Category Archives: News

ΤΟ ΜΙΚΥ ΜΑΟΥΣ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ!

MM2462

Και ξαφνικά, εκεί που το είχαμε ξεγράψει, να σου ένας παλιός γνώριμος και πάλι στα περίπτερα!

Νέα ημέρα κυκλοφορίας (Τρίτη), νέα όψη, νέο μέγεθος (164 σελίδες, σχεδόν όσο το Topolino), αλλά και νέα, δυστυχώς, τιμή (€2,40). Το τεύχος ξεκινά πανηγυρικά με Casty στο εξώφυλλο και στο σενάριο της πρώτης ιστορίας, οπότε θα μου επιτρέψετε να σταματήσω να γράφω εδώ και να σπεύσω να το διαβάσω!

Ελπίζω αύριο να έχω έτοιμη και την παρουσίαση, που είναι και μεγάλο, το άτιμο το τεύχος! Μέχρι τότε, καλή μας ανάγνωση!

Άδεια Creative Commons
Αυτή η εργασία χορηγείται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 3.0 Μη εισαγόμενο.

ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ΤΕΥΧΗ ΚΟΜΙΚΣ 22. «ΛΟΥΚΥ ΛΟΥΚ» ΤΕΥΧΟΣ 38 «ΤΟ ΚΑΝΥΟΝ ΤΩΝ ΑΠΑΤΣΙ»

Η αξία, αυτή που δίνουμε σε όσα μας περιβάλλουν, είτε είναι στιγμιότυπα με την μορφή αντικειμένων που κρύβουν μνήμες, είτε όλα όσα επιλέγουμε να αποτελούν τους θησαυρούς μας, τροφή στη φαντασία με χρυσές αμμουδιές και κατακόκκινα κοράλλια, είναι πάντοτε στηριγμένη στο δεκανίκι μιας άτυπης βαθμολογίας, με κριτήρια την αντοχή στο χρόνο, τα ταξίδια στα νεφελώδη, ανεξερεύνητα σύμπαντα, το πόσο γρήγορα μπορούν να καλυφθούν στο καβούκι τους, όταν ξεμυτίζει η πρώτη φοβέρα. Αυτές οι αξίες είναι γραμμένες με ανεξίτηλο μελάνι και φανερώνονται με λίγες σταγόνες λεμόνι. Είναι τα προσεχτικά κρυμμένα απωθημένα, όσα έμειναν σκέψεις, αυτές οι βουτιές στη μπάλα που δεν έφεραν αποτέλεσμα. Δεν την εμπόδισαν να περάσει τη νοητή γραμμή του τέρματος, αυτήν που οριοθετούσαν μια πέτρα και ένα καπέλο θαλάσσης… Δεν είναι όλες το ίδιο. Έχουν καρτελάκια σαν τιμές σε ράφια με παιγνίδια. Είναι καλά βαλμένες στον τοίχο με τα ενθύμια και τα μπιμπελό του σπιτιού. Αυτά που φέρνουν στο νου συνεύρεση σε βαπτίσεις, γενέθλια, οικογενειακές στιγμές, ένα μεταλλικό κουτάκι από παλιές καραμέλες για το λαιμό… Είναι το χθες και το σήμερα, σε μια αξιολόγηση που υπαγορεύει το τρεμούλιασμα του χεριού, όταν μέσα από κάθε ένα χτύπο της βροχής στο τζάμι, έρχεται η επιθυμία να ανοίξει το παράθυρο… Το ότι μπορούν να συνυπάρχουν σαν τα αταίριαστα σε ύψος βάζα στην κουζίνα, τους δίνει αυτόν τον ακανόνιστα απαραίτητο λόγο ύπαρξης στη ζωή μας. Αφού εκείνα δεν έχουν αντίρρηση, ούτε ακόμη και με την σειρά που τα απλώσαμε, γιατί να έχουμε εμείς; Αφού το ίδιο σημαντικά είναι για την τρικλοποδιά στην μονοτονία, για το αυθόρμητο, ξαφνικό χαμόγελο, γιατί να χωριστούν σε στρατόπεδα; Έτσι, με τον άνεμο να παλεύει να σβήσει τη φλόγα του κεριού, κι εκείνο να χορεύει αλλόκοτα προς κάθε κατεύθυνση, πότε ανεβαίνοντας ψηλά και πότε σκύβοντας το κεφάλι για να δώσει μια νέα φιγούρα, μαθαίνουμε να αφαιρούμε τις χρωματιστές μπάλες στον μικρό πίνακα αριθμητικής, κάνοντας τις πράξεις που θα τα χωρέσουν όλα σε μια άσκηση. Και τα φθαρμένα και τα καινούργια. Επιτέλους συμφιλιωνόμαστε με τα μαθήματα που πάντα φρενάριζαν το μυαλό μας και βγάζανε την γεμάτη φόβο αμηχανία. Δίνουμε χειραψία με τον χρόνο και κρεμάμε ρυθμικά τους χτύπους της καρδιάς στον καλόγερο, μαζί με τα πανωφόρια… Κάθε φορά που ένα απ` αυτά κάθεται στους ώμους μας, η αξία που είναι πλεγμένη στους κόκκους του υφάσματος του, παίρνει κι από ένα άλλο σχήμα. Πότε κολλάει πάνω μας, πότε μας φοράει επιβάλλοντας την προσωπικότητα της και καμιά φορά θέλει να φύγει βιαστικά, νοιώθοντας τη λάθος χρήση… Προσπαθώντας να μας πει κάτι… Ένα καμπανάκι μελωδικό, σε ρόδινα φτερά πεταλούδας, που αφήνει μικρά αστεράκια στα μάτια. Μικρά και λαμπερά. Που αναβοσβήνουν για λίγες στιγμές και μετά χάνονται. Αν πρόλαβες να ερμηνεύσεις το ψιθύρισμα τους, χαμογελάς με νόημα και διαλέγεις άλλο πανωφόρι. Αν όχι, …τα βάζεις με τις αξίες, που ποτέ τους δεν μπορούν να αισθανθούν τις ανάγκες σου, το πόσο σημαντικό είναι τραβήξεις το χερούλι της εξώπορτας και να βγεις έξω με φόρα. Δίχως να χρειάζεται να δικαιολογήσεις τίποτα. Χωρίς εξηγήσεις. Κι αυτές, τόσο ανεξήγητα μένουν στην ίδια θέση, για να σου υπενθυμίζουν ότι όλα κυλάνε μέσα από τις ρόδες της προτεραιότητας, στο ξύλινο της ξεχαρβαλωμένο κάρο, που κατηφορίζει τρεκλίζοντας στης ζωής σου το πλακόστρωτο… Αξίες και προτεραιότητες. Η προτεραιότητα της αξίας. Η αξία της προτεραιότητας. Μια άσκηση που δεν λύνεται με τίποτα. Πάντα βγάζει το ίδιο αποτέλεσμα, κι ας περνάει ανάμεσα από χίλια μύρια κλάσματα, πολλαπλασιασμούς και διαιρέσεις… Και ξαφνικά, όλα μπερδεύονται τόσο πολύ πάνω στο τετράδιο, που δεν ξεχωρίζει το τέλος κι η αρχή… Όλα μοιάζουν να έγιναν από τον ίδιο πηλό, ψημένα στην ίδια θερμοκρασία, με το ίδιο στόμιο και χερούλι… Και το χειρότερο; Δείχνουν να αδιαφορούν για τα σχήματα που ετοιμάζεσαι να τους δώσεις στο πλάι, με το πινέλο βουτηγμένο στο χρώμα… Γιατί η αξία είναι πάντα ασπρόμαυρη σαν έννοια και κολυμπάει ανέμελα στον ωκεανό της μνήμης… Δεν την αγγίζουν τα δίχτυα του ψαρά. Δεν μπερδεύει τα πτερύγια της σε κείνα. Μόνο το κεφάλι βγάζει που και που για ανάσες. Και τότε, κάτω από τα χωρατά του ήλιου και τα πορτοκαλί φωτοστέφανα, νομίζεις ότι την βλέπεις να πνίγεται σε μια τρικυμία χρώμα. Είναι όμως απλά και μόνο η δική σου λαχτάρα, που γεννά τις οφθαλμαπάτες. Η βιασύνη μέσα από μια νέα αξιολόγηση, να παραμερίσεις όλους τους περιττούς διαβάτες απ` το πέρασμα σου και να πηδήξεις στο τελευταίο σκαλί. Να γευτείς το τράνταγμα ξανά των ποδιών, καθώς αψηφούν τους κανόνες. Να αφήσεις τη θέληση να καθοδηγήσει την σειρά, όπως τότε. Πρώτα η απόλαυση, κι έπειτα οι συμβιβασμοί. Κι αν μείνει λίγος χρόνος πριν την καληνύχτα, επιστροφή στα ατέλειωτα και αστείρευτα σε έμπνευση, «θέλω»…. Όμως, έχουν πλατύνει τόσο πια τα σκαλοπάτια αυτά, σαν τα πόδια που δεν χωρούν στα παλιά παπούτσια, κι έτσι το σάλτο δείχνει αδύνατο… τρομαχτικό… αποτελεί ανυπέρβλητο εμπόδιο…

Τότε τα θέλαμε όλα και αρκούμασταν στα ελάχιστα. Σήμερα η λαιμαργία μας καταπίνει ακόμη κι αυτά που δεν γνωρίσαμε. Που δεν τα είδαμε καν. Τα στριμώχνει σε βιτρίνες και με περίσσιο καμάρι απαγγέλει με στόμφο τα ονόματα τους, σαν να δείχνει στους επισκέπτες του μουσείου τα αρχαιολογικά ευρήματα. «Δείτε τι βρέθηκε. Γνωρίστε την αξία του. Μάθετε από αυτό. Εκτιμείστε το» Ανούσιες σειρήνες ματαιοδοξίας, που εκπορεύονται από τις μέρες της άσβεστης δίψας. Ζουν ζητώντας παραπάνω. Επιμένουν να κάθονται στην κορυφή ενός βουνού προτεραιότητες, που είναι ανώφελα φτιαγμένο στον πάγο και θα λιώσει με τις πρώτες ζέστες του Ιούνη. Τότε ήταν σπίθες χαράς στον άνεμο, πάνω από τις φωτιές του Άη Γιάννη. Σήμερα είναι μια σειρά από καλά επεξεργασμένα dvd, αρχειοθετημένα στο έπιπλο κάτω από το στερεοφωνικό. Δουλειά τους είναι να ξεπαγώνουν στιγμές και συναισθήματα, αλλά διαρκώς απομακρύνονται από αυτά που κάποτε ήταν αρκετά για να ανθίζουν χαμόγελα. Από αυτά που πραγματικά χρειαζόμασταν. Από τις ίδιες τις αξίες ξεμάκρυναν και όλο χάνονται στον ορίζοντα τους. Τελικά, αυτά τα λίγα που γίνονται πολλά στα μάτια του καθενός, στο ραγισμένο σκαλί που τυλίγουν τα αγριόχορτα, δεν είναι παρά η άλλη πλευρά του ίδιου νομίσματος, που ποτέ δεν είχαμε δώσει σημασία στην όψη της. Που ποτέ δεν της είχαμε αποδώσει την αξία που της αναλογούσε. Ήταν ανύπαρκτη σαν προτεραιότητα. Όμως όταν ζαλιστεί για τα καλά το κέρμα και αφεθεί στο γήινο μαγνήτη δεχόμενο τη μοίρα του, αυτήν του αναποδογυρίσματος, τότε αντικρίζουμε μια επιφάνεια ακριβώς αντίθετη με το αλαζονικό «όλα δικά μου», που μέχρι εκείνη τη στιγμή κυριαρχούσε στο νου. Βλέπουμε ότι γνωρίζαμε από πριν σαν ύπαρξη, αλλά δεν θέλαμε να δεχτούμε. Εκείνα τα «όλα», είναι … ένα «τίποτα»! Όλος αυτός ο κόπος και η αφοσίωση στον εγωιστικό δοκιμαστικό σωλήνα, όλα αυτά τα πειράματα, είναι …στιγμές στον άνεμο! Ότι σε δένει, με όσα έχεις ανάγκη να σε κρατούν στο αρμίδι τους δεμένο, είναι πολύ πιο λίγα απ` αυτά που οι φόβοι σε οδηγούν να συγκεντρώσεις ολόγυρα σου, κάνοντας απλά κύκλους στο νερό… Η αξία περνάει κι απ` το πιο στενό φυσοκάλαμο, από την πιο μικρή τρύπα στο ξύλινο δάπεδο. Χωράει σε μια δαχτυλήθρα λαχτάρα. Χάνεται μέσα στο πλήθος, σβήνει κάτω απ` το κύμα, σα κάστρο που χτυπήθηκε απ` τα θεμέλια… Το «όλα» πάντα θα είναι ένα «τίποτα», ή στην καλύτερη περίπτωση ένα τόσο δα «κάτι». Κι όσο αυτό δεν θα μεγαλώνει μέσα στο στήθος μας, τόσο τα πνευμόνια θα γεμίζουν με οξυγόνο ικανοποίησης. Ελεύθερα από τα δεσμά των εγωισμών, με μακρινή σκέψη και βλέμμα ονειροπόλο… Με τις αξίες και τις αταξίες να παίζουν «σπασμένο τηλέφωνο», κάτω από το αινιγματικά χαμογελαστό πρόσωπο της αφέλειας… Στο ύψος της αλήθειας του αναστήμετρου, ενός κιτρινισμένου τεύχους «Μίκυ Μάους»…

Από τα κόμικς που διαβάσαμε μικροί, υπάρχουν κάποια με διαφορετική αξία για τον καθένα. Άλλα ψηλά και άλλα πιο χαμηλά στο μπόι, ανάλογα με τις εποχές και το δικό μας ανάστημα. Ψηλώναμε και αυτά χαμήλωναν, μέχρι που πια γίνονταν τόσο μικρά, ασήμαντα. Μια λογική εξέλιξη ίσως. Παρ` όλα αυτά, μερικά κατάφεραν να διατηρήσουν πολλά από όσα σήμαιναν, πολλά απ` όσα έκλεισαν στις σελίδες τους. Από όσα σηματοδότησαν σαν αλλαγές επάνω μας. Ήταν γιατί η απόκτηση τους περνούσε από μεγάλες δυσκολίες, που όπως τα βατόμουρα μέσα στους βάτους, έτσι κι αυτά άφηναν γρατζουνιές πίσω τους, για να μαρτυρούν την αποφασιστικότητα που σημάδεψε τα πρόσωπα. Την προσπάθεια, την θέληση και την επιθυμία. Τα «μεγάλα», όπως τα αποκαλούσαμε λόγω σχήματος, ήταν αυτά τα εικονογραφημένα που δεν έβρισκες εύκολα στα παιδικά δωμάτια, στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του`70. Ήταν μια διαρκής πρόκληση, αλλά και διακαής πόθος για πολλούς από εμάς, που τα χρώματα στα εξώφυλλα τραβούσαν τα βλέμματα μας σα μαγνήτης. Πιο ακριβά σε τιμή, άρα και σχεδόν απαγορευτικά για να τα διαβάσουμε. Συνήθως έπεφταν στα χέρια μας με ανταλλαγές, ή όταν επιλέγαμε τον δανεισμό εκείνον, που τις περισσότερες φορές ήταν κι …αγύριστος! Περίεργο, αλλά δεν θυμάμαι η γκρίνια κανενός μας να κράτησε πάνω από μια – δύο ώρες, σε εκείνες τις περιπτώσεις, ενώ η «κακία» έσβησε ακαριαία. Πώς να κρατήσεις «κακία» σ` αυτούς που σε συντρόφευαν στο παιγνίδι; Εκεί κάπου περάσαμε σε μια άλλη περίοδο της σχέσης μας με την αξία. Ήταν οι στιγμές που την προσπερνούσε η φιλία, για χάρη της οποίας όλοι μας χάσαμε κόμικς, όχι όμως και τους φίλους. Πολλές φορές η τύχη έπαιζε το δικό της ρόλο και τότε κάποιο από εκείνα τα τεύχη κατέληγε στα χέρια μας. Οι συγκυρίες και  το timing, το οδηγούσαν σε εμάς, όταν δεν το είχαμε καν στο μυαλό σαν σκέψη. Ή νομίζαμε ότι δεν το είχαμε… Ένας άλλος τρόπος για να αποκτήσουμε εκείνα τα «μεγάλα», ήταν ετεροχρονισμένα, στα καταστήματα που πουλούσαν μεταχειρισμένα, με το μισό κόστος τους σε δραχμές. Γνωστή διαδρομή για όλους μας τότε και λιγότερο επώδυνη οικονομικά. Βέβαια, όταν κρατούσες ένα τέτοιο τεύχος στα χέρια, πολλές φορές έκανες και μερικές σύντομες πράξεις αριθμητικής στο μυαλό, όπως για παράδειγμα ότι 5Χ1=5. Το ταληράκι μπορούσε να σου δώσει πέντε μικρά τεύχη, αντί για ένα από εκείνα τα μεγαλύτερα. Τότε ήταν που έρχονταν οι πειρασμοί και παίζανε κλοτσοπατινάδα στο κεφάλι, κάνοντας μεγάλη φασαρία. Πολλοί μετάνιωναν και επέστρεφαν στην λογική των περισσότερων και φθηνότερων. Σε μια σειρά  τέτοια διλλήματα μπαίνοντας,  γνωρίσαμε την ύπαρξη του «Αστερίξ», σε παλιές εκδόσεις από το 1969, ή το «Βέλος», τον «Μικρό Σερίφη» που διάβαζαν οι μεγάλοι, τον «Ροκ» και φυσικά τον «Λούκυ Λούκ». Το καουμπόι που πυροβολούσε πιο γρήγορα απ` τη σκιά του, έπινε λεμονάδα και καβαλούσε ένα άλογο που διέθετε το χάρισμα της ομιλίας, την «Ντόλυ»! Καταδίωκε τους «Ντάλτον», που μονίμως το έσκαγαν από τις φυλακές φορώντας τις ριγέ στολές τους, τρέχοντας ή καλπάζοντας πάντα σε σειρά ανάλογα το ύψος τους! Από τον κοντύτερο – στον ψηλότερο. Ο «Τζόε» γίνονταν κόκκινος απ` το θυμό του, την ίδια ώρα που ο αδελφός του ο «’Αβερελ» δεν  μπορούσε να κατανοήσει γιατί το έσκασαν τον ώρα του συσσιτίου, χωρίς να φάνε! Ο κοντός, ο ψηλός και οι δύο ενδιάμεσοι, το πιο κουτό σκυλί της Άγριας Δύσης, ο «Ραταπλάν», μαζί με τον «Μπίλυ τον τρομερό» και τις καραμέλες κανέλα του και τόσους ακόμη απίστευτους χαρακτήρες των Morris και Goscinny, ξεπήδησαν απ` τα καρέ τους ατέλειωτες φορές, μπροστά στα έκπληκτα μάτια μας και ζωντάνεψαν σκηνές και ατάκες. Απ` τα «μεγάλα» εκείνα εικονογραφημένα της εποχής μας, ο «Λούκυ Λούκ» που πάντοτε τραγουδούσε το μελαγχολικό, «είμαι ένας φτωχός και μόνος καουμπόι» , στο τελευταίο καρέ της ιστορίας, είχε μια ξεχωριστή θέση όχι μόνο στην εκτίμηση μας, αλλά ακόμη και στις κουβέντες μας! Ήταν τότε που αφηγούμασταν τις περιπέτειες κάποιων τευχών, σ` αυτούς που δεν τα είχαν διαβάσει! Τα χρόνια που είχαμε μέσα στις «προτεραιότητες» και τις «αξίες» μας, το να μοιραζόμαστε αυτά που γνωρίζαμε… Να μην τα κρατάμε για μας… Ακόμη και μια φράση, μια λέξη, ένα αστείο, μια σελίδα που το μελάνι δεν είχε τυπωθεί καλά πάνω της, όλα ήταν αντικείμενο μετάδοσης σε όλους. Τίποτε δεν έμενε «δικό» μας, με τον αυστηρό αυτό τόνο της φωνής των γονιών μας, που επέλεγαν για να μας τονίσουν τα προτερήματα της «ιδιοκτησίας». Έτσι, τα τεύχη πήγαιναν κι έρχονταν, έβρισκαν νέους αναγνώστες, νέους ιδιοκτήτες. Μερικές φορές σκεπτόμουν ότι τελικά δεν κατέληγαν πουθενά, αλλά ακούραστα γυρνούσαν όλη τη γειτονιά, όλη την πόλη. Ίσως όταν τελείωναν μαζί της, να πήγαιναν κι αλλού, πιο μακριά. Ίσως αυτός να ήταν και ο σκοπός τους. Να φτάσουν στο πιο μακρινό σπίτι και να διαβαστούν από όσους περισσότερους γίνονταν. Μια αξία που μπορούσε να νικήσει την πλεονεξία… Να βάλει την αλαζονεία σε ένα καπέλο ταχυδακτυλουργού και από μέσα να τραβήξει στη θέση της έναν χαρούμενο και ξαφνιασμένο λαγό…

Τα ραντεβού μας με τον κόσμο της έβδομης τέχνης, στα χαλίκια των δίχως σκεπή σινεμά, με τις πλαστικές καρέκλες – παγίδες, που δίπλωναν και αιχμαλώτιζαν κάθε αταξία, ήταν κάτι σαν το αλάτι στο φαγητό. Απαραίτητα για να νοστιμίζουν τις εικόνες και τις μνήμες και να τους προσδίδουν μια διαχρονική αξία, που όμοια της δύσκολα μπορούσε να βρεθεί ανταγωνιστής. Τι κι αν η κόπια ήταν τόσο πολύ παιγμένη, σε τόσους κινηματογράφους μέχρι να έρθει και στον δικό μας, μέχρι που στο τέλος κόβονταν η κορδέλα στη μηχανή, ή γέμιζε το μεγάλο άσπρο πανί με οπτικές χαρακιές; Δεν έπαιζε κανένα ρόλο. Ούτε η πολυκοσμία, ούτε το στρίμωγμα στην είσοδο και την έξοδο, ούτε καν οι ευρηματικές χιουμοριστικές ατάκες των θεατών, που σε ξεκάρδιζαν στα γέλια και γελοιοποιούσαν την ίδια την ταινία. Το γραφικό κυλικείο με το περιορισμένο ρεπερτόριο αγαθών ,ή το κεφάλι του πιο ψηλού θεατή που εμπόδιζε την θέα της περιπέτειας και ανάγκαζε τον πιο κοντό να πηγαίνει περά – δώθε, ήταν κάτι που δεν μπορούσε ένα συγκριθεί με τον χώρο και το σκηνικό. Με τον ίδιο τον σκοπό παρουσίας στο χώρο αυτό των ονείρων. Το φτερούγισμα τους ήταν ατομικό, σιωπηλό, πάνω απ` τα καθίσματα. Στα κλαδιά των κυπαρισσιών που λύγιζαν από το μαΐστρο του Αυγούστου,  στη λάμψη των ατέλειωτων αστεριών που κυμάτιζαν στο θόλο του ουρανού… Αυτή εκεί ψηλά, ήταν η οθόνη όσων έρχονταν για να δουν το δικό τους έργο. Αυτό που ανέπνεε και σχηματίζονταν, μέσα σε ήχους από σπαθιά, πιστόλια, γέλια και γροθιές… Όλα αυτά, ήταν η προτεινόμενη μουσική, που κι αυτή κάποια στιγμή αραίωνε και χάνονταν, για να αντικατασταθεί απ` αυτήν της ψυχής του κάθε ονειροπόλου πνεύματος… Μα βέβαια ήταν μαγεία! Τι άλλο θα μπορούσε να είναι; Σκαρφάλωνες στ` αστέρια και μιλούσες με τα πλάσματα της φαντασίας! Χανόσουν στα φτερά τους! Μια μαγεία παντοτινή, κι ας είναι πια μακρινή ανάμνηση. Όσοι μπήκαν ποτέ σε ένα τέτοιο σινεμά, θυμούνται μόνο τη στιγμή και τα συναισθήματα και σπάνια το ίδιο το έργο. Ίσως να λέει κάτι κι αυτό… Θυμάμαι κάποιες από τις μουσικές που ακούγονταν στα διαλλείματα, που με έναν ανεξήγητο τρόπο γυρίζουν χρόνια τώρα στο μυαλό μου, με τις μελωδίες να παίρνουν μορφές και σ` αυτές να πρωταγωνιστούν οι μικροί καθημερινοί ήρωες της γειτονιάς, αυτοί που είχα για συμπαίκτες, αλλά και εκείνοι που στέκονταν πιο κάτω σαν αντίπαλοι. Οι μανάδες και οι παλιατζήδες, οι γαλατάδες και οι εφημεριδοπώλες. Σα να χώρεσαν όλοι τους στο καστ ενός ρετρό στούντιο. Σαν και αυτά που γυρίζονταν στα σκηνικά τους το “Star Trek”, ή το «Χαμένοι στο διάστημα»… Aquarius – let the Sunshine in, Reach Out(I`ll be there), Mammy Blue, Sunny και τόσα ακόμη μικρά δισκάκια, εναλλάσσονται στο juke box του μυαλού… Καθώς ανασαίνουν κάτω από το βάρος της βελόνας, αφήνουν μικρά επιφωνήματα απ` τα αυλάκια τους, ήχοι όπως του ξύλου που τυλίγεται στις φλόγες στο τζάκι… Κι όλα πιο μακριά σε ρουφάει στο χθες, αυτή η δίνη… Ως που, ξαφνικά προβάλει ένα γνώριμο κίτρινο περίπτερο, σκεπασμένο σχεδόν από την χάρτινη επιφάνεια και τη γυαλάδα τόσων περιοδικών! Σα να βγήκε από το λυχνάρι του Αλαντίν, ακούγοντας τις ψιθυριστές μας επιθυμίες. Μικρά και μεγάλα εικονογραφημένα, οικογενειακά, η «Ραδιοτηλεόραση», ο «Ταχυδρόμος», τα αστυνομικά τομάκια της Άγκαθα Κρίστι, τα Βίπερ, ο επίγειος παράδεισος του ματιού μας! Κάθε ράφι και στοίβες απ` αυτά! Κι όσα δεν χωρούσαν, κρεμόντουσαν από τα πλαστικά, πολύχρωμα μανταλάκια, πάνω στα σύρματα, ολόγυρα του! Λένε ότι η αξία των εικόνων σαν κι αυτές, δεν μπορεί να μπει σε σειρές ιεραρχημένες και να αρχειοθετηθεί. Κι όσοι το λένε αυτό έχουν απόλυτο δίκιο! Γιατί αυτές οι αξίες είναι ζωντανές και όχι βαλμένες στις σελίδες κάποιου βιβλίου. Είναι από μόνες τους ένα μεγάλο κεφάλαιο. Αυτό που για τίτλο του έχει το όνομα του καθενός. Μέσα σε ένα τέτοιο, αλλιώτικο απ` τα άλλα βιβλίο, το προσωπικό μου κεφάλαιο αναφέρει και το όνομα «Λούκυ Λούκ» στις γραμμές του και δίπλα έχει ένα μικρό αστεράκι παραπομπής, σαν αυτά που περίμενα να πέσουν κοιτάζοντας πάνω απ` τα θερινά σινεμά… Όταν ακολουθείς τη παραπομπή στο κάτω μέρος της σελίδας, υπάρχει ένα λιτό κείμενο επεξηγηματικού χαρακτήρα.

Καλοκαίρι 1974 – «Το Κάνυον των Απάτσι». Με το τεύχος στο χέρι, η επιστροφή στο σπίτι ήταν σα να είχαν σκαρφαλώσει τα πόδια μου σ` ένα μαγικό σύννεφο και να μην πατούσαν στα πλακάκια… να αιωρούνταν πάνω τους…

Τι δεν είχε εκείνο το τεύχος! Ένα εικονογραφημένο οργιώδες πανηγύρι, ινδιάνων και καουμπόηδων, με καταπληκτικές κωμικές σκηνές, φοβερές φάτσες και με την ευρηματικότητα των δημιουργών του να χτυπάει κόκκινο! Ήταν πνιγμένο στο χρώμα! Κάθε σελίδα, κάθε καρέ, ήταν περικυκλωμένο από την επέλαση τους χρώματος! Έφιππο, με τα άλογα του και τον σαλπιγκτή, τον επικεφαλής αξιωματικό και το γυαλιστερό ξίφος! Μια πανδαισία χρώματος που έβγαζε μια πρωτόγνωρη ζωντάνια!  Καθώς γύριζε κάθε βαριά σελίδα χαρτιού, έρχονταν από παντού εικόνες και αρώματα! Ένα λούνα πάρκ συναισθημάτων, γεμάτο υπέροχα παιγνίδια, καινούργια, λαμπερά. Μπορεί σήμερα να ανήκει στις οφθαλμαπάτες και τις ξεπερασμένες αξίες, τις παλιομοδίτικες. Να είναι χιλιοδιαβασμένο και γνωστό σε όλους, ένα απλά κοινότυπο σενάριο σαν τόσα άλλα. Να έχει χάσει τη δύναμη του και να μην μπορεί να βγάλει την ομορφιά και το καθάριο πνεύμα. Τη φρεσκάδα της νέας ιδέας, που συναρπάζει. Ίσως να έχει χαθεί στις λεπτομέρειες, όπως το αληθινό νόημα όσων ζούμε… Να έχει πάρει θέση σε ράφια «αξιολόγησης» αναμνήσεων, ή να είναι καλογυαλισμένο, φαινομενικά χαρούμενο μέσα στις ολοκαίνουργια συσκευασία του. Την νέα του έκδοση, την πολλοστή. ..Όμως ακόμη και έτσι να είναι, αν ο αναγνώστης έχει ακόμη λίγη από κείνη τη θέληση να αμφισβητήσει τα πανταχού «δεδομένα» των ημερών, αν έχει κάτι στο βλέμμα από εκείνο της παιδικής αχόρταγης πείνας για κάθε τι νέο, θα βρει λόγους για να αναστήσει παλιούς ήρωες και να γελάσει με τα καμώματα τους. Να ταξιδέψει στα καρέ, θολώνοντας απλά τα μάτια σε ένα απ` αυτά.  Κοιτάζοντας το επίμονα, σαν κάτι να θέλει να του πει. Να του θυμίσει… Ίσως έτσι δει ξανά και τον Τζάκ Πάλλανς να υποδύεται τον ινδιάνο αρχηγό, το χωρισμένο στα δύο φαράγγι, που μοιάζει με καρπούζι κομμένο στη μέση, τον Λούκυ Λούκ πασαλειμμένο από μέλι, δεμένο σε τέσσερα παλούκια στη γη και τον ανόητο μικρό ινδιάνο να γλύφει το μέλι! Το μόνο που δεν μπορεί να γυρίσει πίσω σε μια καινούργια έκδοση όλων όσων έγιναν στο «Κάνυον των Απάτσι» του`74, είναι μερικές λεπτομέρειες εκείνων των παλιών σελίδων χαρτί. Η στήλη με τα γράμματα των αναγνωστών και οι απαντήσεις του συντάκτη, ο «Λάμπης ο Καμπόης», τα σταυρόλεξα που είχαν ακριβώς κάτω και την λύση τους, στην ίδια σελίδα, οι γελοιογραφίες με το αθώο χιούμορ που σήμερα φαντάζει παρωχημένο, οι εγκυκλοπαιδικές γνώσεις, τα αυτοτελή διηγήματα καουμπόικα και λογοτεχνικά, αλλά και οι «Διακοπές στην Άγρια Δύση», που δημοσιεύονταν σε αυτοτελή επεισόδια κάθε μήνα. Αυτά, δεν μπορούν να βρεθούν στα σημερινά τεύχη, τα τεχνικά επεξεργασμένα και άψογα αισθητικά. Γυαλιστερά και με ιλουστρασιόν θαμπή λάμψη. Γιατί εκείνα τα τεύχη της δεκαετίας του`70, ανάπνεαν στις σελίδες τους. Ήταν ζωντανά σαν τις αξίες. Σου έδιναν πολλά περισσότερα από τις 10 δραχμές που κόστιζαν. Ήταν μια πολυτέλεια που έδινε άλλους τόνους στην καθημερινότητα μας. Την έκαναν πιο προσιτή και μείωναν την απόσταση της από το ακατόρθωτο. Μας έκαναν να γεμίζουμε ικανοποίηση, για την πίστη μας στο ένστικτο, που όχι μόνο δε μας πρόδιδε, αλλά επιβεβαίωνε τους τολμηρούς, όπως σήμερα η ατολμία δίνει το «οκ», σε όσους την επιλέγουν για σύντροφο στον σύντομο αυτό περίπατο…

Γιώργος Κοσκινάς

Το πιο πάνω κείμενο υπογράφεται από τον Γιώργο Κοσκινά και είναι προστατευμένο και κατοχυρωμένο πνευματικά. Οποιαδήποτε αντιγραφή μερική ή ολική χωρίς την συγκατάθεση του δημιουργού, επισύρει τις προβλεπόμενες από το νόμο κυρώσεις.

Διαβάστε όλα τα αποκλειστικά δημοσιευμένα τμήματα αυτά, του νέου βιβλίου των Εκδόσεων Αιγόκερως, στην υπό – κατηγορία μας «ΙΣΤΟΡΙΕΣ & ΤΕΥΧΗ«.

http://wp.me/PKxow-1j2

ΜΠΟΤΕΣ – ΣΠΗΡΟΥΝΙΑ & ΚΛΩΤΣΙΕΣ! – ΟΤΑΝ ΤΟ ΚΟΥΝΓΚ ΦΟΥ ΓΝΩΡΙΣΕ ΤΟ ΦΑΡ ΟΥΕΣΤ!

Κάπως έτσι περιγράφεις τη «γνωριμία» αυτή, που δε βγήκε από κάποιο συνοικέσιο, αλλά ήταν μάλλον απόρροια των ευφάνταστων κόμικς δημιουργών, που έστειλαν τους ήρωες τους μέχρι την Άγρια Δύση, για να «καθαρίσουν» με ένα όχι και τόσο παραδοσιακό τρόπο, αγνοώντας το κολτ και το νόμο της ταχύτητας στο τράβηγμα του πιστολιού, αντικαθιστώντας τον απ` αυτόν της ταχύτητας στην κλωτσιά! Πρωτότυπο εν μέρει, σίγουρα ενδιαφέρον σαν αποτέλεσμα και πολύ ελκυστικό στην ανάγνωση, το Κούνγκ Φού Φαρ Ουέστ των κόμικς δεν είχε πολλούς εκπροσώπους, ήταν όμως όλοι τους υπέροχοι και πολύ μα πολύ σβέλτοι! Αν τους βάζαμε απέναντι από τον Λούκυ Λούκ, ίσως και να μην προλάβαινε να τραβήξει το εξάσφαιρο του, αφού αυτές οι «σκιές» ήταν πιο γρήγορες ακόμη κι από σφαίρα! Σοφιστικέ φιγούρες, με σπουδές στην Άπω Ανατολή, δάσκαλους σαολίν και με μια συμπαθητικά αγνή και cool φατσούλα, μεταμορφώνονταν σε πολεμικές μηχανές, νικώντας κάθε εντίπαλο, με όπλα μόνον τα χέρια και τα πόδια τους, μετουσιώνοντας την γνώση σε πιο πρακτικές εφαρμογές της στην καθημερινότητα! Αυτό είναι το προφίλ, αρκετά ασυνήθιστο αλλά με αποτελέσματα επί χάρτου προκλητικά. Είχαμε μιλήσει εκτενώς για το Γαλλικό περιοδικό “Atemi” και τους ήρωες – δημιουργούς του, στις «ΜΕΛΕΤΕΣ» μας. Εκεί θα βρείτε επιπλέον στοιχεία για τον εικονογραφημένο κόσμο των πολεμικών τεχνών και για τον «Τζέφ Μπλέηκ» του πρακτορείου ντετέκτιβ Πίνκερτον. Αυτός είναι ό ένας επικίνδυνος για να μπλέξεις μαζί του χαρακτήρας, για τον οποίο θα διαβάσετε στις πιο κάτω σαρώσεις. Οι ιστορίες του δημοσιεύτηκαν στην χώρα μας αρχικά στον «Μικρό Ήρωα» του 1976 από τον κ. Ανεμοδουρά(διαβάστε την πρόσφατη μας παρουσίαση, στις «ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ ΚΟΜΙΚΣ»), κι έπειτα στο «Αγόρι» του κ. Δεληγιώργη, στην δεκαετία του`80. Τα τατουάζ με τους δράκοντες στις παλάμες του, δεν πρόλαβαν να τις κοιτάξουν οι αντίπαλοι του, αφού συνήθως προσγειώνονταν πάνω στα κορμιά τους!

Εσείς όμως, θα έχετε την ευκαιρία να τις δείτε και να τις ξαναδείτε, στις οκτώ ιστορίες του «Τζέφ» που σας έχουμε στο αρχείο αυτό! Είναι οι παρακάτω.

«Το μυστηριώδες ράντσο» – τεύχος 18

«Ο περαστικός» – τεύχος 1

«Η συμμορία των Σαμουράι» – τεύχος 2

«Το σημάδι του Δράκου» – τεύχος 20

«Οι έξη Δράκοντες» – τεύχος 22

«Η παγίδα» – τεύχος 23

«Ένας ορκισμένος εχθρός» – τεύχος 24

«Μόνο η έρημος ξέρει» – τεύχος 27

Θα παρατηρήσατε ότι δεν τις βάλαμε στην χρονική σειρά της δημοσίευσης τους, στο περιοδικό του κ. Ανεμοδουρά. Ο λόγος έχει να κάνει με μια δική μας άποψη επ` αυτού και γιατί η νέα σειρά που τους δώσαμε δένει καλύτερα! Αν όχι, εσείς θα το κρίνετε! Ο δεύτερος τώρα ήρωας που συνδύαζε γνώσεις κούνγκ φού και Ανατολίτικης φιλοσοφίας και που πέρασε μέσα από τον κόσμο των κόμικς, είναι κι αυτός γνώριμος σας από παλαιότερα άρθρα(διαβάστε την παρουσίαση του δημιουργού του στην υπό – κατηγορία «ΕΡΕΥΝΑ & ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ» και αυτήν της παρουσίασης της γνωστής ομώνυμης τηλεοπτικής σειράς, στην υπό – κατηγορία «ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ & ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ»). Ο «Κουάι Τσάνγκ Κέην», που ενσάρκωσε τόσο επί τηλεοπτικής οθόνης, όσο και στα κόμικς ο Ντέηβιντ Κάρανταιν, ήταν μια αλλιώτικη απ` αυτή του «Τζέφ Μπλέηκ» περίπτωση. Πιο ήπιος σα χαρακτήρας, με έναν σκοπό κατά νου και με σαφώς περισσότερο ειρηνικούς σκοπούς, διασχίζει την Άγρια Δύση και αντιμετωπίζει τους αντιπάλους του, προσπαθώντας παράλληλα να μην αλλοιωθεί ο χαρακτήρας και η αυτοκυριαρχία του. Πράγματα δύσκολα στην εποχή του λιντς και του όχλου, αλλά και των παρανόμων κάθε τύπου. Κι αυτός τα καταφέρνει μια χαρά όμως. Οι γνώσεις και το πνεύμα του τον βγάζουν πάντα νικητή. Τον γνωρίσαμε στον «Ζαγκόρ» του κ. Ανεμοδουρά, το 1974 και ήταν μάλιστα ένας από τους εικονογραφημένους λόγους, για τους οποίους αυξήθηκε τότε η τιμή του περιοδικού, στις 5 δραχμές! Πνευματικά δικαιώματα βλέπετε. Η καριέρα του ήταν συντομότερη απ` αυτήν του «Μπλέηκ», με πολύ λιγότερες ιστορίες, αλλά και με δικά του εξώφυλλα στο περιοδικό. Ξεκινάμε με μια ιστορία του από τα τεύχη 196 και 197 σήμερα και θα σας έχουμε ακόμη περισσότερες σε προσεχή σάρωση.

Τίτλος του επεισοδίου, «Ο μεγάλος Τζών Μπή».

Να σας προτείνω και ένα συνδυασμό κόμικς & κινηματογράφου, που ενσωματώνει αυτά για τα οποία μιλήσαμε πιο πάνω. Είναι το «Ο δρόμος του πολεμιστή», περσινή κυκλοφορία, που θα βρείτε σε κάθε ενημερωμένο dvd club. Ελπίζουμε να σας άρεσε αυτή η ιδέα. Αν ναι(περιμένουμε τα σχόλια σας), θα ακολουθήσουν κι άλλες παρόμοιες, όχι απαραίτητα με θέμα τις πολεμικές τέχνες. Κάτι σαν θεματικά αφιερώματα σειρών και ηρώων.

Τα αρχεία κατεβαίνουν από εδώ

ΤΖΕΦ ΜΠΛΕΗΚ

http://www.mediafire.com/?cq2vyka3bqu8cft

Σύνολο σελίδων 93

ΚΟΥΑΙ ΤΣΑΝΓΚ ΚΕΗΝ

http://www.mediafire.com/?v7gb48q4dy1l4lx

Σύνολο σελίδων 25

Σάρωση εικόνων με EPSON V300 PHOTO

Ανάλυση σάρωσης 400 dpi

Επιμέρους διαστάσεις σελίδων 2100 Χ 1800 με τη βοήθεια του Photo Resizer

Επεξεργασία σελίδων – crop – ευθυγράμμιση με Adobe Elements & Picasa

Υδατογράφημα Alamoon

Συμπίεση αρχείου και τελικό φορμάτ Adobe pdf Creator

ΕΝΑ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟ ΤΟΝ ΜΑΙΟ ΤΟΥ 1971…

Σας έχουμε δώσει κατά διαστήματα αρκετά αποσπάσματα από το περιεχόμενο του βιβλίου που γράφουμε με το Λάζαρο Αλεξάκη, με τίτλο «Ονειρολόγιον». Θα πρέπει να έχετε διαμορφώσει πιστεύω άποψη για το άκρως νοσταλγικό του περιεχόμενο. Σήμερα, θα σας δώσουμε μια εικόνα αντί για κείμενο, από το κεφάλαιο του βιβλίου που αναφέρεται στα εικονογραφημένα της δεκαετίας του `70 και στο γενικότερο ρόλο τους στην τότε μας καθημερινότητα. Στην ουσιά αυτό που θα δείτε, είναι μια διαμορφωμένη εικόνα με την βοήθεια της τεχνολογίας, από το πως μπορούσε να είναι ένα περίπτερο το Μάιο του 1971, επικεντρωμένο βέβαια στα κόμικς. Σεραφίνο, Τιραμόλα, μικρός και μεγάλος Μπλέκ, μικρός και μεγάλος Ταρζάν, Δράσις, Αμαζόνιος, Περιπέτεια, Ρομάντσο και πολλά ακόμη καλούδια, από εκείνξα που κρέμονταν σαν στολίδια Χριστουγεννιάτικου δέντρου, από τα μανταλάκια… Η παρμάτεια που μας προσέλκυε και μαγνήτιζε τα βλέμματα μας, ξαναζεί σε αυτό το κολάζ που βλέπετε πιο κάτω.

ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ – ΜΕΣΑ ΑΠΟ 2 ΒΙΝΤΕΟ

Όπως σας είχαμε ενημερώσει χθες, το αφιέρωμα μας στον Ιούλιο Βερν θα έχει πολλά και ενδιαφέροντα στοιχεία και σκοπό να σας μεταφέρει στα χρόνια που μέσα από τα βιβλία του περνούσε ένας κόσμος φαντασίας για όλους μας. Σήμερα, κάνουμε μια εισαγωγή στο επερχόμενο αφιέρωμα, με δύο βίντεο που φτιάχτηκαν για να μας θυμίσουν εικόνες μέσα από τα βιβλία των εκδόσεων Αστέρος. Τα βίντεο είναι διαθέσιμα στην ομώνυμη σχετική μας υπό – κατηγορία.

http://wp.me/PKxow-36L


Αρέσει σε %d bloggers: