Category Archives: Theater

ΑΠ` ΤΟ ΣΑΝΙΔΙ ΣΤΟ ΠΑΝΙ – ΟΤΑΝ ΤΟ ΧΟΛΛΥΓΟΥΝΤ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕ ΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΣΕ ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΚΑΦΕ

Μια γνωριμία που αναδύει παλιό, καλά κλεισμένο άρωμα, σε κείνα τα περίεργα παλιομοδίτικα μπουκάλια. Κρατάει χρόνια αυτή η κολόνια. Η βιομηχανία του θεάματος, είχε αντλήσει για πρώτη φορά γοητεία, από τα κείμενα φωτισμένων συνανθρώπων, στα μέσα της δεκαετίας του`40. Δημιούργησε και διατήρησε μια σχέση μάλλον περίεργη, άλλοτε μεταφέροντας πιστά το κλίμα των σελίδων ενός βιβλίου, κι άλλοτε λειτουργώντας μέσα στα δικά της στενά πλαίσια, τα καθορισμένα από την εκτέλεση μιας παραγωγής και με την λογική της εξαργύρωσης της εκάστοτε προσπάθειας. Υπήρξαν πάλι φορές, που τα χειροκροτήματα των θεατών πολλαπλασιάστηκαν σαν αντίλαλος, περνώντας απ` το θέατρο στις αίθουσες προβολής, αποσπώντας κινηματογραφικά βραβεία.  Από το σανίδι στο πανί, κι απ` την σκηνή στην μεγάλη οθόνη. Μια διαδρομή που περικλείει στιγμές υποκριτικής λάμψης, ελεύθερο πνεύμα, διαύγεια και πληρότητα σκέψης, φιγούρες και σκιές, τον ήχο του ξύλου και τη μυρωδιά της υγρασίας. Ευγένιος Ο` Νήλ, Έρνεστ Χέμινγουεϊ, Γουίλιαμ Ίνγκ, Νήλ Σάιμον, Γουίλκι Κόλλινς, Τέννεση Ουίλιαμς, Έντουαρντ Άλμπι, Τζών Στάινμπεκ, Ιζαμπέλ Αλιέντε, Μίλαν Κούντερα, Πάολο Κοέλιο, Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές, είναι ελάχιστα από τα ονόματα των δημιουργών, τα έργα των οποίων ακολούθησαν την πιο πάνω διαδρομή, μειώνοντας την απόσταση από την αποδοχή του κοινού, ξεμακραίνοντας από την αρχική ανάγκη και ματιά του εμπνευστή. Είναι πολύ δύσκολο να βαδίσεις πλάι – πλάι, σ` αυτές τις περιπτώσεις.  Δεν συγχρονίζονται εύκολα τα βήματα. Οι απαιτήσεις διαφέρουν και αυξομειώνουν την απόσταση, μέσα σε ένα σκηνικό γεμάτο διαφορετικά κίνητρα, για τον κάθε διαβάτη.

Στην σειρά αυτή άρθρων, θα μας δοθεί η ευκαιρία να θυμηθούμε στιγμές αυτής της συνάντησης τεχνών. Η σειρά με την οποία παρουσιάζονται, δεν έχει να κάνει με αξιολόγηση, ούτε είναι χρονική, αλλά απλά με τον ρυθμό που μου έρχονται στο νου αυτές οι εικόνες.

Οι φιγούρες των καθημερινών δραμάτων, που εξελίσσονται στα χωράφια της οικονομικής ύφεσης και της ανθρώπινης εκμετάλλευσης το`30, αποτελούν την πρώτη ύλη ενός σπουδαίου λογοτέχνη, το έργο του οποίου ήταν αδύνατον να μην περάσει από τα βιβλία στην κινηματογραφική εικόνα. Και θα ήταν κρίμα, γιατί αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, δεν θα είχαμε την τύχη να ζήσουμε στιγμές απίστευτης υποκριτικής ομορφιάς, από τους πρωταγωνιστές, με πρώτο και καλύτερο τον αξέχαστο Χένρυ Φόντα(Henry Fonda). Το 1940 λοιπόν, την χρονιά που ξεκινάει ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, προβάλλεται το αριστούργημα του Τζών Στάινμπεκ(John Steinbeck) «Τα Σταφύλια της Οργής»(Grapes of Wrath). Ένας μεγάλος του παγκόσμιου σινεμά, ο Τζών Φόρντ(John Ford),κάθεται στην καρέκλα του σκηνοθέτη και καθοδηγεί με εκπληκτικό τρόπο, αφήνοντας πλάνα και ερμηνείες πίσω του, απ` αυτά που έγιναν σημεία αναφοράς, στην τέχνη που υπηρέτησε. Η 2oth Century Fox ανέθεσε στον μουσικοσυνθέτη του Άλφρεντ Χίτσκοκ την μουσική, κι ο Άλφρεντ Νιούμαν(Alfred Newman) αποδεικνύει τις πολλές πτυχές και τις διαστάσεις του ταλέντου του. Την παράσταση κλέβουν οι Τζαίην Ντάργουελ(Jane Darwell) και ο Τζών Κάρανταιν(John Carradine).

Στάινμπεκ και πάλι, σε ακόμη ένα αριστούργημα. Έχουν περάσει 15 χρόνια από την προβολή του “Grapes of Wrath”, όταν η Warner Brothers μεταφέρει δια χειρός Ηλία Καζάν, το βιβλίο του λογοτέχνη, «Ανατολικά της Εδέμ»(East of Eden). Το 1955 λοιπόν, διακρίνεται για πρώτη φορά το υποκριτικό ταλέντο ενός ειδώλου της νεολαίας, από αυτά που πλάθει η ανάγκη ύπαρξης πρότυπων και που βρίσκει τον τρόπο να πλασάρει η βιομηχανία του θεάματος, του Τζαίημς Ντήν(James Dean). Αν στον «Επαναστάτη χωρίς Αιτία»(Rebel without a cause) είχε απλά περάσει μπροστά απ` την κάμερα, εδώ στέκεται και αποδίδει έξοχα έναν απαιτητικό ρόλο, σ` αυτή την σύγκρουση χαρακτήρων και κόσμων. Η νεολαία βλέπει με ικανοποίηση, έναν αντισυμβατικό χαρακτήρα να χτίζεται και να συνεχίζει να αμφισβητεί το κατεστημένο. Είναι ο δικός της ήρωας, σ` αυτά που θα ήθελε εκείνη να περάσει προς τα έξω. Μαζί του, η Τζούλι Χάρις(Julie Harris), ιδανική σαν παρτενέρ και ο Ρέημοντ Μάσευ(Raymond Massey), που αν είχε κάνει καλύτερες επιλογές στην καριέρα του, θα άφηνε εποχή στην μεγάλη οθόνη. Το καστ συμπληρώνουν οι πολύ καλοί Μπέρλ Άιβς(Burl Ives) και ο καρατερίστας Τζό Βαν Φλήτ(John Van Fleet).

Το 1957, ο μεγάλος Ηλία Καζάν, επιχειρεί να διασκευάσει ένα θεατρικό του Γουίλιαμ Ίνγκ(William Inge), δίνοντας του άλλες διαστάσεις, ξεφεύγοντας από τις προσταγές και τις αυστηρές φόρμες της Warner Brothers, γνωρίζοντας στο πλατύ κοινό την δουλειά ενός σημαντικού δημιουργού. Ήταν από εκείνες τις φορές που η κάμερα ακολούθησε πιστά τις σελίδες, αφήνοντας τες να αναπνέουν σε κάθε πλάνο, δίχως περιορισμούς και επιτηδεύσεις. Έτσι γεννήθηκε ξανά το «Πυρετός στο Αίμα»(Splendor in the Grass), για να αναπλάσει μια σειρά ερωτικών προεκτάσεων και κοινωνικών κατεστημένων, στα χρόνια της δεκαετίας του`20. Οι Νάταλι Γούντ(Natalie Wood) και ο Γουώρεν Μπήτι(Warren Beatty), άρχισαν εδώ να αφήνουν στίγματα του υποκριτικού τους ταλέντου.

Δύο χρόνια μετά, το 1959, είναι η σειρά του Τένεση Ουίλιαμς(Tennessee Williams), να περάσει στο κινηματογραφικό πανί. Το τόσο κοντά σε κάθε εποχή έργο του, «Γλυκό πουλί της νιότης»(Sweet bird of youth), καταπιάνεται με την καταστροφή της ψυχής και την ψευδαίσθηση μιας επίγειας ομορφιάς, που δεν προσφέρει παρά μονάχα απατηλές στιγμές ικανοποίησης και μιας φιλοδοξίας που πνίγεται στα νερά των άκρατου εγωισμού. Όταν όλα αυτά καταρρέουν και απομυθοποιούνται, ο νεαρός ζιγκολό μένει γυμνός από συναισθήματα, αιχμάλωτος μέσα στις επιλογές του, χαμένος στις λέξεις μέσα στις οποίες επέλεξε να κρυφτεί. Ένας ρόλος που δεν θα μπορούσε να βρει καλύτερο αποδέκτη, από τον Πώλ Νιούμαν(Paul Newman), που εδώ κάνει τα πρώτα του βήματα στον χώρο του θεάματος, με μια καταπληκτική ερμηνεία. Η Τζέραλντιν Πέητζ(Geraldine Page), είναι εξίσου εξαιρετική και στα μάτια της αντανακλάει αυτή σπίθα ελπίδας, που αφήνει ο Ουίλιαμς να υποβόσκει έντεχνα στο παρασκήνιο της έντασης. Η σκηνοθεσία είναι του Ρίτσαρντ Μπρούκς(Richard Brooks) και η παραγωγή της MGM.

Όταν ο Έντουαρτν Άλμπυ(Edward Albee), σκηνοθετούσε μια δίχως υποκριτικά όρια δική του δημιουργία, στον απόλυτο θεατρότοπο, το Broadway της δεκαετίας του `60, κανείς δεν φαντάζονταν την μακρινή λάμψη της διαχρονικότητας, που έρχονταν με μικρά βήματα. Το «Ποιος φοβάται την Βιρτζίνια Γούλφ»(Who`s afraid of Virginia Wolf), του 1962, κάθισε στην αναπαυτική θεατρική πολυθρόνα εκατοντάδες χιλιάδες θεατών, μέχρι που μάγεψε και στην κινηματογραφική οθόνη. Οι τέσσερεις χαρακτήρες του Άλμπι, που πάνω τους χτίζεται μια γλυκόπικρη ματιά της Αμερικάνικης εκδοχής του φεγγαριού, ζωντάνεψαν επί σκηνής με τις μορφές των Ελίζαμπεθ Ταίηλορ(Elizabeth Taylor), Ρτσαρντ Μπάρτον(Richard Burton), Τζώρτζ Σήγκαλ(George Segal) και της Σάντυ Ντένις(Sandy Dennis. Ο Άλεξ Νόρθ(Alex North), ανέλαβε να ντύσει με νότες μοναδικά, εκείνη την κινηματογραφική μεταφορά και ο Μάικ Νίκολς(Mike Nichols), επιμελήθηκε την σκηνοθεσία. Η Metro Goldwyn Meyer δεν μετάνιωσε ποτέ, για εκείνη της την επένδυση.

Καθώς γυρίζουν οι σελίδες του ημερολόγιου του 1967, ένα ακόμη αξέχαστο θεατρικό, του Νήλ Σάιμον (Neil Simon), αυτή τη φορά, βρίσκει μεγαλύτερες αίθουσες με περισσότερους θεατές και συναντάει την κάμερα του Μάικ Νίκολς. Είναι το «Ξυπόλητοι στο Πάρκο»(Barefoot on the Park), με την έξυπνη προσέγγιση των καθημερινών αποστάσεων, που τρυπώνουν και δημιουργούνται στα κενά της καθημερινότητας, φθείροντας τις ανθρώπινες σχέσεις. Στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, δύο μετέπειτα μεγάλα ονόματα της έβδομης τέχνης, οι Ρόμπερτ Ρέτφορντ(Robert Redford) και Τζαίην Φόντα(Jane Fonda). Η ταινία εκπροσωπεί ένα ακόμη Αμερικάνικο εργοστάσιο παραγωγής ονείρων, την Paramount Pictures και σημαδεύει την πορεία ενός σημαντικού μουσικοσυνθέτη, του Neil Hefti.

Συνεχίζεται…