεξήγητα μένουν στην ίδια θέση, για να σου υπενθυμίζουν ότι όλα κυλάνε μέσα από τις ρόδες της προτεραιότητας, στο ξύλινο της ξεχαρβαλωμένο κάρο, που κατηφορίζει τρεκλίζοντας στης ζωής σου το πλακόστρωτο… Αξίες και προτεραιότητες. Η προτεραιότητα της αξίας. Η αξία της προτεραιότητας. Μια άσκηση που δεν λύνεται με τίποτα. Πάντα βγάζει το ίδιο αποτέλεσμα, κι ας περνάει ανάμεσα από χίλια μύρια κλάσματα, πολλαπλασιασμούς και διαιρέσεις… Και ξαφνικά, όλα μπερδεύονται τόσο πολύ πάνω στο τετράδιο, που δεν ξεχωρίζει το τέλος κι η αρχή… Όλα μοιάζουν να έγιναν από τον ίδιο πηλό, ψημένα στην ίδια θερμοκρασία, με το ίδιο στόμιο και χερούλι… Και το χειρότερο; Δείχνουν να αδιαφορούν για τα σχήματα που ετοιμάζεσαι να τους δώσεις στο πλάι, με το πινέλο βουτηγμένο στο χρώμα… Γιατί η αξία είναι πάντα ασπρόμαυρη σαν έννοια και κολυμπάει ανέμελα στον ωκεανό της μνήμης… Δεν την αγγίζουν τα δίχτυα του ψαρά. Δεν μπερδεύει τα πτερύγια της σε κείνα. Μόνο το κεφάλι βγάζει που και που για ανάσες. Και τότε, κάτω από τα χωρατά του ήλιου και τα πορτοκαλί φωτοστέφανα, νομίζεις ότι την βλέπεις να πνίγεται σε μια τρικυμία χρώμα. Είναι όμως απλά και μόνο η δική σου λαχτάρα, που γεννά τις οφθαλμαπάτες. Η βιασύνη μέσα από μια νέα αξιολόγηση, να παραμερίσεις όλους τους περιττούς διαβάτες απ` το πέρασμα σου και να πηδήξεις στο τελευταίο σκαλί. Να γευτείς το τράνταγμα ξανά των ποδιών, καθώς αψηφούν τους κανόνες. Να αφήσεις τη θέληση να καθοδηγήσει την σειρά, όπως τότε. Πρώτα η απόλαυση, κι έπειτα οι συμβιβασμοί. Κι αν μείνει λίγος χρόνος πριν την καληνύχτα, επιστροφή στα ατέλειωτα και αστείρευτα σε έμπνευση, «θέλω»…. Όμως, έχουν πλατύνει τόσο πια τα σκαλοπάτια αυτά, σαν τα πόδια που δεν χωρούν στα παλιά παπούτσια, κι έτσι το σάλτο δείχνει αδύνατο… τρομαχτικό… αποτελεί ανυπέρβλητο εμπόδιο…

Τότε τα θέλαμε όλα και αρκούμασταν στα ελάχιστα. Σήμερα η λαιμαργία μας καταπίνει ακόμη κι αυτά που δεν γνωρίσαμε. Που δεν τα είδαμε καν. Τα στριμώχνει σε βιτρίνες και με περίσσιο καμάρι απαγγέλει με στόμφο τα ονόματα τους, σαν να δείχνει στους επισκέπτες του μουσείου τα αρχαιολογικά ευρήματα. «Δείτε τι βρέθηκε. Γνωρίστε την αξία του. Μάθετε από αυτό. Εκτιμείστε το» Ανούσιες σειρήνες ματαιοδοξίας, που εκπορεύονται από τις μέρες της άσβεστης δίψας. Ζουν ζητώντας παραπάνω. Επιμένουν να κάθονται στην κορυφή ενός βουνού προτεραιότητες, που είναι ανώφελα φτιαγμένο στον πάγο και θα λιώσει με τις πρώτες ζέστες του Ιούνη. Τότε ήταν σπίθες χαράς στον άνεμο, πάνω από τις φωτιές του Άη Γιάννη. Σήμερα είναι μια σειρά από καλά επεξεργασμένα dvd, αρχειοθετημένα στο έπιπλο κάτω από το στερεοφωνικό. Δουλειά τους είναι να ξεπαγώνουν στιγμές και συναισθήματα, αλλά διαρκώς απομακρύνονται από αυτά που κάποτε ήταν αρκετά για να ανθίζουν χαμόγελα. Από αυτά που πραγματικά χρειαζόμασταν. Από τις ίδιες τις αξίες ξεμάκρυναν και όλο χάνονται στον ορίζοντα τους. Τελικά, αυτά τα λίγα που γίνονται πολλά στα μάτια του καθενός, στο ραγισμένο σκαλί που τυλίγουν τα αγριόχορτα, δεν είναι παρά η άλλη πλευρά του ίδιου νομίσματος, που ποτέ δεν είχαμε δώσει σημασία στην όψη της. Που ποτέ δεν της είχαμε αποδώσει την αξία που της αναλογούσε. Ήταν ανύπαρκτη σαν προτεραιότητα. Όμως όταν ζαλιστεί για τα καλά το κέρμα και αφεθεί στο γήινο μαγνήτη δεχόμενο τη μοίρα του, αυτήν του αναποδογυρίσματος, τότε αντικρίζουμε μια επιφάνεια ακριβώς αντίθετη με το αλαζονικό «όλα δικά μου», που μέχρι εκείνη τη στιγμή κυριαρχούσε στο νου. Βλέπουμε ότι γνωρίζαμε από πριν σαν ύπαρξη, αλλά δεν θέλαμε να δεχτούμε. Εκείνα τα «όλα», είναι … ένα «τίποτα»! Όλος αυτός ο κόπος και η αφοσίωση στον εγωιστικό δοκιμαστικό σωλήνα, όλα αυτά τα πειράματα, είναι …στιγμές στον άνεμο! Ότι σε δένει, με όσα έχεις ανάγκη να σε κρατούν στο αρμίδι τους δεμένο, είναι πολύ πιο λίγα απ` αυτά που οι φόβοι σε οδηγούν να συγκεντρώσεις ολόγυρα σου, κάνοντας απλά κύκλους στο νερό… Η αξία περνάει κι απ` το πιο στενό φυσοκάλαμο, από την πιο μικρή τρύπα στο ξύλινο δάπεδο. Χωράει σε μια δαχτυλήθρα λαχτάρα. Χάνεται μέσα στο πλήθος, σβήνει κάτω απ` το κύμα, σα κάστρο που χτυπήθηκε απ` τα θεμέλια… Το «όλα» πάντα θα είναι ένα «τίποτα», ή στην καλύτερη περίπτωση ένα τόσο δα «κάτι». Κι όσο αυτό δεν θα μεγαλώνει μέσα στο στήθος μας, τόσο τα πνευμόνια θα γεμίζουν με οξυγόνο ικανοποίησης. Ελεύθερα από τα δεσμά των εγωισμών, με μακρινή σκέψη και βλέμμα ονειροπόλο… Με τις αξίες και τις αταξίες να παίζουν «σπασμένο τηλέφωνο», κάτω από το αινιγματικά χαμογελαστό πρόσωπο της αφέλειας… Στο ύψος της αλήθειας του αναστήμετρου, ενός κιτρινισμένου τεύχους «Μίκυ Μάους»…

Από τα κόμικς που διαβάσαμε μικροί, υπάρχουν κάποια με διαφορετική αξία για τον καθένα. Άλλα ψηλά και άλλα πιο χαμηλά στο μπόι, ανάλογα με τις εποχές και το δικό μας ανάστημα. Ψηλώναμε και αυτά χαμήλωναν, μέχρι που πια γίνονταν τόσο μικρά, ασήμαντα. Μια λογική εξέλιξη ίσως. Παρ` όλα αυτά, μερικά κατάφεραν να διατηρήσουν πολλά από όσα σήμαιναν, πολλά απ` όσα έκλεισαν στις σελίδες τους. Από όσα σηματοδότησαν σαν αλλαγές επάνω μας. Ήταν γιατί η απόκτηση τους περνούσε από μεγάλες δυσκολίες, που όπως τα βατόμουρα μέσα στους βάτους, έτσι κι αυτά άφηναν γρατζουνιές πίσω τους, για να μαρτυρούν την αποφασιστικότητα που σημάδεψε τα πρόσωπα. Την προσπάθεια, την θέληση και την επιθυμία. Τα «μεγάλα», όπως τα αποκαλούσαμε λόγω σχήματος, ήταν αυτά τα εικονογραφημένα που δεν έβρισκες εύκολα στα παιδικά δωμάτια, στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του`70. Ήταν μια διαρκής πρόκληση, αλλά και διακαής πόθος για πολλούς από εμάς, που τα χρώματα στα εξώφυλλα τραβούσαν τα βλέμματα μας σα μαγνήτης. Πιο ακριβά σε τιμή, άρα και σχεδόν απαγορευτικά για να τα διαβάσουμε. Συνήθως έπεφταν στα χέρια μας με ανταλλαγές, ή όταν επιλέγαμε τον δανεισμό εκείνον, που τις περισσότερες φορές ήταν κι …αγύριστος! Περίεργο, αλλά δεν θυμάμαι η γκρίνια κανενός μας να κράτησε πάνω από μια – δύο ώρες, σε εκείνες τις περιπτώσεις, ενώ η «κακία» έσβησε ακαριαία. Πώς να κρατήσεις «κακία» σ` αυτούς που σε συντρόφευαν στο παιγνίδι; Εκεί κάπου περάσαμε σε μια άλλη περίοδο της σχέσης μας με την αξία. Ήταν οι στιγμές που την προσπερνούσε η φιλία, για χάρη της οποίας όλοι μας χάσαμε κόμικς, όχι όμως και τους φίλους. Πολλές φορές η τύχη έπαιζε το δικό της ρόλο και τότε κάποιο από εκείνα τα τεύχη κατέληγε στα χέρια μας. Οι συγκυρίες και  το timing, το οδηγούσαν σε εμάς, όταν δεν το είχαμε καν στο μυαλό σαν σκέψη. Ή νομίζαμε ότι δεν το είχαμε… Ένας άλλος τρόπος για να αποκτήσουμε εκείνα τα «μεγάλα», ήταν ετεροχρονισμένα, στα καταστήματα που πουλούσαν μεταχειρισμένα, με το μισό κόστος τους σε δραχμές. Γνωστή διαδρομή για όλους μας τότε και λιγότερο επώδυνη οικονομικά. Βέβαια, όταν κρατούσες ένα τέτοιο τεύχος στα χέρια, πολλές φορές έκανες και μερικές σύντομες πράξεις αριθμητικής στο μυαλό, όπως για παράδειγμα ότι 5Χ1=5. Το ταληράκι μπορούσε να σου δώσει πέντε μικρά τεύχη, αντί για ένα από εκείνα τα μεγαλύτερα. Τότε ήταν που έρχονταν οι πειρασμοί και παίζανε κλοτσοπατινάδα στο κεφάλι, κάνοντας μεγάλη φασαρία. Πολλοί μετάνιωναν και επέστρεφαν στην λογική των περισσότερων και φθηνότερων. Σε μια σειρά  τέτοια διλλήματα μπαίνοντας,  γνωρίσαμε την ύπαρξη του «Αστερίξ», σε παλιές εκδόσεις από το 1969, ή το «Βέλος», τον «Μικρό Σερίφη» που διάβαζαν οι μεγάλοι, τον «Ροκ» και φυσικά τον «Λούκυ Λούκ». Το καουμπόι που πυροβολούσε πιο γρήγορα απ` τη σκιά του, έπινε λεμονάδα και καβαλούσε ένα άλογο που διέθετε το χάρισμα της ομιλίας, την «Ντόλυ»! Καταδίωκε τους «Ντάλτον», που μονίμως το έσκαγαν από τις φυλακές φορώντας τις ριγέ στολές τους, τρέχοντας ή καλπάζοντας πάντα σε σειρά ανάλογα το ύψος τους! Από τον κοντύτερο – στον ψηλότερο. Ο «Τζόε» γίνονταν κόκκινος απ` το θυμό του, την ίδια ώρα που ο αδελφός του ο «’Αβερελ» δεν  μπορούσε να κατανοήσει γιατί το έσκασαν τον ώρα του συσσιτίου, χωρίς να φάνε! Ο κοντός, ο ψηλός και οι δύο ενδιάμεσοι, το πιο κουτό σκυλί της Άγριας Δύσης, ο «Ραταπλάν», μαζί με τον «Μπίλυ τον τρομερό» και τις καραμέλες κανέλα του και τόσους ακόμη απίστευτους χαρακτήρες των Morris και Goscinny, ξεπήδησαν απ` τα καρέ τους ατέλειωτες φορές, μπροστά στα έκπληκτα μάτια μας και ζωντάνεψαν σκηνές και ατάκες. Απ` τα «μεγάλα» εκείνα εικονογραφημένα της εποχής μας, ο «Λούκυ Λούκ» που πάντοτε τραγουδούσε το μελαγχολικό, «είμαι ένας φτωχός και μόνος καουμπόι» , στο τελευταίο καρέ της ιστορίας, είχε μια ξεχωριστή θέση όχι μόνο στην εκτίμηση μας, αλλά ακόμη και στις κουβέντες μας! Ήταν τότε που αφηγούμασταν τις περιπέτειες κάποιων τευχών, σ` αυτούς που δεν τα είχαν διαβάσει! Τα χρόνια που είχαμε μέσα στις «προτεραιότητες» και τις «αξίες» μας, το να μοιραζόμαστε αυτά που γνωρίζαμε… Να μην τα κρατάμε για μας… Ακόμη και μια φράση, μια λέξη, ένα αστείο, μια σελίδα που το μελάνι δεν είχε τυπωθεί καλά πάνω της, όλα ήταν αντικείμενο μετάδοσης σε όλους. Τίποτε δεν έμενε «δικό» μας, με τον αυστηρό αυτό τόνο της φωνής των γονιών μας, που επέλεγαν για να μας τονίσουν τα προτερήματα της «ιδιοκτησίας». Έτσι, τα τεύχη πήγαιναν κι έρχονταν, έβρισκαν νέους αναγνώστες, νέους ιδιοκτήτες. Μερικές φορές σκεπτόμουν ότι τελικά δεν κατέληγαν πουθενά, αλλά ακούραστα γυρνούσαν όλη τη γειτονιά, όλη την πόλη. Ίσως όταν τελείωναν μαζί της, να πήγαιναν κι αλλού, πιο μακριά. Ίσως αυτός να ήταν και ο σκοπός τους. Να φτάσουν στο πιο μακρινό σπίτι και να διαβαστούν από όσους περισσότερους γίνονταν. Μια αξία που μπορούσε να νικήσει την πλεονεξία… Να βάλει την αλαζονεία σε ένα καπέλο ταχυδακτυλουργού και από μέσα να τραβήξει στη θέση της έναν χαρούμενο και ξαφνιασμένο λαγό…

Τα ραντεβού μας με τον κόσμο της έβδομης τέχνης, στα χαλίκια των δίχως σκεπή σινεμά, με τις πλαστικές καρέκλες – παγίδες, που δίπλωναν και αιχμαλώτιζαν κάθε αταξία, ήταν κάτι σαν το αλάτι στο φαγητό. Απαραίτητα για να νοστιμίζουν τις εικόνες και τις μνήμες και να τους προσδίδουν μια διαχρονική αξία, που όμοια της δύσκολα μπορούσε να βρεθεί ανταγωνιστής. Τι κι αν η κόπια ήταν τόσο πολύ παιγμένη, σε τόσους κινηματογράφους μέχρι να έρθει και στον δικό μας, μέχρι που στο τέλος κόβονταν η κορδέλα στη μηχανή, ή γέμιζε το μεγάλο άσπρο πανί με οπτικές χαρακιές; Δεν έπαιζε κανένα ρόλο. Ούτε η πολυκοσμία, ούτε το στρίμωγμα στην είσοδο και την έξοδο, ούτε καν οι ευρηματικές χιουμοριστικές ατάκες των θεατών, που σε ξεκάρδιζαν στα γέλια και γελοιοποιούσαν την ίδια την ταινία. Το γραφικό κυλικείο με το περιορισμένο ρεπερτόριο αγαθών ,ή το κεφάλι του πιο ψηλού θεατή που εμπόδιζε την θέα της περιπέτειας και ανάγκαζε τον πιο κοντό να πηγαίνει περά – δώθε, ήταν κάτι που δεν μπορούσε ένα συγκριθεί με τον χώρο και το σκηνικό. Με τον ίδιο τον σκοπό παρουσίας στο χώρο αυτό των ονείρων. Το φτερούγισμα τους ήταν ατομικό, σιωπηλό, πάνω απ` τα καθίσματα. Στα κλαδιά των κυπαρισσιών που λύγιζαν από το μαΐστρο του Αυγούστου,  στη λάμψη των ατέλειωτων αστεριών που κυμάτιζαν στο θόλο του ουρανού… Αυτή εκεί ψηλά, ήταν η οθόνη όσων έρχονταν για να δουν το δικό τους έργο. Αυτό που ανέπνεε και σχηματίζονταν, μέσα σε ήχους από σπαθιά, πιστόλια, γέλια και γροθιές… Όλα αυτά, ήταν η προτεινόμενη μουσική, που κι αυτή κάποια στιγμή αραίωνε και χάνονταν, για να αντικατασταθεί απ` αυτήν της ψυχής του κάθε ονειροπόλου πνεύματος… Μα βέβαια ήταν μαγεία! Τι άλλο θα μπορούσε να είναι; Σκαρφάλωνες στ` αστέρια και μιλούσες με τα πλάσματα της φαντασίας! Χανόσουν στα φτερά τους! Μια μαγεία παντοτινή, κι ας είναι πια μακρινή ανάμνηση. Όσοι μπήκαν ποτέ σε ένα τέτοιο σινεμά, θυμούνται μόνο τη στιγμή και τα συναισθήματα και σπάνια το ίδιο το έργο. Ίσως να λέει κάτι κι αυτό… Θυμάμαι κάποιες από τις μουσικές που ακούγονταν στα διαλλείματα, που με έναν ανεξήγητο τρόπο γυρίζουν χρόνια τώρα στο μυαλό μου, με τις μελωδίες να παίρνουν μορφές και σ` αυτές να πρωταγωνιστούν οι μικροί καθημερινοί ήρωες της γειτονιάς, αυτοί που είχα για συμπαίκτες, αλλά και εκείνοι που στέκονταν πιο κάτω σαν αντίπαλοι. Οι μανάδες και οι παλιατζήδες, οι γαλατάδες και οι εφημεριδοπώλες. Σα να χώρεσαν όλοι τους στο καστ ενός ρετρό στούντιο. Σαν και αυτά που γυρίζονταν στα σκηνικά τους το “Star Trek”, ή το «Χαμένοι στο διάστημα»… Aquarius – let the Sunshine in, Reach Out(I`ll be there), Mammy Blue, Sunny και τόσα ακόμη μικρά δισκάκια, εναλλάσσονται στο juke box του μυαλού… Καθώς ανασαίνουν κάτω από το βάρος της βελόνας, αφήνουν μικρά επιφωνήματα απ` τα αυλάκια τους, ήχοι όπως του ξύλου που τυλίγεται στις φλόγες στο τζάκι… Κι όλα πιο μακριά σε ρουφάει στο χθες, αυτή η δίνη… Ως που, ξαφνικά προβάλει ένα γνώριμο κίτρινο περίπτερο, σκεπασμένο σχεδόν από την χάρτινη επιφάνεια και τη γυαλάδα τόσων περιοδικών! Σα να βγήκε από το λυχνάρι του Αλαντίν, ακούγοντας τις ψιθυριστές μας επιθυμίες. Μικρά και μεγάλα εικονογραφημένα, οικογενειακά, η «Ραδιοτηλεόραση», ο «Ταχυδρόμος», τα αστυνομικά τομάκια της Άγκαθα Κρίστι, τα Βίπερ, ο επίγειος παράδεισος του ματιού μας! Κάθε ράφι και στοίβες απ` αυτά! Κι όσα δεν χωρούσαν, κρεμόντουσαν από τα πλαστικά, πολύχρωμα μανταλάκια, πάνω στα σύρματα, ολόγυρα του! Λένε ότι η αξία των εικόνων σαν κι αυτές, δεν μπορεί να μπει σε σειρές ιεραρχημένες και να αρχειοθετηθεί. Κι όσοι το λένε αυτό έχουν απόλυτο δίκιο! Γιατί αυτές οι αξίες είναι ζωντανές και όχι βαλμένες στις σελίδες κάποιου βιβλίου. Είναι από μόνες τους ένα μεγάλο κεφάλαιο. Αυτό που για τίτλο του έχει το όνομα του καθενός. Μέσα σε ένα τέτοιο, αλλιώτικο απ` τα άλλα βιβλίο, το προσωπικό μου κεφάλαιο αναφέρει και το όνομα «Λούκυ Λούκ» στις γραμμές του και δίπλα έχει ένα μικρό αστεράκι παραπομπής, σαν αυτά που περίμενα να πέσουν κοιτάζοντας πάνω απ` τα θερινά σινεμά… Όταν ακολουθείς τη παραπομπή στο κάτω μέρος της σελίδας, υπάρχει ένα λιτό κείμενο επεξηγηματικού χαρακτήρα.

Καλοκαίρι 1974 – «Το Κάνυον των Απάτσι». Με το τεύχος στο χέρι, η επιστροφή στο σπίτι ήταν σα να είχαν σκαρφαλώσει τα πόδια μου σ` ένα μαγικό σύννεφο και να μην πατούσαν στα πλακάκια… να αιωρούνταν πάνω τους…

Τι δεν είχε εκείνο το τεύχος! Ένα εικονογραφημένο οργιώδες πανηγύρι, ινδιάνων και καουμπόηδων, με καταπληκτικές κωμικές σκηνές, φοβερές φάτσες και με την ευρηματικότητα των δημιουργών του να χτυπάει κόκκινο! Ήταν πνιγμένο στο χρώμα! Κάθε σελίδα, κάθε καρέ, ήταν περικυκλωμένο από την επέλαση τους χρώματος! Έφιππο, με τα άλογα του και τον σαλπιγκτή, τον επικεφαλής αξιωματικό και το γυαλιστερό ξίφος! Μια πανδαισία χρώματος που έβγαζε μια πρωτόγνωρη ζωντάνια!  Καθώς γύριζε κάθε βαριά σελίδα χαρτιού, έρχονταν από παντού εικόνες και αρώματα! Ένα λούνα πάρκ συναισθημάτων, γεμάτο υπέροχα παιγνίδια, καινούργια, λαμπερά. Μπορεί σήμερα να ανήκει στις οφθαλμαπάτες και τις ξεπερασμένες αξίες, τις παλιομοδίτικες. Να είναι χιλιοδιαβασμένο και γνωστό σε όλους, ένα απλά κοινότυπο σενάριο σαν τόσα άλλα. Να έχει χάσει τη δύναμη του και να μην μπορεί να βγάλει την ομορφιά και το καθάριο πνεύμα. Τη φρεσκάδα της νέας ιδέας, που συναρπάζει. Ίσως να έχει χαθεί στις λεπτομέρειες, όπως το αληθινό νόημα όσων ζούμε… Να έχει πάρει θέση σε ράφια «αξιολόγησης» αναμνήσεων, ή να είναι καλογυαλισμένο, φαινομενικά χαρούμενο μέσα στις ολοκαίνουργια συσκευασία του. Την νέα του έκδοση, την πολλοστή. ..Όμως ακόμη και έτσι να είναι, αν ο αναγνώστης έχει ακόμη λίγη από κείνη τη θέληση να αμφισβητήσει τα πανταχού «δεδομένα» των ημερών, αν έχει κάτι στο βλέμμα από εκείνο της παιδικής αχόρταγης πείνας για κάθε τι νέο, θα βρει λόγους για να αναστήσει παλιούς ήρωες και να γελάσει με τα καμώματα τους. Να ταξιδέψει στα καρέ, θολώνοντας απλά τα μάτια σε ένα απ` αυτά.  Κοιτάζοντας το επίμονα, σαν κάτι να θέλει να του πει. Να του θυμίσει… Ίσως έτσι δει ξανά και τον Τζάκ Πάλλανς να υποδύεται τον ινδιάνο αρχηγό, το χωρισμένο στα δύο φαράγγι, που μοιάζει με καρπούζι κομμένο στη μέση, τον Λούκυ Λούκ πασαλειμμένο από μέλι, δεμένο σε τέσσερα παλούκια στη γη και τον ανόητο μικρό ινδιάνο να γλύφει το μέλι! Το μόνο που δεν μπορεί να γυρίσει πίσω σε μια καινούργια έκδοση όλων όσων έγιναν στο «Κάνυον των Απάτσι» του`74, είναι μερικές λεπτομέρειες εκείνων των παλιών σελίδων χαρτί. Η στήλη με τα γράμματα των αναγνωστών και οι απαντήσεις του συντάκτη, ο «Λάμπης ο Καμπόης», τα σταυρόλεξα που είχαν ακριβώς κάτω και την λύση τους, στην ίδια σελίδα, οι γελοιογραφίες με το αθώο χιούμορ που σήμερα φαντάζει παρωχημένο, οι εγκυκλοπαιδικές γνώσεις, τα αυτοτελή διηγήματα καουμπόικα και λογοτεχνικά, αλλά και οι «Διακοπές στην Άγρια Δύση», που δημοσιεύονταν σε αυτοτελή επεισόδια κάθε μήνα. Αυτά, δεν μπορούν να βρεθούν στα σημερινά τεύχη, τα τεχνικά επεξεργασμένα και άψογα αισθητικά. Γυαλιστερά και με ιλουστρασιόν θαμπή λάμψη. Γιατί εκείνα τα τεύχη της δεκαετίας του`70, ανάπνεαν στις σελίδες τους. Ήταν ζωντανά σαν τις αξίες. Σου έδιναν πολλά περισσότερα από τις 10 δραχμές που κόστιζαν. Ήταν μια πολυτέλεια που έδινε άλλους τόνους στην καθημερινότητα μας. Την έκαναν πιο προσιτή και μείωναν την απόσταση της από το ακατόρθωτο. Μας έκαναν να γεμίζουμε ικανοποίηση, για την πίστη μας στο ένστικτο, που όχι μόνο δε μας πρόδιδε, αλλά επιβεβαίωνε τους τολμηρούς, όπως σήμερα η ατολμία δίνει το «οκ», σε όσους την επιλέγουν για σύντροφο στον σύντομο αυτό περίπατο…

Γιώργος Κοσκινάς

Το πιο πάνω κείμενο υπογράφεται από τον Γιώργο Κοσκινά και είναι προστατευμένο και κατοχυρωμένο πνευματικά. Οποιαδήποτε αντιγραφή μερική ή ολική χωρίς την συγκατάθεση του δημιουργού, επισύρει τις προβλεπόμενες από το νόμο κυρώσεις.

Διαβάστε όλα τα αποκλειστικά δημοσιευμένα τμήματα αυτά, του νέου βιβλίου των Εκδόσεων Αιγόκερως, στην υπό – κατηγορία μας «ΙΣΤΟΡΙΕΣ & ΤΕΥΧΗ«.

http://wp.me/PKxow-1j2

ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ΤΕΥΧΗ ΚΟΜΙΚΣ 21. «ΠΙΣΤΟΛΕΡΟΣ» ΤΕΥΧΟΣ 63 «Ο ΓΥΙΟΣ ΤΟΥ ΠΑΡΑΝΟΜΟΥ»

Όλα αυτά που δείχνουν να έχουν αποδεχτεί το ένα την παρουσία του άλλου και έτσι συμβαδίζουν φιλικά, οι μνήμες και τα εικονογραφημένα μας παραμυθένια πρότυπα, δεν είναι πάντα ένα ευχάριστο σεργιάνι στα φτωχόσπιτα που μεγαλώσαμε. Έχουν και στιγμές θλίψης, στεναχώριας, χαμηλών βλεμμάτων στο πάτωμα, ήχους από μαλώματα και αγριεμένες φωνές, κλάματα και ένα τρεμούλιασμα στα γόνατα… Αμηχανία και χείλη ίσια σαν ευθεία γραμμή, ανέκφραστα κι αγέλαστα… Είναι τα νέα συναισθήματα, λαμπερά σα την επιφάνεια του καινούργιου εξώφυλλου, με τα πολλά χρώματα και τις υποσχέσεις, κάτω από τη γνώριμη γραμματοσειρά. Όλα χρειάζονταν κι ας επιλέγαμε ότι πιο χαμογελαστό και φωτεινό. Ήταν απαραίτητα για να έχεις την χροιά τους στα αυτιά, την υφή στις παλάμες, όπως όταν έμεναν τεντωμένες και τρεμόπαιζαν, μια πάνω – μια κάτω, μια κλειστές – μια ανοιχτές, στο ανεβοκατέβασμα του χάρακα… Κι εκείνες οι παιδικές αταξίες, όταν έφταναν πρόσωπο με πρόσωπο με την τιμωρία, άφηναν κάτι πίσω τους, κάτι που κατάφερνε κι αυτό να χωρέσει στις χάρτινες σακούλες του μανάβικου, στα μικρά βάζα με τις χειροποίητες καραμέλες και στα φύλλα εφημερίδας που τυλίγονταν οι τηγανιτές μαρίδες… Όλα τα ρούφηξε ο δυνατό αέρας, μαζί με τα πεσμένα, κίτρινα φθινοπωρινά φύλλα. Χόρεψαν αδιάκοπα στους ρυθμούς του, αλλάζοντας διαρκώς παρτενέρ. Η εφημερίδα με το φύλλο του πλάτανου, το κλωνάρι από το γιασεμί  με τις σχισμένες σελίδες του Μίκυ Μάους… Ένας ατελείωτος χορός, με τόσες εναλλαγές στη μουσική. Πότε κάποιο ντεμοντέ βαλς των παππούδων, πότε ένα ξέφρενο ροκ εν ρολ, πότε μια εξωτική και σαγηνευτική μελωδία, από κείνες που ακούγονταν στις ταινίες του θερινού σινεμά… Συνοδευτικά και διακριτικά, έμπαιναν στα πλάνα και στόλιζαν τα τοπία, χάιδευαν τα πρόσωπα των πρωταγωνιστών… Κι έπειτα, όταν κουράζονταν από τις σκηνές και τα λόγια, έμεναν ακίνητα και κοιτούσαν το έργο. Μαζί τους κι εμείς. Αυτές οι μουσικές στιγμές πολυτέλειας, που έδιναν στις ζωές μας έναν άλλο τόνο, μια ξεχωριστή νότα αισιοδοξίας, ακόμη κι όταν δραπέτευαν από τα ραδιόφωνα της εποχής στα καντούνια, είχαν κεντημένες πάνω τους τις υφασμάτινες ανθρώπινες προσδοκίες… Είχαν τυλίξει όνειρα που φεγγοβολάνε κάτω απ` το φως των αστεριών, ένα πετάρισμα στο στήθος, στο μέρος της καρδιάς, μια σκέψη που δεν έλεγε να ξεκολλήσει από το νου… Τίποτα απ` όσα μαζεύουμε τελικά, δίνοντας τα «αντίτιμα» που αναλογούν στον καθένα, ή απλά με το να περάσουμε την κατάλληλη στιγμή πάνω από ένα πεσμένο κέρμα, δεν έχει την αξία της μάλλινης κουβέρτας που μας σκέπασε τότε, φτιαγμένης από το χέρι της γιαγιάς… Μια πράξη αγάπης, που τόσο αυθόρμητα, τόσο αθώα μας αγκάλιασε. Η δική μας παιδική ανοησία, βρήκε τον τρόπο να χαλάσει πολλές φορές την όμορφη εκείνη εικόνα της ψυχής, των ανθρώπων που έδωσαν για μας τα πάντα, με μια κίνηση απρόσεχτη, ένα λάθος αφελές, μια θυμωμένη λέξη… Ζούμε μια συνεχιζόμενη απόκλιση από το ιδανικό, που δε λέει να σταματήσει για λίγα λεπτά, να ξαποστάσει και να μας αφήσει να μικρύνουμε την απόσταση απ` όσα θέλουμε να αγγίξουμε. Αυτή η σχέση καταστροφής, η κραυγή των υποταγμένων συμβιβασμών που τρυπάει τα αυτιά, είναι το τμήμα του βιβλίου με τα ακαταλαβίστικα λόγια, εκείνου που διαβάζουμε ξανά και ξανά και πάλι πίσω γυρίζουμε κάθε τρεις και λίγο, γιατί ποτέ το νόημα του δεν απλώνει σα γνώση, σα θύμηση… Ίσως ότι κυνηγάμε να φέρουμε από τη μάντρα του ανέφικτου, του απραγματοποίητου το χωράφι αυτά που ζηλεύουμε, να μην είναι παρά μια ατέρμονη πάλη με τον ίδιο μας τον εαυτό, ένα τεστ των δυνάμεων και των ορίων μας, αλλά συγχρόνως και κάτι που δίνει νόημα στις κούφιες μέρες και νύχτες. Που τις κάνει τόσο ξεχωριστές, σα να αγωνίστηκες για κάτι, να ίδρωσες, να κουράστηκες και να επιστρέφεις σπίτι με τα πνευμόνια γεμάτα από το βάρος της ικανοποίησης. Ένα «πρέπει» εσωτερικό, που υπαγορεύει το χθες, που επιβάλει το σήμερα, που ίσως να καθρεφτίσει κάτι από το αύριο… Η εμπειρία μοιάζει με τους ανεμόμυλους του Δον Κιχώτη. Όσο παλεύεις να την γκρεμίσεις, τόσο πιο εύκολα σε ρίχνει από το άλογο… Ούτε οι σοφές συμβουλές, ούτε τα παραδείγματα μπορούν να οδηγήσουν το χέρι, για να στοχεύσει με σιγουριά, σταθερά στο στόχο. Είναι κάτι που για να αφηγηθείς, πρέπει πρώτα να πέσεις κάτω. Κι αν ο ανεμόμυλος δεν χάσει κανένα του φτερό, σημασία έχει που γνώρισε αντάξιο αντίπαλο…

Σκέφτομαι καμιά φορά, ότι τα καπρίτσια της ζωής καταφέρνουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, να μας αλλάζουν τη γνώμη και έπειτα να αλλάζουν κι εμάς. Σαν τη γεύση της μπύρας, που μικροί αντιπαθούσαμε την πικράδα της και μεγάλοι πια της προσδίδουμε επιφωνήματα απόλαυσης. Ή σαν τον αναπτήρα, που δεν μπορούσαμε να γυρίσουμε τη ρόδα του και που τώρα η επανάληψη μας έχει γίνει κάλος στα δάκτυλα. Κάπως έτσι ότι απορρίπτεις, γίνεται στη συνέχεια βίωμα, συνήθεια, υποταγή ίσως, εναρμονισμένη με την πορεία ένταξης στο εριστικό κατεστημένο, που γεννάει μόνο ανασφάλειες και φόβους, πολύ μεγαλύτερους από τους παιδικούς. Εφιαλτικά αγκάθια, γύρω από κάθε λουλούδι που φύτρωνε στα όνειρα μας. Γι` αυτό και καθημερινά φουντώνουν οι σιωπηλές διαμαρτυρίες, μεγαλώνει ο αριθμός όσων βαρέθηκαν αυτό το στημένο επιτραπέζιο, με τον καθορισμένο από πριν νικητή. Κι έτσι όλο και κάτι βρίσκεται να μας γυρίζει πίσω στο χρόνο, να μας παίρνει μακριά από τον οδοστρωτήρα που τα ισιώνει όλα στο πέρασμα του. Ένα τηλεοπτικό σποτ, μια εταιρεία που δεν γονάτισε ακόμη από τη λαίλαπα της παγκοσμιοποίησης και εξακολουθεί να στέλνει στα ράφια εικόνες από το χθες, ένα – δύο τσαγκάρικα που συνεχίζουν να μας μπαλώνουν τα φθαρμένα παπούτσια, ένα παγωτό σε σχήμα πατούσας, που ανοίγει τα μάτια διάπλατα όπως τότε που το πρωτοείδαμε , μερικοί βώλοι σε ένα διχτάκι, ένα φθαρμένο εικονογραφημένο που βρήκε καταφύγιο στο συρτάρι του κομοδίνου, χωρίς οπισθόφυλλο… Μικρές σαΐτες τις λέω αυτές, όπως εκείνες που φτιάχναμε από τα φύλλα των τετραδίων και τις αμολούσαμε με φόρα ψηλά. Τι κι αν μετά από λίγο έπεφταν κάτω ζαλισμένες, κάνοντας κάτι κωμικούς κύκλους, σαν να έτρωγαν την πλαστική μυγοσκοτώστρα κατακέφαλα. Ήταν η δική μας αντίρρηση στα «έτοιμα» και τα «σερβιρισμένα», καλοκουρδισμένα παιγνίδια των καταστημάτων. Δεν έβγαζαν τίποτα λιγότερο από την εφευρετικότητα και την εναλλακτική πρόταση για παιγνίδι, σε βάρος του απλωμένου χεριού που σου δίνει τη λύση, δίχως να κοπιάσεις. Μα αυτό ακριβώς ήταν και το ζητούμενο. Να στύψεις το κεφάλι για να γεννήσει ιδέες και να τις κάνεις να ζωντανέψουν έπειτα! Αν έσκυβες πάνω από τις σκέψεις των άλλων και άκουγες τα εργοστάσια να δουλεύουν παράγοντας χαμόγελα παιδικά, δεν υπήρχε κανένα νόημα. Ήταν σαν να έσκυβες μαζί και το κεφάλι, σα να είχες κάνει μια «κακή πράξη», σα να είχες στεναχωρήσει ή απογοητεύσει τους γονείς σου. Σα να περίμενες να σε μαλώσουν. Μπορεί για κείνους να ήταν μια εύκολη λύση, όμως περίμεναν συγχρόνως και από εσένα να την αρνηθείς, για χάρη της φρεσκάδας του μυαλού, του κεφιού και της «αντίστασης» που ήθελαν να ζήσουν μέσα από τις δικές σου πράξεις. Το «απαγορευμένο» και το «επιτρεπτό», ήταν σαν ένα λάθος φορεμένο ζευγάρι «Ελβιέλες», με το δεξί πόδι να πατάει στο αριστερό παπούτσι και το αριστερό στο δεξί. Ένας κλόουν με περπάτημα πιγκουίνου. Κι όμως, για να νοιώσεις αυτό τον πόνο και την δυσκολία στο βάδισμα, έπρεπε απλά να το δοκιμάσεις. Ήταν απαραίτητο όπως η θεά της σκανδαλιάς, που ενώ σε προκαλεί να παραβγείτε στο τρέξιμο, ξέροντας ότι θα είσαι αυτός που θα μείνει πίσω από την εκκίνηση, δέχεσαι αδιαμαρτύρητα για να το ζήσεις.

Κι ενώ η εικόνα του «παράνομου» ήταν μια μάλλον συγκεχυμένη έννοια και ελαφρώς διαστρεβλωμένη, περνώντας από τα φίλτρα της τότε γνώσης και των βολβών που είχαν φυτρώσει χωρίς τη δική μας συμμετοχή στη σπορά, η κόμικς και τηλεοπτική προβολή του «ορθού» και του «ανάποδου» έρχονταν για να περιπλέξει ακόμη περισσότερο τα πράγματα. Όταν έβλεπες για παράδειγμα τον μασκοφόρο Αμερικανό καουμπόι να επιβάλει το νόμο και την τάξη, τον Lone Ranger και το πιστό του άλογο, μια φιγούρα κλασσική πια στα μάτια όλων μας, δεν υποψιαζόσουν ποτέ ότι ο σκηνοθέτης με τον σεναριογράφο θα μπορούσαν να του γκρεμίσουν την εικόνα συθέμελα, κάνοντας τον να έχει καταβολές «παράνομου». Να κατάγεται από σόι ληστών, ας πούμε και να προσπαθεί σε κάθε του περιπέτεια να εξιλεωθεί για το αμαρτωλό παρελθόν που δεν όριζε και να εξαγνίσει το όνομα των «κακών» του συγγενών. Ήταν σαφώς μια ενδιαφέρουσα παράμετρος, μια πτυχή που ανοίγει σαν βεντάλια σε άλλες παραστάσεις, προφανώς θα τις χαρακτηρίζαμε σαν πιο γήινες, πιο ανθρώπινες, πιο τρωτές, πιο χαμηλοί σαν «φράχτες», πιο κοντά στις δυνατότητες του καθενός για να τους καβαλήσει. Βέβαια, απομυθοποιείται ο θρύλος και καταρρίπτεται το απροσπέλαστο είδωλο του, αυτό που τον περιβάλει σαν φωτοστέφανο και του δίνει εκείνη την απαραίτητη προστασία, κάτι σαν ατομική ενεργειακή ασπίδα. Κι έτσι κατά κάποιον τρόπο γυμνός και αδύναμος, καθημερινός μέσα στα πάθη του χαμένος σαν κι εμάς, σταυρώνεται και σταυρώνει, πονάει και ανασαίνει. Είναι θνητός πια και ακόμη και ένα μικρό αγκάθι κάκτου, μπορεί να του αφήσει σημάδι από το τσίμπημα. Ίσως να μην ήταν ο αλώβητος και ατρόμητος υπερασπιστής των αξιών, αλλά θα είχε ενδιαφέρον να τον δούμε σε ένα τόσο κακοτράχαλο μονοπάτι, να ανεβοκατεβαίνει ιδρωμένος και σκονισμένος μέχρι τα μάτια. Θα τον έφερνε ενδεχομένως πιο κοντά στην δική μας πραγματικότητα και θα τον έκανε να μπορεί ακόμη και να σταθεί μπροστά μας, να μας μιλήσει, να μας ακούσει. Να πετάξουμε με τη σφεντόνα ένα χαλίκι στη σάρκα του, να τραβήξουμε την ουρά του αλόγου! Και πέρα όμως από όλο αυτό το κατρακύλημα του ατσαλάκωτου και «ορθού», μέσα στα λασπωμένα νερά της αμφισβήτησης, ακόμη πιο προκλητικό είναι να αντικρίζεις μια μετέωρη σκιά, που αμφιταλαντεύεται μεταξύ «σωστού» και «λάθους», έχοντας ζήσει και στις δύο πλευρές, με χίλιες δύο αυταπάτες και άλλες τόσες ρετσινιές στα ρούχα απλωμένες σα λεκέδες. Ένας ήρωας που αντιμετωπίζει τους εφιάλτες του παρελθόντος του, κι εκείνο τον κατατρέχει σε κάθε αγχωμένο γύρισμα του κεφαλιού προς τα πίσω. Εκείνος στρίβει με μια τρελή ταχύτητα στις γωνιές, αλλά δεν μπορεί να ξεφύγει. Όσο κι αν τρέχει, όσα εμπόδια και αν υπερπηδάει. Τον ακολουθεί σα σκιά. Τρεμοπαίζει μαζί με το φως της κάθε του σταγόνας ελπίδας, πάνω στο κηροπήγιο. Τον γεμίζει σχήματα από συναισθήματα, ρευστά σαν το ρετσίνι που αργοκυλάει στο δέρμα του πεύκου. Θα μπορούσε να ήταν μια στιγμή που η αλήθεια πετάει τα περιττά της ρούχα, για να μας αποκαλυφτεί γυμνή, χωρίς κανέναν ενδοιασμό και υπεκφυγές. Γιατί το αληθινό δεν είναι απαραίτητα φτιαγμένο από ευγενή μέταλλα και πολύτιμους λίθους, ούτε περπατά με ορθωμένο το ανάστημα περήφανα, ατσαλάκωτα, άφοβα και απόμακρα. Το αληθινό δεν είναι απαραίτητα αρεστό και καταξιωμένο στα μάτια μας, υπεράνω κάθε υποψίας, στον απυρόβλητο πύργο του σκαρφαλωμένο, να κοιτάζει αφ` υψηλού. Δεν είναι ούτε καν ο «κανόνας» που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση, παρά μόνον υπακοή. Είναι η λερωμένη όψη της καθημερινής πάλης, με τις φοβίες, τα τέρατα των φανταστικών μας κόσμων, τους εφιάλτες που ζωντανεύουμε με τις επιλογές μας και όσων πρέπει να υποστούμε χωρίς καν να φταίμε, μόνο και μόνο γιατί κουβαλάμε ένα αμάρτημα – σκυταλοδρομίας, προερχόμενο από τα σφάλματα ενός δικού μας παρελθόντος, αλλά μόνον στο όνομα γαντζωμένο, σα τον «παράνομο» που προσπαθεί να κρατηθεί από την ρίζα του θάμνου και να μην πέσει στον γκρεμό…

Το πρότυπο τούτο, το χιλιομπαλωμένο σα τα πανωφόρια μας, δεν το είδαμε ποτέ να τριγυρνά σα χαμένο στις ερήμους και στις πόλεις φάντασμα, ούτε να γεμίζει με άμμους και να διώχνει τις μπάλες άχυρα που του φέρνει ο μανιασμένος αέρας, σα να διώχνει μακριά ένα άσχημο όνειρο. Είχαν φροντίσει να τον έχουν πασπαλίσει με εκείνη την σκόνη που λαμπυρίζει και μοιάζει με πυγολαμπίδα που έχει χάσει τον ύπνο της. Αγέρωχος και απτόητος, δίχως ψεγάδια πουθενά πάνω του, έρχονταν για να μας υποδείξει τον δρόμο της αρετής, αυτόν που μακροπρόθεσμα οδηγεί στη λύτρωση. Ήταν μια φιγούρα που απόπνεε σιγουριά και δικαιοσύνη, με μια καταδικαστέα αντίληψη κάθε είδους αμαρτίας. Γεμάτος απαγορευτικά και με το άστρο του να φεγγοβολά, ο άφοβος αυτός καθοδηγητής μας έγινε ένα με τις αδύναμες να βγάλουν φαντασία στα χρώματα τους, εικόνες των σχολικών βιβλίων. Πέρασε όμως τις διδαχές του, κι ας ήταν αρκετά καλά καμουφλαρισμένες μπλόφες σε μια παρτίδα πόκερ στημένη. Τότε δεν του κρατήσαμε κακία, όπως δεν κρατήσαμε σε κανένα φίλο που μας πέταξε χαλίκια στα μάτια, ή έκλεψε στους βώλους κάνοντας «φουρνιά». Ήταν μέσα στο παιγνίδι και απλά το δεχτήκαμε αδιαμαρτύρητα. Έπειτα όμως, όταν το χρώμα αντικατέστησε τα ασπρόμαυρα «τσαφ» και «τσουφ», του εξόφθαλμου εκείνου μεταλλικού κουμπιού, που άλλαζε τα κανάλια στην τηλεόραση, όταν βουλιάξαμε στις έγνοιες του καναπέ τις αναπαυτικές, κρατώντας ένα μοντέρνο τηλεχειριστήριο, τότε είδαμε πίσω από το είδωλο του. Τα μάτια μας τον διαπέρασαν σαν να μην είχε ύλη και αντικρίσαμε τη σκόνη πίσω απ` τα πέταλα του αλόγου του. Είδαμε τον «δρόμο» που άφησε και τα ίχνη πάνω στο χώμα. Σε κάποιους αυτά όλα φάνηκαν σαν ανούσιες λεπτομέρειες και πήραν το βλέμμα τους ξανά μπροστά, στην συνέχεια της περιπέτειας.  Κάποιοι άλλοι όμως, παράτησαν την προβολή της ταινίας και βάλθηκαν να ακολουθήσουν το ταξίδι του καβαλάρη ανάποδα. Από το τέλος – προς την αρχή… Κάτι περίπου δηλαδή, σαν αυτά τα σκονισμένα κεφάλαια, που αφηγούνται μνήμες και σελίδες… Ένα τέτοιο μονοπάτι, χαμένο για καιρό μες` τη μανία του ανέμου, παρατημένο και ξεχασμένο, απάτητο για χρόνια, έφθασε η στιγμή να βαδίσουμε. Έστω και νοερά. «Στα ψέματα», που λέγαμε μικροί. Κι έτσι, ένα ακόμη μικρό τεύχος κόμικς πάλι λιποθυμάει από το ράφι, για να πέσει στις ανοιχτές αγκάλες της νοσταλγίας και να αφηγηθεί το παραμύθι του «νόμου» και του «παράνομου» ανάποδα. Από το τέλος προς την αρχή. Δίχως την ωραιοποίηση, του φανταχτερού κόσμου που ζει στα κινηματογραφικά πανιά. Ήταν κι αυτό μέρος των ερωτημάτων που γεννήθηκαν και πρόσβαλαν τις μέχρι τότε διαμορφωμένες αντιλήψεις ενός πιτσιρικά. Κουβαλούσε βλέπετε μπόλικα από τα στοιχεία που μπορούσαν άνετα να το κατατάξουν σαν «αιρετικό», σαν μια παραφρασμένη και αρνητικά μάλιστα, ιστορία για όπλα, σφαίρες, σκόνη και αίμα. Τίποτα από όλα όσα είχε στα μπαλονάκια και τα καρέ του, δεν ακολουθούσε μια λογική σειρά, απ` αυτές που μονοπωλούσαν το ενδιαφέρον των κατασκευαστών τέτοιων αναγνωσμάτων. Γιατί οι άνθρωποι θα σκέφτονταν, «τι, να γράψουμε σενάρια που ο ήρωας δεν είναι ξεκάθαρα «καλός»; Που παλεύει να βρει την ταυτότητα του και να χαράξει στο τέλος ένα δρόμο δικό του, κι όχι από αυτούς που ήδη είναι έτοιμοι και χιλιοπερπατημένοι; Και ποιος θα το διαβάσει αυτό;» Κι όμως. Και η ιστορία βρέθηκε και ο κατάλληλος ήρωας, αλλά και το ιδανικό σκίτσο! Κι όχι μόνο αυτό, αλλά ο «γιός του παράνομου», ακόμη κι αν μπήκε σε μια σειρά κόμικς που χάθηκαν πολύ γρήγορα από μπροστά μας, από την βιασύνη μας να μεγαλώσουμε, ή από την αντίστοιχη του εκδότη να πάει παρακάτω, έμεινε με κάποιο περίεργο τρόπο σε κάποια σακούλα πλαστική και πριν μερικά χρόνια, σε ένα καθάρισμα της αποθήκης, έπεσε στο δάπεδο. Ξαφνικά ήταν ξανά μπροστά μου, φέρνοντας στο νου την πρώτη φορά που διάβασα την ιστορία του. Ήταν ξανά τυλιγμένος με σκόνη, όπως στις σελίδες εκείνες του «Πιστολέρος». Έμοιαζε σα να μην είχε περάσει ούτε δευτερόλεπτο από τα πρωτοβρόχια του 1973, τότε που πέρασε στα χέρια μου για να αφηγηθεί την δική του πάλη και τα δικά του ιδανικά. Σαν να ανταμώνουν δύο φίλοι, που πέρασαν μαζί πολλά, έζησαν έντονα συναισθήματα και ανακάλυψαν αξίες και έννοιες. Αυτά μου ήρθαν στο νου, στη θέα του έγχρωμου εξώφυλλου(το …demo των εκδοτών μας τότε…), με τον σκληροτράχηλο καουμπόι ντυμένο με χειμωνιάτικα ρούχα, να έχει τραβήξει το κολτ του. Χαμογέλασα με σφιχτά χείλη, προσπαθώντας να κάνω την γκριμάτσα του, όπως εκείνο το μακρινό πια Σεπτέμβρη, ένα απόγευμα του οποίου με είχε βρει να τραβάω περίστροφο στον καθρέφτη!

Γιώργος Κοσκινάς

Τα πιο πάνω κείμενο υπογράφεται από τον Γιώργο Κοσκινά και είναι προστατευμένο και κατοχυρωμένο πνευματικά. Οποιαδήποτε αντιγραφή μερική ή ολική χωρίς την συγκατάθεση του δημιουργού, επισύρει τις προβλεπόμενες από το νόμο κυρώσεις.

Διαβάστε και τις υπόλοιπες, αποκλειστικές πρό – δημοσιεύσεις, ειδικά για τους αναγνώστες και τα μέλη του Comics Trades, στην υπό – κατηγορία «ΙΣΤΟΡΙΕΣ & ΤΕΥΧΗ».

http://wp.me/PKxow-1j2