Category Archives: Διηγήματα

Λεμονανθός

lemonanthos 3

Τα κουρασμένα χέρια κινήθηκαν προς τις βαριές εκείνες μορφές βιβλίων με τις φθαρμένες ράχες, που μετρούσαν ακούραστα αναγνώστες και στιγμές. Φρουροί της γνώσης, στυλοβάτες ιδανικών, συνοδοιπόροι στα μαγικά ταξίδια του νου, στέκονταν υπομονετικά δίνοντας αξία στη σιωπή. Ο ηλικιωμένος έσφιξε στα δάχτυλά του ένα τέτοιο χάρτινο πιθάρι λαμπερών στιγμών του ανθρώπινου πνεύματος. Μια μαύρη, επιβλητική όψη, ξεχώρισε από το ξύλινο ράφι. “Εκτόρ Μαλό – Χωρίς Οικογένεια”…

Το ανεπαίσθητο τρεμούλιασμα σκόρπισε μικρές αντανακλάσεις στη χρυσαφιά γραμματοσειρά. Ένα αόρατο καθρεφτάκι που διαχέει φως, σκορπίζει ηλιαχτίδες, λιώνει τις χιονισμένες μνήμες στις βουνοκορφές και αφήνει την ομορφιά των στιγμών να ξεπροβάλει λυτρωτικά. Η κιτρινισμένη φωτογραφία με τα “δοντάκια” πέταξε στο πρώτο άνοιγμα των σελίδων. Σαν λαβωμένη αγριόχηνα, άνοιξε μάταια τα φτερά της για να πετάξει μακριά. Με μια μετέωρη, χαμένη ισορροπία, αναποδογύρισε και προσγειώθηκε νικημένη μπροστά από τη βιβλιοθήκη. Δίπλα ακριβώς απ’ την παντόφλα του άνδρα. Εκείνος έσκυψε σχεδόν μηχανικά, με ένα αντανακλαστικό ανεξήγητο, για να ακουμπήσει άθελά του μια ακόμη θολή ανταύγεια της νιότης. Από κείνες που θαρρείς παίζουν κρυφτούλι στου μυαλού τους διαδρόμους. Την έπιασε προσεκτικά από τη μια της γωνιά και την έφερε κοντά στο φως του πορτατίφ. Ο χρόνος την αδικούσε, της έκλεβε το χρώμα, την έκανε να μοιάζει με πλάσμα που ζει στο σούρουπο. Τρία παιδιά γελούσαν στο φακό με περίσσιο καμάρι, κρατώντας στα χέρια την ψαριά του το καθένα. Αμούστακα πρόσωπα, άγουρη νιότη, χρόνια γεμάτα σκιρτήματα στην καρδιά…

—Πατέρα; Τι συμβαίνει; Κλαις;

Πατήστε εδώ για να διαβάσετε τη συνέχεια

«Το πιο λαμπερό στολίδι»

Το παρακάτω κείμενο, αποτελεί μέρος του βιβλίου «Κόμικς & Γιρλάντες» και δημοσιεύεται στο Comics Trades με την μορφή προ – δημοσίευσης σε αποκλειστικότητα, με την συγκατάθεση του δημιουργού και του εκδότη. Είναι κατοχυρωμένο πνευματικά στον δημιουργό. Κάθε μορφή αναδημοσίευσης του, μέρους ή ολόκληρου, καθώς και των φωτογραφιών που περιέχει, τις προερχόμενες από το προσωπικό αρχείο του δημιουργού, επισύρει τις προβλεπόμενες από το νόμο σχετικές κυρώσεις, περί καταπάτησης πνευματικής ιδιοκτησίας. Μάρτιος 1993 – νομοθετική διάταξη υπ` αριθμόν 2121.

© 2012 Γιώργος Σ. Κοσκινάς

Θυμάμαι την κυρά – Ειρήνη, καθισμένη στην μικρή εσωτερική αυλή του σπιτιού, πλάι στους περιστερώνες της. Έφτιαχνε τα κλουβιά, τάιζε τα περιστέρια, τα φρόντιζε. Σου έδινε την εντύπωση πως όσο κρατούσε αυτή η ασχολία, ηρεμούσε το μυαλό της, γαλήνευε. Έμοιαζε σαν να έμπαινε σε ένα άλλο κόσμο, δικό της. Εκεί που δεν υπήρχε η καθημερινότητα να της ροκανίζει τα σωθικά, όπως όλων μας. Οι δουλειές του σπιτιού, η ανατροφή των δύο γιών της. Οι καυγάδες και οι κακίες, που τρύπωναν σαν σαράκι και ροκάνιζαν τις στιγμές, τις έπνιγαν σε μια απογοήτευση. Απραγματοποίητα όνειρα, χαμένες ελπίδες. Εικόνες που πλάθαμε όλοι, ιδανικές,  που θα` μεναν στο νου, έπειτα από την σύγκρουση με την σκληράδα της ζωής. Απωθημένα, που χαράζουν τα πρόσωπα και τις καρδιές. Κάνουν τον καθένα να οπισθοχωρεί στο καβούκι του. Να κλείνεται για να είναι ασφαλής , για να διαφυλάξει όσα μπορεί περισσότερα, από κείνα που κράτησε μέσα του.

Η κυρά – Ειρήνη ήταν ένας κλειστός άνθρωπος. Με χαρακτηριστικά τραχιά, αυστηρά. Δεν σου άφηνε περιθώρια για ερωτήσεις, ούτε καν για παιδικά «γιατί». Δεν άκουγε δικαιολογίες, δεν μετρούσε κλάματα. Ήταν θα` λεγα ψημένη σε έναν άλλο φούρνο. Ο δικός της πηλός ήταν διαφορετικός,  απ` αυτό των βόλων μας. Πιο δύσκαμπτος, πιο σκληρός. Έτσι περνούσαν οι χειμώνες, με τις φωνές και τις γκρίνιες, τα χαμόγελα και τα πειράγματα, σε μια ρόδα χαλασμένου κάρου. Γύριζε μαζί με μας, μας κουβαλούσε όταν κουραζόμασταν, σταματούσε στις ανηφόρες και πάλι έμενε εκεί, έξω από την αυλή. Ο Πάνος και ο Νίκος, οι δύο της γιοί, ήταν οι αρχηγοί της γειτονιάς. Απ` αυτούς ξεκινούσε το παιγνίδι και σ` αυτούς τελείωνε. Όταν άνοιγαν τα παραθυρόφυλλα του σπιτιού τους, αυτά που έβλεπαν στην αλάνα, ξέραμε ότι είχε μπει ο επίλογος για κείνη τη μέρα. Όπως ξέραμε και ποιού πρόσωπο θα εμφανίζονταν στο άνοιγμα τους.

Ήταν οι εποχές του διωγμού των κόμικς και της κόμικς – απαγόρευσης μας. Εκατοντάδες τέτοια χάρτινοι προορισμοί, στην αχαρτογράφητη γη της φαντασίας μας, χάνονταν στα σκουπίδια, καίγονταν σε Κυριακάτικες φωτιές, σχίζονταν μπροστά μας, όταν αργούσαμε να διαβάσουμε τα μαθήματα, ή γυρίζαμε αργότερα από την επιτρεπτή ώρα. Η κυρά Ειρήνη, τα είχε βάλει μαζί τους και δεν άφηνε ποτέ να γίνουν έστω 3 ή 4. Μόλις τα έβλεπε, τα πέταγε αμέσως. Ήθελε οι γιοί της να προκόψουν. Να μάθουν γράμματα, να γίνουν κάτι στη ζωή τους. Κι εκείνα τα περιοδικά, ευθύνονταν για τους χαμηλούς βαθμούς και την ντροπή που γεννούσαν τα λόγια του δασκάλου, μέσα της. Αλλάζαμε τεύχη μεταξύ μας, ειδικά με τον Νίκο, αλλά τα δικά μου δύσκολα τα έβλεπα να επιστρέφουν. Συνήθως μου` λεγε απολογητικά ένα «συγνώμη» και έσκυβε το κεφάλι κάτω.

Το Δεκέμβρη του 1970, ενώ πήγαιναν παραδοσιακά στο χωριό τους για τις ημέρες των εορτών, αυτή τη φορά έμειναν στη γειτονιά. Πλησίαζαν οι μέρες των Χριστουγέννων. Ήταν προπαραμονή. Μέσα στη φτώχια και την ανέχεια εκείνων των χρόνων, όλοι έκαναν ότι μπορούσαν για να δείξουν μια άλλη πλευρά. Πιο χαρούμενη. Στόλιζαν τα σπίτια, γέμιζαν τα καντούνια μυρωδιές από σπιτικά γλυκά. Όλων τα πρόσωπα έπαιρναν κάτι από τη γιορτινή λάμψη. Γλύκαιναν, γίνονταν πιο φιλικοί, πιο καλοσυνάτοι, πιο φιλόξενοι. Συγχωρούσαν πιο εύκολα. Λίγες μέρες πριν, είχα αποκτήσει ένα τεύχος «Μεγάλου Μπλέκ». Περισσότερες σελίδες από το εβδομαδιαίο, μεγαλύτερο σχήμα, πιο χορταστικό και πολύ δύσκολο να έρθει στα χέρια μας, με την τιμή των δέκα δραχμών τότε. Το είχα δανείσει στον Νίκο και περίμενα να το διαβάσω ξανά. Θα ήταν μια μικρή απόλαυση, γύρω από τα λαμπάκια του Χριστουγεννιάτικου δέντρου, καθώς αναβόσβηναν. Αυτό σκέφτηκα και παρά τον φόβο που τρύπωνε μέσα μου, μήπως το είχε πετάξει η μητέρα του, έκλεισα πίσω μου την εξώπορτα και κίνησα για να το ζητήσω.

Μουδιασμένος, δίχως να μπορώ να αρθρώσω λέξη, σαν κάποιος να μου` χε κλείσει το στόμα, ένα αόρατο χέρι και με μια κρυάδα στα γόνατα, γύρισα και βγήκα από το μικρό σαλόνι. «Το πέταξα. Να μη του ξαναδώσεις άλλα, γιατί θα τα πετάξω κι αυτά.» Λόγια που έμοιαζαν να έχουν καρφωθεί στα αυτιά μου και σαν αντίλαλος, να σφυρίζουν διαρκώς. Βγήκα στον παγωμένο αέρα και κοίταξα πάνω από τα σπίτια, όσο πήγαινε το βλέμμα μου. Το σούρουπο κατέβαινε νωχελικά, βαριεστημένα και λίγο μελαγχολικό.  Αμίλητος και χαμένος στις σκέψεις μου, κάθισα στον καναπέ, δίπλα στο μικρό μας δέντρο. Δεν ήθελα να πω τίποτα στους δικούς μου, τέτοιες μέρες να` χουμε γκρίνιες και καυγάδες. Μ` όλα αυτά στο κεφάλι, ξημέρωσε η επόμενη μέρα. Παραμονή. Μέρα γεμάτη από τη μαγεία της προσμονής, για τα δώρα. Μια μέρα με αισιοδοξία, χαμόγελα και παντού «καλά παιδιά»!

Μαζεμένοι γύρω από την σόμπα, συγγενείς και λίγοι φίλοι, όλοι μαζί στριμωγμένοι σε ένα μικρό δωμάτιο, με τις ανάσες μας να χτυπάνε η μια την άλλη, τρανταχτά γέλια και ποτήρια να τσουγκρίζουν. Μια ατμόσφαιρα οικεία και ζεστή, που μηδένιζε τις αποστάσεις και έδιωχνε μακριά όσα μας χώριζαν. Έστω και για λίγο. Για ένα βράδυ. Το ραδιόφωνο έπαιζε μουσικές από μεγάλες ορχήστρες. Paul Mauriat, James Last. Τα μελομακάρονα είχαν μεγάλο σουξέ. Οι κολακείες πήγαιναν και έρχονταν, οι μικροί ανοίγαμε χαρτιά περιτυλίγματος εορταστικά και λερώναμε τα ρούχα μας στο δάπεδο. Το δικό μου μυαλό ταξίδευε σε κείνο το τεύχος «Μεγάλου Μπλέκ», με τα κατορθώματα του κυνηγού και της παρέας του. Εκείνο που έδωσα στο Νίκο και που χάθηκε στη μανία της μητέρας του, θυσία σε κάποια αταξία. Κρατούσα το πλαστικό εκείνο καλαμάκι, με τα μικροσκοπικά ζαχαρωτά μέσα, όταν άκουσα το χτύπημα στο τζάμι της πόρτας.

«Ποιος να` ναι τέτοια ώρα;», αναρωτήθηκαν οι μεγάλοι. Νομίζω ότι ήταν η μητέρα μου, αυτή που πήγε να ανοίξει. Μου είναι αδύνατον να περιγράψω πως ένοιωσα, στη θέα της κυρά – Ειρήνης… Ήταν σαν κάποιος να είχε ακούσει ότι σκεφτόμουν. Να είχε μπει μέσα μου και να αισθάνονταν τους χτύπους της καρδιάς μου. Να` βλεπε τον πόθο μου… «Δεν θα καθίσω, Μαρία. Ήρθα για δώσω αυτό το περιοδικό στο γιό σου. Το ξέχασε σπίτι και … και μπορεί να το θέλει να το διαβάσει». Η χαρά μου πρέπει να σηκώθηκε πριν από μένα! Με δυσκολία κρατιόμουν να μην φωνάξω! Η κυρά – Ειρήνη έφυγε αμέσως σχεδόν και σε λίγα δευτερόλεπτα κρατούσα ξανά στα χέρια μου, κάτι ανέλπιστο. Κάτι που είχα για χαμένο. Μετάνιωσα που δεν έτρεξα να την ευχαριστήσω. Ήταν κάτι που ποτέ δεν την είχα ικανή να κάνει. Το πρόσωπο της είχε θυμάμαι εκείνη τη γαλήνη, όπως τότε που φρόντιζε τα περιστέρια. Σαν κάτι όμορφο να την είχε κυριέψει. Μέρες μετά, εντελώς τυχαία, έμαθα από τον Νίκο ότι το περιοδικό το είχε πράγματι πετάξει και τότε… κούνησα με απλά το κεφάλι μου. «Ένα ακόμη στολίδι στο δέντρο», ψιθύρισα…  Το πιο λαμπερό. Κι είχα στο νου μου όταν τα` λεγα, τη γυαλάδα στα μάτια της κυρά  Ειρήνης…

Αποκλειστικά για το Comics Trades 2012 – 2013

Γιώργος Σ. Κοσκινάς

Άδεια Creative Commons
Αυτή η εργασία χορηγείται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 3.0 Μη εισαγόμενο .

ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΑ – ΜΠΛΕΚ ΝΕΑ ΠΕΡΙΟΔΟΣ / ΒΙΒΛΙΑΡΑΚΙ ΜΠΑΣΚΕΤ 1986

Μετά από 5 ολόκληρους μήνες, ολοκληρώνουμε το πρώτο μέρος του αφιερώματος μας, στα παραλειπόμενα της έκδοσης του Μπλεκ Νέας Περιόδου. Σήμερα, θα δείτε και θα θυμηθείτε οι παλιότεροι, κάποιους από τους παίκτες που σήκωσαν ψηλά την γαλανόλευκη, με την φανέλα της Εθνικής μας ομάδας μπάσκετ, στο αξέχαστο εκείνο Ευρωμπάσκετ της Αθήνας, το`87. Ένα χρόνο πριν, σχεδόν προφητικά θα λέγαμε, το Μπλεκ προσφέρει στους αναγνώστες ένα βιβλιαράκι 18 σελίδων, ένθετο με το τεύχος 315. Περιλαμβάνει πληροφορίες για τις ομάδες που απάρτιζαν την Α1 τότε. Είναι μια παρουσίαση τους, του ρόστερ και των δυνατοτήτων της κάθε μιας, συγχρόνως μια παρουσίαση και της Εθνικής μας ομάδας, αλλά κι ένα αφιέρωμα στο άθλημα. Δείτε πρόσωπα που άλλαξαν τον χάρτη όχι μόνον του δικού μας, αλλά και του Ευρωπαϊκού μπάσκετ, σε μια χρονιά – προάγγελο της μεγάλης πορείας του αντιπροσωπευτικού μας συγκροτήματος, που μας χάρισε τόσο μοναδικές στιγμές. Θα επιστρέψουμε με τα παραλειπόμενα της συγκεκριμένης έκδοσης, με τον καινούργιο χρόνο και με πολύ ακόμη υλικό, γεμάτο αναμνήσεις, όπως τα τμήματα του άλμπουμ ποδοσφαίρου, που κράτησε για μήνες και έγινε ένα από τα κορυφαία ένθετα του περιοδικού.

Μπορείτε να δείτε όλες τις σελίδες του σημερινού ένθετου, αλλά και όλα τα άρθρα του πρώτου με΄ρους, αυτού του αφιερώματος μας, εδώ.

Κολτ, κόμικς & ψωμοτύρι!

Τα χέρια του Ράσελ σμίχτηκαν σε μια ενωμένη γροθιά έτοιμη να σπάσει την μισοαμπαρωμένη πόρτα δίπλα του.Το συνοφρυωμένο του πρόσωπο δεν του μαρτυρούσε περισσότερα λεπτά καταπιεσμένου χρόνου μέσα στην ξύλινη,μισοερειπωμένη παράγκα του πατέρα του.Το κρακ που ακούστηκε πρόλαβε να υπάρξει πρώτα μέσα στην καθαρή του ματιά και μετά να συμβεί προκαλώντας με ακλόνητη σιγουριά τον λιγότερο πόνο που είχε αισθανθεί σ’ολάκερη την εντεκάχρονη ζωή του.


Η μυρωδιά του σάπιου ξύλου δίνει τη θέση της στο φρέσκο,δροσερό αεράκι καθώς τα πόδια του μικρού Ράσελ φτερουγίζουν προς την ελευθερία.Δεν τον νιάζουν πια τα ξεχαρβαλωμένα του παπούτσια ούτε το τσουχτερό κρύο που πηρουνιάζει τα νεανικά του κόκκαλα,το μόνο που λαχταράει να κάνει τώρα είναι να τρέξει στις όχθες του Μισισσιπή και να μην ξανακούσει ποτέ ξανά τις φωνές του γερο-Τζέρρυ Μάθιουσον,του ανθρώπου που τόσο δυσαναπλήρωτα γέμισε το κενό που του άφησαν οι γονιοί του.

Καθώς πιλαλάει με αχαλίνωτη ευδαιμονία πάνω στο ψηλό γρασίδι αγναντεύει την αγαπημένη του γωνιά με το παιδικό χεράκι του κατά μήκος του μετώπου του.Αμέσως τρέχει προς τα κει με το φυλλοκάρδι του να σιγοκαίει από χαρά!Έχει φτάσει στο δικό του,ολόδικό του βασίλειο και σκουπίζει τα βουρκωμένα ματάκια του,θες από χαρά,θες από το πρωινό αγιάζι,θες και τα δυό,το χαμογελάκι που λαμποκοπάει πάνω στο μουτράκι του τα λέει όλα!Αρχίζει να χοροπηδάει πάνω κάτω και κάθε φορά που τα ποδαράκια του δεν ακουμπούσαν το έδαφος ένιωθε πως τα χρυσολαμπυριστά του μαλλιά άγγιζαν τα σύννεφα!


Τα δαχτυλάκια του χουφτώνουν με λαχτάρα την τσέπη του παλτού του και χωρίς να μπορεί να βαστάξει άλλο τρυπώνει μέσα το χεράκι του και βγάζει από μέσα μια μπαγιάτικη μπάλλα από ψωμοτύρι.Μεμιάς το μέχρι πρότινος χαμογελαστό του βλέμμα βασιλεύει.Συλλογιέται τα ξέγνοιαστα απογέματα που ψάρευε μαζί με τον παππού του τον Μπαρτ.»Ψωμοτύρι Ράσελ!Το καλύτερο δόλωμα!»Πάντα αυτό του έλεγε και του ανακάτευε τα σγουρά,κατάξανθα μαλλιά του.Σφίγγει με όλη του τη δύναμη το ψωμοτύρι μέσα στη γροθιά του και το βάζει πάλι στην μικρή τσέπη του παλτού του χαϊδεύοντας το.Χωρίς να νιώθει την παραμικρή ενοχή που αρνείται το κάλεσμα από το κελάρυσμα του ποταμού βάζει τα χιλιογδαρμένα παπουτσάκια του να τον οδηγήσουν σ’ένα κοντινό,βράχινο μονοπατάκι.Σε λιγότερο από ένα λεπτό φτάνει μπροστά σ’ένα πεσμένο,ξερό,κούφιο κορμό δέντρου.Τρυπώνει ανυπόμονα το χεράκι του βαθιά μέσα στην γέρικη κουφάλα και βγάζει από μέσα της ένα μακρόστενο,ξύλινο κουτί,σπαργανωμένο μ’ένα κομμάτι παλιού τσουβαλιού.


Με μάτια που αστράφτουν και καρδιά έτοιμη να γίνει μύρια κομμάτια ξετυλίγει βιαστικά το παράξενο δέμα.Χραπ,το άνοιξε!Αμέσως ξεφυσάει με ανακούφιση βλέποντας το περιεχόμενό του κουτιού.Ένα παλιό,περίστροφο κόλτ βρίσκεται τοποθετημένο ανάμεσα σε δυο τεύχη του περιοδικού Famous Funnies.Ήταν δυο αντίτυπα του πρώτου,ολοκληρωμένου περιοδικού κόμικς της Αμερικής και μάλιστα ήταν το πρώτο τευχος!»Φύλαξέ τα όσο πιο καλά μπορείς Ράσελ!»του έλεγε χαμογελώντας ο παππούς του.Ο μικρούλης με τα μαλλιά αγγέλου βγάζει γρήγορα τα δύο περιοδικά και αφήνει μέσα το κόλτ.Μετά τοποθετεί το κουτί πάλι στον κορμό όπως το βρήκε.Το τσουχτερό κρύο δεν τον αγγίζει πια καθόλου.Βρίσκει μια απάνεμη πλαγιά και βουτάει τα μελλιά του ματάκια μέσα στα πολύχρωμα καρεδάκια.Ακούγοντας το κρώξιμο πουλιών ψηλά στον ουρανό νιωθει μια γαλήνη να τον συνεπαίρνει.Το ’35 που θα μπει σε λίγες ώρες θα είναι λιγότερο δυσβάσταχτο για την ψυχούλα του…