Αρχεία Ιστολογίου

Τα αυτοκινητάκια της JOY-TOY

JOYTOY (11)

Σίγουρα όλοι θυμάστε τα αυτοκινητάκια JOY-TOY και τα αξεσουάρ, που είχαν στις συσκευασίες τους, όπως σήματα τροχαίας, φανάρια κυκλοφορίας, κώνους, αντλίες βενζίνης κ.ο.κ. Μάλιστα, το φανάρι της τροχαίας, με την μετακίνηση ενός πλαστικού, έδινε την εντύπωση, πως άλλαζε χρώμα από πράσινο σε κόκκινο φώς.

Τα αυτοκινητάκια JOY-TOY ήταν προσιτά στα παιδικό κοινό στην Ελλάδα και λόγω της χαμηλής τιμής τους, αλλά και λόγω του γεγονότος ότι πουλιόνταν σε πάρα πολλά σημεία, όπως περίπτερα, ψιλικατζίδικα κ.λ.π. και έτσι μπορούσαμε να τα αγοράζουμε με το χαρτζιλίκι μας χωρίς την μεσολάβηση των γονέων.

Η Ελληνική εταιρία παιχνιδιών Joy-Toy των αδελφών Βιδάλη δραστηριοποιήθηκε στα τέλη του 1960 έως περίπου τις αρχές της δεκαετίας του 1990, παράγοντας παιχνίδια πολύ καλής ποιότητας.

Τα είδη της σταμάτησαν να παράγονται κατά την δεκαετία του 1990, μάλλον λόγω της αδυναμίας να ανταγωνισθούν τα εισαγόμενα κινέζικα ή ευρωπαϊκά παιχνίδια. Μία ακόμη ελληνική εταιρεία που έπεσε θύμα της παγκοσμιοποίησης.

Η κύρια παραγωγή της ήταν πλαστικά αυτοκινητάκια σε διάφορες κλίμακες, από 1:43 έως και 1:87. Κατασκεύαζε επίσης και άλλα παιχνίδια, που είχαν σχέση με τα αυτοκινητάκια, όπως κτίρια και γέφυρες. Υπήρχαν φορτηγά, κούρσες, αγωνιστικά, αλλά και στρατιωτικά. Τα χρώματά τους ήταν πολύ όμορφα και χαρούμενα. Ίσως το γεγονός πως η καμπίνα των φορτηγών ήταν σε διαφορετικό χρώμα από την καρότσα να μείωνε τον ρεαλισμό, αλλά τα χρώματα έδιναν μία πολύ ευχάριστη όψη.

Τα αυτοκινητάκια της JOY-TOY θεωρούνται πια συλλεκτικά είδη και βρίσκονται μόνο σε δημοπρασίες, όπως στο e-Bay, σε τιμές όμως πολύ υψηλότερες από τις αρχικές τους. Ένα αυτοκινητάκι που έκανε 3 € μπορεί να πουληθεί ακόμη και 20€, και εάν η συσκευασία είναι άθικτη, πολύ περισσότερο.

Ας δούμε τις φωτογραφίες για να τα θυμηθούμε.

Πατήστε εδώ για να δείτε τις υπόλοιπες φωτογραφίες

ΤΑ ΣΤΡΑΤΙΩΤΑΚΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΦΗΜΙΖΟΝΤΑΝ ΣΤΙΣ ΣΕΛΙΔΕΣ ΤΩΝ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΩΝ COMIC BOOKS

204_revolutionary_war_soldiers_set_lucky_products_ad_marvel_march_1980

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1950, μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 1980, βλέπαμε σε πολλά αμερικανικά comics τις κλασσικές τώρα πια διαφημίσεις, που με αντάλλαγμα λίγων δολαρίων προσέφεραν ένα ολόκληρο κιβώτιο με περισσότερα από 100 (συνήθως) στρατιωτάκια και ένα σωρό αξεσουάρ όπως άρματα, κανόνια, τζιπ, πλοία και αεροπλάνα.

Τα σετ αυτά τα πουλούσαν διάφορες εταιρείες, συχνά από ανώνυμες ταχυδρομικές θυρίδες, που χρησιμοποιούσαν όμως τις ίδιες εικόνες για τις διαφημίσεις τους.

Μερικές από αυτές τις διαφημίσεις (όπως π.χ. ή διαφήμιση των Ρωμαίων ή του πολέμου της ανεξαρτησίας) έγιναν από γνωστούς καλλιτέχνες κόμικς, όπως ο Russ Heath της DC.

Η προσφορά έμοιαζε φανταστική για τα μάτια ενός παιδιού, και μας έκανε να νοιώθουμε αδικημένοι εμείς (όσοι δεν κατοικούσαμε στις ΗΠΑ) που δεν μπορούσαμε να χαρούμε την δική μας έκδοση του αμερικανικού ονείρου.

Η θεματολογία ήταν τεράστια. Ρωμαίοι, Βίκινγκς, Αμερικανοί και Εγγλέζοι του πολέμου της ανεξαρτησίας, καουμπόηδες και Ινδιάνοι, Βόρειοι και Νότιοι, ιππότες, πειρατές και, φυσικά, σύγχρονοι Αμερικανοί στρατιώτες (GIs). Συνήθως το σετ περιελάμβανε «Flats» δηλαδή 2 διαστάσεων στρατιωτάκια και τα αξεσουάρ ήταν σε διαφορετική κλίμακα. Τα στρατιωτάκια ήταν φτιαγμένα από σκληρό αλλά λεπτό πλαστικό, πράγμα που οδηγούσε και σε μεγάλη απογοήτευση όσων παιδιών τα παραλάμβαναν. Τα τελευταία μόνο χρόνια οι νεότερες εκδόσεις ήταν από πλαστικό σε 3 διαστάσεις, όπως τα μικρά στρατιωτάκια της AIRFIX.

Ας αφήσουμε όμως τις εικόνες να μιλήσουν από μόνες τους.

Πατήστε εδώ για να δείτε τις υπόλοιπες εικόνες

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ

KL7

Αν κάτι μένει έντονα χαραγμένο από τις παιδικές μνήμες των κόμικς είναι η ανυπομονησία και η αγωνία να αγοράσουμε τα νέα τεύχη κάθε εβδομάδα. Βλέπετε, η εξασφάλιση των αναγκαίων χρημάτων δεν ήταν αυτονόητη και επιπλέον όταν τα βρίσκαμε τα ξοδεύαμε συχνά στην αγορά παλαιοτέρων τευχών που μας λείπανε και τα βλέπαμε να κρέμονται στα περίπτερα. Τι πόθους ανάβανε όλα αυτά τα περιοδικά και πόσες φορές τα προσπερνούσαμε χωρίς να μπορέσουμε να τα αποκτήσουμε! Επιπλέον, υπήρχε και ένας μεγάλος κίνδυνος, γιατί τα κόμικς εκείνα γνώριζαν πολλές φορές απηνή διωγμό στο οικογενειακό περιβάλλον, μιας και στην ελληνική κοινωνία εκείνων των χρόνων θεωρούνταν περιθωριακό ανάγνωσμα και έπρεπε να πεταχτούν εις το πυρ το εξώτερον.

MIK52

Φυσικά τα ακριβότερα κόμικς ήταν και τα πιο πολύτιμα. Ανάμεσά τους οι δυο εκδόσεις Ντίσνεϋ των πρώτων χρόνων, το μηνιαίο ΜΕΓΑΛΟ ΜΙΚΥ των 10 δραχμών και τα τριμηνιαία ΚΛΑΣΙΚΑ ΝΤΙΣΝΕΫ των 15 δραχμών. Ήταν Χριστούγεννα, και εγώ ήμουν 7 χρονών όταν κατάφερα να αποκτήσω για πρώτη φορά ένα τεύχος τού Μεγάλου Μίκυ. Η χαρά μου ανείπωτη, δεν μπορούσα να το χορτάσω. Κάθε τόσο και λιγάκι το έβγαζα από το συρτάρι μου, μόνο και μόνο για να το αντικρίσω. Πού να φανταστώ ότι θα ήταν το μοναδικό τεύχος τού περιοδικού που θα αποκτούσα σε όλη την παιδική ηλικία μου! Με το πέρασμα του χρόνου χάθηκε, δεν θυμάμαι πώς, και έτσι στερήθηκα μια από τις πιο γλυκές αναμνήσεις των παιδικών μου χρόνων, περιτυλιγμένη μάλιστα με την αίγλη των Χριστουγέννων. Ας επανέλθω, όμως, σε εκείνα τα Χριστούγεννα. Τότε ήταν, επίσης, που κυκλοφόρησε και το χριστουγεννιάτικο τεύχος τών Κλασικών Ντίσνεϋ. Ήταν το Νο. 7, και στο εξώφυλλο εικονιζόταν η οικογένεια Ντακ με ένα ψεύτικο τάρανδο σε πράσινο φόντο. Το έβλεπα στη διαφήμιση του εβδομαδιαίου Μίκυ Μάους και αναστατωνόμουν κάθε φορά. Δυστυχώς δεν μπόρεσα ποτέ να εξασφαλίσω τις 15 δρχ. για να το αποκτήσω. Τα χρόνια πέρασαν και πού να το φανταζόμουν ότι,35 χρόνια μετά, θα κατάφερνα να ξαναβρώ το χριστουγεννιάτικο τεύχος του Μεγάλου Μίκυ και να αγοράσω για πρώτη φορά τα Κλασικά Ντίσνεϋ της ίδιας περιόδου! Δυο αποκτήματα τόσο πολύτιμα για μένα, έστω και σε αυτήν πια την ηλικία!

(Τα εξώφυλλα του άρθρου προέρχονται από το greekcomics.gr, όπως έχουν αναρτηθεί στο I.N.D.U.C.K.S.)

Άδεια Creative Commons
Αυτή η εργασία χορηγείται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι
Παράγωγα Έργα 3.0 Μη εισαγόμενο
.

Περιοδικό του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού – Δεκέμβριος 1949

Σαν συνέχεια όλων των φετινών Χριστουγεννιάτικων άρθρων, τα οποία περιέχουν στο μεγαλύτερο τους μέρος αναμνήσεις άλλων χρόνων, έρχεται και αυτό εδώ. Ένα αρκετά διαφορετικό έντυπο, σαφώς δίχως κόμικς περιεχόμενο, αλλά με πάρα πολλά να θυμίσει. Ήταν το μηνιαίο «Περιοδικό του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού» και το τεύχος από το οποίο θα δείτε αποσπασματικές εικόνες, είναι του Δεκεμβρίου του 1949. Μόλις 4 χρόνια μετά την λήξη του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου και ενώ η χώρα ακόμη μετρούσε τις πληγές της, ο Ερυθρός Σταυρός με το σπουδαίο έργο του, συμμετέχει με τις δικές του δυνάμεις και δυνατότητες στην κοινωνική και ψυχική ανασυγκρότηση, όλων όσοι δεν μπορούσαν να αντεπεξέλθουν στις συνθήκες διαβίωσης και ήταν πολλοί εκείνοι.

Ο κ. Χρ. Παπαδόπουλος, που ηγείτο της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού, υπογράφει και την κυκλοφορία του τεύχους αυτού. Μέσα στο κλίμα των επερχόμενων Χριστουγέννων, το έντυπο έχει τροποποιήσει μέρος της ύλης του, όπως ήταν λογικό άλλωστε. Τα διηγήματα, τα ποιήματα, οι ύμνοι, τα διδάγματα, αλλά και οι σελίδες με τις δραστηριότητες του Ερυθρού Σταυρού για εκείνο τον μήνα, έχουν όλα τους μια χροιά έντονα φορτισμένη, συναισθηματικά. Είναι πολλά αυτά που φέρνουν στο νου και ειδικά σε όσους έζησαν εκείνα τα χρόνια. Δύσκολα χρόνια. Με στερήσεις και κακουχίες και με μια Ελληνική κοινωνία που δοκιμάζονταν. Το δε οπισθόφυλλο του περιοδικού, με τις παρτιτούρες του τραγουδιού «Στην Βηθλεέμ το σταύλο», είναι ίσως ο καλύτερος επίλογος, σε μια έκδοση που περικλείει μια ολόκληρη εποχή μέσα της…

Για το Comics Trades 2012-2013

Γιώργος Σ. Κοσκινάς

Άδεια Creative Commons
Αυτή η εργασία χορηγείται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 3.0 Μη εισαγόμενο .

«Το πιο λαμπερό στολίδι»

Το παρακάτω κείμενο, αποτελεί μέρος του βιβλίου «Κόμικς & Γιρλάντες» και δημοσιεύεται στο Comics Trades με την μορφή προ – δημοσίευσης σε αποκλειστικότητα, με την συγκατάθεση του δημιουργού και του εκδότη. Είναι κατοχυρωμένο πνευματικά στον δημιουργό. Κάθε μορφή αναδημοσίευσης του, μέρους ή ολόκληρου, καθώς και των φωτογραφιών που περιέχει, τις προερχόμενες από το προσωπικό αρχείο του δημιουργού, επισύρει τις προβλεπόμενες από το νόμο σχετικές κυρώσεις, περί καταπάτησης πνευματικής ιδιοκτησίας. Μάρτιος 1993 – νομοθετική διάταξη υπ` αριθμόν 2121.

© 2012 Γιώργος Σ. Κοσκινάς

Θυμάμαι την κυρά – Ειρήνη, καθισμένη στην μικρή εσωτερική αυλή του σπιτιού, πλάι στους περιστερώνες της. Έφτιαχνε τα κλουβιά, τάιζε τα περιστέρια, τα φρόντιζε. Σου έδινε την εντύπωση πως όσο κρατούσε αυτή η ασχολία, ηρεμούσε το μυαλό της, γαλήνευε. Έμοιαζε σαν να έμπαινε σε ένα άλλο κόσμο, δικό της. Εκεί που δεν υπήρχε η καθημερινότητα να της ροκανίζει τα σωθικά, όπως όλων μας. Οι δουλειές του σπιτιού, η ανατροφή των δύο γιών της. Οι καυγάδες και οι κακίες, που τρύπωναν σαν σαράκι και ροκάνιζαν τις στιγμές, τις έπνιγαν σε μια απογοήτευση. Απραγματοποίητα όνειρα, χαμένες ελπίδες. Εικόνες που πλάθαμε όλοι, ιδανικές,  που θα` μεναν στο νου, έπειτα από την σύγκρουση με την σκληράδα της ζωής. Απωθημένα, που χαράζουν τα πρόσωπα και τις καρδιές. Κάνουν τον καθένα να οπισθοχωρεί στο καβούκι του. Να κλείνεται για να είναι ασφαλής , για να διαφυλάξει όσα μπορεί περισσότερα, από κείνα που κράτησε μέσα του.

Η κυρά – Ειρήνη ήταν ένας κλειστός άνθρωπος. Με χαρακτηριστικά τραχιά, αυστηρά. Δεν σου άφηνε περιθώρια για ερωτήσεις, ούτε καν για παιδικά «γιατί». Δεν άκουγε δικαιολογίες, δεν μετρούσε κλάματα. Ήταν θα` λεγα ψημένη σε έναν άλλο φούρνο. Ο δικός της πηλός ήταν διαφορετικός,  απ` αυτό των βόλων μας. Πιο δύσκαμπτος, πιο σκληρός. Έτσι περνούσαν οι χειμώνες, με τις φωνές και τις γκρίνιες, τα χαμόγελα και τα πειράγματα, σε μια ρόδα χαλασμένου κάρου. Γύριζε μαζί με μας, μας κουβαλούσε όταν κουραζόμασταν, σταματούσε στις ανηφόρες και πάλι έμενε εκεί, έξω από την αυλή. Ο Πάνος και ο Νίκος, οι δύο της γιοί, ήταν οι αρχηγοί της γειτονιάς. Απ` αυτούς ξεκινούσε το παιγνίδι και σ` αυτούς τελείωνε. Όταν άνοιγαν τα παραθυρόφυλλα του σπιτιού τους, αυτά που έβλεπαν στην αλάνα, ξέραμε ότι είχε μπει ο επίλογος για κείνη τη μέρα. Όπως ξέραμε και ποιού πρόσωπο θα εμφανίζονταν στο άνοιγμα τους.

Ήταν οι εποχές του διωγμού των κόμικς και της κόμικς – απαγόρευσης μας. Εκατοντάδες τέτοια χάρτινοι προορισμοί, στην αχαρτογράφητη γη της φαντασίας μας, χάνονταν στα σκουπίδια, καίγονταν σε Κυριακάτικες φωτιές, σχίζονταν μπροστά μας, όταν αργούσαμε να διαβάσουμε τα μαθήματα, ή γυρίζαμε αργότερα από την επιτρεπτή ώρα. Η κυρά Ειρήνη, τα είχε βάλει μαζί τους και δεν άφηνε ποτέ να γίνουν έστω 3 ή 4. Μόλις τα έβλεπε, τα πέταγε αμέσως. Ήθελε οι γιοί της να προκόψουν. Να μάθουν γράμματα, να γίνουν κάτι στη ζωή τους. Κι εκείνα τα περιοδικά, ευθύνονταν για τους χαμηλούς βαθμούς και την ντροπή που γεννούσαν τα λόγια του δασκάλου, μέσα της. Αλλάζαμε τεύχη μεταξύ μας, ειδικά με τον Νίκο, αλλά τα δικά μου δύσκολα τα έβλεπα να επιστρέφουν. Συνήθως μου` λεγε απολογητικά ένα «συγνώμη» και έσκυβε το κεφάλι κάτω.

Το Δεκέμβρη του 1970, ενώ πήγαιναν παραδοσιακά στο χωριό τους για τις ημέρες των εορτών, αυτή τη φορά έμειναν στη γειτονιά. Πλησίαζαν οι μέρες των Χριστουγέννων. Ήταν προπαραμονή. Μέσα στη φτώχια και την ανέχεια εκείνων των χρόνων, όλοι έκαναν ότι μπορούσαν για να δείξουν μια άλλη πλευρά. Πιο χαρούμενη. Στόλιζαν τα σπίτια, γέμιζαν τα καντούνια μυρωδιές από σπιτικά γλυκά. Όλων τα πρόσωπα έπαιρναν κάτι από τη γιορτινή λάμψη. Γλύκαιναν, γίνονταν πιο φιλικοί, πιο καλοσυνάτοι, πιο φιλόξενοι. Συγχωρούσαν πιο εύκολα. Λίγες μέρες πριν, είχα αποκτήσει ένα τεύχος «Μεγάλου Μπλέκ». Περισσότερες σελίδες από το εβδομαδιαίο, μεγαλύτερο σχήμα, πιο χορταστικό και πολύ δύσκολο να έρθει στα χέρια μας, με την τιμή των δέκα δραχμών τότε. Το είχα δανείσει στον Νίκο και περίμενα να το διαβάσω ξανά. Θα ήταν μια μικρή απόλαυση, γύρω από τα λαμπάκια του Χριστουγεννιάτικου δέντρου, καθώς αναβόσβηναν. Αυτό σκέφτηκα και παρά τον φόβο που τρύπωνε μέσα μου, μήπως το είχε πετάξει η μητέρα του, έκλεισα πίσω μου την εξώπορτα και κίνησα για να το ζητήσω.

Μουδιασμένος, δίχως να μπορώ να αρθρώσω λέξη, σαν κάποιος να μου` χε κλείσει το στόμα, ένα αόρατο χέρι και με μια κρυάδα στα γόνατα, γύρισα και βγήκα από το μικρό σαλόνι. «Το πέταξα. Να μη του ξαναδώσεις άλλα, γιατί θα τα πετάξω κι αυτά.» Λόγια που έμοιαζαν να έχουν καρφωθεί στα αυτιά μου και σαν αντίλαλος, να σφυρίζουν διαρκώς. Βγήκα στον παγωμένο αέρα και κοίταξα πάνω από τα σπίτια, όσο πήγαινε το βλέμμα μου. Το σούρουπο κατέβαινε νωχελικά, βαριεστημένα και λίγο μελαγχολικό.  Αμίλητος και χαμένος στις σκέψεις μου, κάθισα στον καναπέ, δίπλα στο μικρό μας δέντρο. Δεν ήθελα να πω τίποτα στους δικούς μου, τέτοιες μέρες να` χουμε γκρίνιες και καυγάδες. Μ` όλα αυτά στο κεφάλι, ξημέρωσε η επόμενη μέρα. Παραμονή. Μέρα γεμάτη από τη μαγεία της προσμονής, για τα δώρα. Μια μέρα με αισιοδοξία, χαμόγελα και παντού «καλά παιδιά»!

Μαζεμένοι γύρω από την σόμπα, συγγενείς και λίγοι φίλοι, όλοι μαζί στριμωγμένοι σε ένα μικρό δωμάτιο, με τις ανάσες μας να χτυπάνε η μια την άλλη, τρανταχτά γέλια και ποτήρια να τσουγκρίζουν. Μια ατμόσφαιρα οικεία και ζεστή, που μηδένιζε τις αποστάσεις και έδιωχνε μακριά όσα μας χώριζαν. Έστω και για λίγο. Για ένα βράδυ. Το ραδιόφωνο έπαιζε μουσικές από μεγάλες ορχήστρες. Paul Mauriat, James Last. Τα μελομακάρονα είχαν μεγάλο σουξέ. Οι κολακείες πήγαιναν και έρχονταν, οι μικροί ανοίγαμε χαρτιά περιτυλίγματος εορταστικά και λερώναμε τα ρούχα μας στο δάπεδο. Το δικό μου μυαλό ταξίδευε σε κείνο το τεύχος «Μεγάλου Μπλέκ», με τα κατορθώματα του κυνηγού και της παρέας του. Εκείνο που έδωσα στο Νίκο και που χάθηκε στη μανία της μητέρας του, θυσία σε κάποια αταξία. Κρατούσα το πλαστικό εκείνο καλαμάκι, με τα μικροσκοπικά ζαχαρωτά μέσα, όταν άκουσα το χτύπημα στο τζάμι της πόρτας.

«Ποιος να` ναι τέτοια ώρα;», αναρωτήθηκαν οι μεγάλοι. Νομίζω ότι ήταν η μητέρα μου, αυτή που πήγε να ανοίξει. Μου είναι αδύνατον να περιγράψω πως ένοιωσα, στη θέα της κυρά – Ειρήνης… Ήταν σαν κάποιος να είχε ακούσει ότι σκεφτόμουν. Να είχε μπει μέσα μου και να αισθάνονταν τους χτύπους της καρδιάς μου. Να` βλεπε τον πόθο μου… «Δεν θα καθίσω, Μαρία. Ήρθα για δώσω αυτό το περιοδικό στο γιό σου. Το ξέχασε σπίτι και … και μπορεί να το θέλει να το διαβάσει». Η χαρά μου πρέπει να σηκώθηκε πριν από μένα! Με δυσκολία κρατιόμουν να μην φωνάξω! Η κυρά – Ειρήνη έφυγε αμέσως σχεδόν και σε λίγα δευτερόλεπτα κρατούσα ξανά στα χέρια μου, κάτι ανέλπιστο. Κάτι που είχα για χαμένο. Μετάνιωσα που δεν έτρεξα να την ευχαριστήσω. Ήταν κάτι που ποτέ δεν την είχα ικανή να κάνει. Το πρόσωπο της είχε θυμάμαι εκείνη τη γαλήνη, όπως τότε που φρόντιζε τα περιστέρια. Σαν κάτι όμορφο να την είχε κυριέψει. Μέρες μετά, εντελώς τυχαία, έμαθα από τον Νίκο ότι το περιοδικό το είχε πράγματι πετάξει και τότε… κούνησα με απλά το κεφάλι μου. «Ένα ακόμη στολίδι στο δέντρο», ψιθύρισα…  Το πιο λαμπερό. Κι είχα στο νου μου όταν τα` λεγα, τη γυαλάδα στα μάτια της κυρά  Ειρήνης…

Αποκλειστικά για το Comics Trades 2012 – 2013

Γιώργος Σ. Κοσκινάς

Άδεια Creative Commons
Αυτή η εργασία χορηγείται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 3.0 Μη εισαγόμενο .