Αρχεία Ιστολογίου

ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ΤΕΥΧΗ ΚΟΜΙΚΣ 22. «ΛΟΥΚΥ ΛΟΥΚ» ΤΕΥΧΟΣ 38 «ΤΟ ΚΑΝΥΟΝ ΤΩΝ ΑΠΑΤΣΙ»

Η αξία, αυτή που δίνουμε σε όσα μας περιβάλλουν, είτε είναι στιγμιότυπα με την μορφή αντικειμένων που κρύβουν μνήμες, είτε όλα όσα επιλέγουμε να αποτελούν τους θησαυρούς μας, τροφή στη φαντασία με χρυσές αμμουδιές και κατακόκκινα κοράλλια, είναι πάντοτε στηριγμένη στο δεκανίκι μιας άτυπης βαθμολογίας, με κριτήρια την αντοχή στο χρόνο, τα ταξίδια στα νεφελώδη, ανεξερεύνητα σύμπαντα, το πόσο γρήγορα μπορούν να καλυφθούν στο καβούκι τους, όταν ξεμυτίζει η πρώτη φοβέρα. Αυτές οι αξίες είναι γραμμένες με ανεξίτηλο μελάνι και φανερώνονται με λίγες σταγόνες λεμόνι. Είναι τα προσεχτικά κρυμμένα απωθημένα, όσα έμειναν σκέψεις, αυτές οι βουτιές στη μπάλα που δεν έφεραν αποτέλεσμα. Δεν την εμπόδισαν να περάσει τη νοητή γραμμή του τέρματος, αυτήν που οριοθετούσαν μια πέτρα και ένα καπέλο θαλάσσης… Δεν είναι όλες το ίδιο. Έχουν καρτελάκια σαν τιμές σε ράφια με παιγνίδια. Είναι καλά βαλμένες στον τοίχο με τα ενθύμια και τα μπιμπελό του σπιτιού. Αυτά που φέρνουν στο νου συνεύρεση σε βαπτίσεις, γενέθλια, οικογενειακές στιγμές, ένα μεταλλικό κουτάκι από παλιές καραμέλες για το λαιμό… Είναι το χθες και το σήμερα, σε μια αξιολόγηση που υπαγορεύει το τρεμούλιασμα του χεριού, όταν μέσα από κάθε ένα χτύπο της βροχής στο τζάμι, έρχεται η επιθυμία να ανοίξει το παράθυρο… Το ότι μπορούν να συνυπάρχουν σαν τα αταίριαστα σε ύψος βάζα στην κουζίνα, τους δίνει αυτόν τον ακανόνιστα απαραίτητο λόγο ύπαρξης στη ζωή μας. Αφού εκείνα δεν έχουν αντίρρηση, ούτε ακόμη και με την σειρά που τα απλώσαμε, γιατί να έχουμε εμείς; Αφού το ίδιο σημαντικά είναι για την τρικλοποδιά στην μονοτονία, για το αυθόρμητο, ξαφνικό χαμόγελο, γιατί να χωριστούν σε στρατόπεδα; Έτσι, με τον άνεμο να παλεύει να σβήσει τη φλόγα του κεριού, κι εκείνο να χορεύει αλλόκοτα προς κάθε κατεύθυνση, πότε ανεβαίνοντας ψηλά και πότε σκύβοντας το κεφάλι για να δώσει μια νέα φιγούρα, μαθαίνουμε να αφαιρούμε τις χρωματιστές μπάλες στον μικρό πίνακα αριθμητικής, κάνοντας τις πράξεις που θα τα χωρέσουν όλα σε μια άσκηση. Και τα φθαρμένα και τα καινούργια. Επιτέλους συμφιλιωνόμαστε με τα μαθήματα που πάντα φρενάριζαν το μυαλό μας και βγάζανε την γεμάτη φόβο αμηχανία. Δίνουμε χειραψία με τον χρόνο και κρεμάμε ρυθμικά τους χτύπους της καρδιάς στον καλόγερο, μαζί με τα πανωφόρια… Κάθε φορά που ένα απ` αυτά κάθεται στους ώμους μας, η αξία που είναι πλεγμένη στους κόκκους του υφάσματος του, παίρνει κι από ένα άλλο σχήμα. Πότε κολλάει πάνω μας, πότε μας φοράει επιβάλλοντας την προσωπικότητα της και καμιά φορά θέλει να φύγει βιαστικά, νοιώθοντας τη λάθος χρήση… Προσπαθώντας να μας πει κάτι… Ένα καμπανάκι μελωδικό, σε ρόδινα φτερά πεταλούδας, που αφήνει μικρά αστεράκια στα μάτια. Μικρά και λαμπερά. Που αναβοσβήνουν για λίγες στιγμές και μετά χάνονται. Αν πρόλαβες να ερμηνεύσεις το ψιθύρισμα τους, χαμογελάς με νόημα και διαλέγεις άλλο πανωφόρι. Αν όχι, …τα βάζεις με τις αξίες, που ποτέ τους δεν μπορούν να αισθανθούν τις ανάγκες σου, το πόσο σημαντικό είναι τραβήξεις το χερούλι της εξώπορτας και να βγεις έξω με φόρα. Δίχως να χρειάζεται να δικαιολογήσεις τίποτα. Χωρίς εξηγήσεις. Κι αυτές, τόσο ανεξήγητα μένουν στην ίδια θέση, για να σου υπενθυμίζουν ότι όλα κυλάνε μέσα από τις ρόδες της προτεραιότητας, στο ξύλινο της ξεχαρβαλωμένο κάρο, που κατηφορίζει τρεκλίζοντας στης ζωής σου το πλακόστρωτο… Αξίες και προτεραιότητες. Η προτεραιότητα της αξίας. Η αξία της προτεραιότητας. Μια άσκηση που δεν λύνεται με τίποτα. Πάντα βγάζει το ίδιο αποτέλεσμα, κι ας περνάει ανάμεσα από χίλια μύρια κλάσματα, πολλαπλασιασμούς και διαιρέσεις… Και ξαφνικά, όλα μπερδεύονται τόσο πολύ πάνω στο τετράδιο, που δεν ξεχωρίζει το τέλος κι η αρχή… Όλα μοιάζουν να έγιναν από τον ίδιο πηλό, ψημένα στην ίδια θερμοκρασία, με το ίδιο στόμιο και χερούλι… Και το χειρότερο; Δείχνουν να αδιαφορούν για τα σχήματα που ετοιμάζεσαι να τους δώσεις στο πλάι, με το πινέλο βουτηγμένο στο χρώμα… Γιατί η αξία είναι πάντα ασπρόμαυρη σαν έννοια και κολυμπάει ανέμελα στον ωκεανό της μνήμης… Δεν την αγγίζουν τα δίχτυα του ψαρά. Δεν μπερδεύει τα πτερύγια της σε κείνα. Μόνο το κεφάλι βγάζει που και που για ανάσες. Και τότε, κάτω από τα χωρατά του ήλιου και τα πορτοκαλί φωτοστέφανα, νομίζεις ότι την βλέπεις να πνίγεται σε μια τρικυμία χρώμα. Είναι όμως απλά και μόνο η δική σου λαχτάρα, που γεννά τις οφθαλμαπάτες. Η βιασύνη μέσα από μια νέα αξιολόγηση, να παραμερίσεις όλους τους περιττούς διαβάτες απ` το πέρασμα σου και να πηδήξεις στο τελευταίο σκαλί. Να γευτείς το τράνταγμα ξανά των ποδιών, καθώς αψηφούν τους κανόνες. Να αφήσεις τη θέληση να καθοδηγήσει την σειρά, όπως τότε. Πρώτα η απόλαυση, κι έπειτα οι συμβιβασμοί. Κι αν μείνει λίγος χρόνος πριν την καληνύχτα, επιστροφή στα ατέλειωτα και αστείρευτα σε έμπνευση, «θέλω»…. Όμως, έχουν πλατύνει τόσο πια τα σκαλοπάτια αυτά, σαν τα πόδια που δεν χωρούν στα παλιά παπούτσια, κι έτσι το σάλτο δείχνει αδύνατο… τρομαχτικό… αποτελεί ανυπέρβλητο εμπόδιο…

Τότε τα θέλαμε όλα και αρκούμασταν στα ελάχιστα. Σήμερα η λαιμαργία μας καταπίνει ακόμη κι αυτά που δεν γνωρίσαμε. Που δεν τα είδαμε καν. Τα στριμώχνει σε βιτρίνες και με περίσσιο καμάρι απαγγέλει με στόμφο τα ονόματα τους, σαν να δείχνει στους επισκέπτες του μουσείου τα αρχαιολογικά ευρήματα. «Δείτε τι βρέθηκε. Γνωρίστε την αξία του. Μάθετε από αυτό. Εκτιμείστε το» Ανούσιες σειρήνες ματαιοδοξίας, που εκπορεύονται από τις μέρες της άσβεστης δίψας. Ζουν ζητώντας παραπάνω. Επιμένουν να κάθονται στην κορυφή ενός βουνού προτεραιότητες, που είναι ανώφελα φτιαγμένο στον πάγο και θα λιώσει με τις πρώτες ζέστες του Ιούνη. Τότε ήταν σπίθες χαράς στον άνεμο, πάνω από τις φωτιές του Άη Γιάννη. Σήμερα είναι μια σειρά από καλά επεξεργασμένα dvd, αρχειοθετημένα στο έπιπλο κάτω από το στερεοφωνικό. Δουλειά τους είναι να ξεπαγώνουν στιγμές και συναισθήματα, αλλά διαρκώς απομακρύνονται από αυτά που κάποτε ήταν αρκετά για να ανθίζουν χαμόγελα. Από αυτά που πραγματικά χρειαζόμασταν. Από τις ίδιες τις αξίες ξεμάκρυναν και όλο χάνονται στον ορίζοντα τους. Τελικά, αυτά τα λίγα που γίνονται πολλά στα μάτια του καθενός, στο ραγισμένο σκαλί που τυλίγουν τα αγριόχορτα, δεν είναι παρά η άλλη πλευρά του ίδιου νομίσματος, που ποτέ δεν είχαμε δώσει σημασία στην όψη της. Που ποτέ δεν της είχαμε αποδώσει την αξία που της αναλογούσε. Ήταν ανύπαρκτη σαν προτεραιότητα. Όμως όταν ζαλιστεί για τα καλά το κέρμα και αφεθεί στο γήινο μαγνήτη δεχόμενο τη μοίρα του, αυτήν του αναποδογυρίσματος, τότε αντικρίζουμε μια επιφάνεια ακριβώς αντίθετη με το αλαζονικό «όλα δικά μου», που μέχρι εκείνη τη στιγμή κυριαρχούσε στο νου. Βλέπουμε ότι γνωρίζαμε από πριν σαν ύπαρξη, αλλά δεν θέλαμε να δεχτούμε. Εκείνα τα «όλα», είναι … ένα «τίποτα»! Όλος αυτός ο κόπος και η αφοσίωση στον εγωιστικό δοκιμαστικό σωλήνα, όλα αυτά τα πειράματα, είναι …στιγμές στον άνεμο! Ότι σε δένει, με όσα έχεις ανάγκη να σε κρατούν στο αρμίδι τους δεμένο, είναι πολύ πιο λίγα απ` αυτά που οι φόβοι σε οδηγούν να συγκεντρώσεις ολόγυρα σου, κάνοντας απλά κύκλους στο νερό… Η αξία περνάει κι απ` το πιο στενό φυσοκάλαμο, από την πιο μικρή τρύπα στο ξύλινο δάπεδο. Χωράει σε μια δαχτυλήθρα λαχτάρα. Χάνεται μέσα στο πλήθος, σβήνει κάτω απ` το κύμα, σα κάστρο που χτυπήθηκε απ` τα θεμέλια… Το «όλα» πάντα θα είναι ένα «τίποτα», ή στην καλύτερη περίπτωση ένα τόσο δα «κάτι». Κι όσο αυτό δεν θα μεγαλώνει μέσα στο στήθος μας, τόσο τα πνευμόνια θα γεμίζουν με οξυγόνο ικανοποίησης. Ελεύθερα από τα δεσμά των εγωισμών, με μακρινή σκέψη και βλέμμα ονειροπόλο… Με τις αξίες και τις αταξίες να παίζουν «σπασμένο τηλέφωνο», κάτω από το αινιγματικά χαμογελαστό πρόσωπο της αφέλειας… Στο ύψος της αλήθειας του αναστήμετρου, ενός κιτρινισμένου τεύχους «Μίκυ Μάους»…

Από τα κόμικς που διαβάσαμε μικροί, υπάρχουν κάποια με διαφορετική αξία για τον καθένα. Άλλα ψηλά και άλλα πιο χαμηλά στο μπόι, ανάλογα με τις εποχές και το δικό μας ανάστημα. Ψηλώναμε και αυτά χαμήλωναν, μέχρι που πια γίνονταν τόσο μικρά, ασήμαντα. Μια λογική εξέλιξη ίσως. Παρ` όλα αυτά, μερικά κατάφεραν να διατηρήσουν πολλά από όσα σήμαιναν, πολλά απ` όσα έκλεισαν στις σελίδες τους. Από όσα σηματοδότησαν σαν αλλαγές επάνω μας. Ήταν γιατί η απόκτηση τους περνούσε από μεγάλες δυσκολίες, που όπως τα βατόμουρα μέσα στους βάτους, έτσι κι αυτά άφηναν γρατζουνιές πίσω τους, για να μαρτυρούν την αποφασιστικότητα που σημάδεψε τα πρόσωπα. Την προσπάθεια, την θέληση και την επιθυμία. Τα «μεγάλα», όπως τα αποκαλούσαμε λόγω σχήματος, ήταν αυτά τα εικονογραφημένα που δεν έβρισκες εύκολα στα παιδικά δωμάτια, στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του`70. Ήταν μια διαρκής πρόκληση, αλλά και διακαής πόθος για πολλούς από εμάς, που τα χρώματα στα εξώφυλλα τραβούσαν τα βλέμματα μας σα μαγνήτης. Πιο ακριβά σε τιμή, άρα και σχεδόν απαγορευτικά για να τα διαβάσουμε. Συνήθως έπεφταν στα χέρια μας με ανταλλαγές, ή όταν επιλέγαμε τον δανεισμό εκείνον, που τις περισσότερες φορές ήταν κι …αγύριστος! Περίεργο, αλλά δεν θυμάμαι η γκρίνια κανενός μας να κράτησε πάνω από μια – δύο ώρες, σε εκείνες τις περιπτώσεις, ενώ η «κακία» έσβησε ακαριαία. Πώς να κρατήσεις «κακία» σ` αυτούς που σε συντρόφευαν στο παιγνίδι; Εκεί κάπου περάσαμε σε μια άλλη περίοδο της σχέσης μας με την αξία. Ήταν οι στιγμές που την προσπερνούσε η φιλία, για χάρη της οποίας όλοι μας χάσαμε κόμικς, όχι όμως και τους φίλους. Πολλές φορές η τύχη έπαιζε το δικό της ρόλο και τότε κάποιο από εκείνα τα τεύχη κατέληγε στα χέρια μας. Οι συγκυρίες και  το timing, το οδηγούσαν σε εμάς, όταν δεν το είχαμε καν στο μυαλό σαν σκέψη. Ή νομίζαμε ότι δεν το είχαμε… Ένας άλλος τρόπος για να αποκτήσουμε εκείνα τα «μεγάλα», ήταν ετεροχρονισμένα, στα καταστήματα που πουλούσαν μεταχειρισμένα, με το μισό κόστος τους σε δραχμές. Γνωστή διαδρομή για όλους μας τότε και λιγότερο επώδυνη οικονομικά. Βέβαια, όταν κρατούσες ένα τέτοιο τεύχος στα χέρια, πολλές φορές έκανες και μερικές σύντομες πράξεις αριθμητικής στο μυαλό, όπως για παράδειγμα ότι 5Χ1=5. Το ταληράκι μπορούσε να σου δώσει πέντε μικρά τεύχη, αντί για ένα από εκείνα τα μεγαλύτερα. Τότε ήταν που έρχονταν οι πειρασμοί και παίζανε κλοτσοπατινάδα στο κεφάλι, κάνοντας μεγάλη φασαρία. Πολλοί μετάνιωναν και επέστρεφαν στην λογική των περισσότερων και φθηνότερων. Σε μια σειρά  τέτοια διλλήματα μπαίνοντας,  γνωρίσαμε την ύπαρξη του «Αστερίξ», σε παλιές εκδόσεις από το 1969, ή το «Βέλος», τον «Μικρό Σερίφη» που διάβαζαν οι μεγάλοι, τον «Ροκ» και φυσικά τον «Λούκυ Λούκ». Το καουμπόι που πυροβολούσε πιο γρήγορα απ` τη σκιά του, έπινε λεμονάδα και καβαλούσε ένα άλογο που διέθετε το χάρισμα της ομιλίας, την «Ντόλυ»! Καταδίωκε τους «Ντάλτον», που μονίμως το έσκαγαν από τις φυλακές φορώντας τις ριγέ στολές τους, τρέχοντας ή καλπάζοντας πάντα σε σειρά ανάλογα το ύψος τους! Από τον κοντύτερο – στον ψηλότερο. Ο «Τζόε» γίνονταν κόκκινος απ` το θυμό του, την ίδια ώρα που ο αδελφός του ο «’Αβερελ» δεν  μπορούσε να κατανοήσει γιατί το έσκασαν τον ώρα του συσσιτίου, χωρίς να φάνε! Ο κοντός, ο ψηλός και οι δύο ενδιάμεσοι, το πιο κουτό σκυλί της Άγριας Δύσης, ο «Ραταπλάν», μαζί με τον «Μπίλυ τον τρομερό» και τις καραμέλες κανέλα του και τόσους ακόμη απίστευτους χαρακτήρες των Morris και Goscinny, ξεπήδησαν απ` τα καρέ τους ατέλειωτες φορές, μπροστά στα έκπληκτα μάτια μας και ζωντάνεψαν σκηνές και ατάκες. Απ` τα «μεγάλα» εκείνα εικονογραφημένα της εποχής μας, ο «Λούκυ Λούκ» που πάντοτε τραγουδούσε το μελαγχολικό, «είμαι ένας φτωχός και μόνος καουμπόι» , στο τελευταίο καρέ της ιστορίας, είχε μια ξεχωριστή θέση όχι μόνο στην εκτίμηση μας, αλλά ακόμη και στις κουβέντες μας! Ήταν τότε που αφηγούμασταν τις περιπέτειες κάποιων τευχών, σ` αυτούς που δεν τα είχαν διαβάσει! Τα χρόνια που είχαμε μέσα στις «προτεραιότητες» και τις «αξίες» μας, το να μοιραζόμαστε αυτά που γνωρίζαμε… Να μην τα κρατάμε για μας… Ακόμη και μια φράση, μια λέξη, ένα αστείο, μια σελίδα που το μελάνι δεν είχε τυπωθεί καλά πάνω της, όλα ήταν αντικείμενο μετάδοσης σε όλους. Τίποτε δεν έμενε «δικό» μας, με τον αυστηρό αυτό τόνο της φωνής των γονιών μας, που επέλεγαν για να μας τονίσουν τα προτερήματα της «ιδιοκτησίας». Έτσι, τα τεύχη πήγαιναν κι έρχονταν, έβρισκαν νέους αναγνώστες, νέους ιδιοκτήτες. Μερικές φορές σκεπτόμουν ότι τελικά δεν κατέληγαν πουθενά, αλλά ακούραστα γυρνούσαν όλη τη γειτονιά, όλη την πόλη. Ίσως όταν τελείωναν μαζί της, να πήγαιναν κι αλλού, πιο μακριά. Ίσως αυτός να ήταν και ο σκοπός τους. Να φτάσουν στο πιο μακρινό σπίτι και να διαβαστούν από όσους περισσότερους γίνονταν. Μια αξία που μπορούσε να νικήσει την πλεονεξία… Να βάλει την αλαζονεία σε ένα καπέλο ταχυδακτυλουργού και από μέσα να τραβήξει στη θέση της έναν χαρούμενο και ξαφνιασμένο λαγό…

Τα ραντεβού μας με τον κόσμο της έβδομης τέχνης, στα χαλίκια των δίχως σκεπή σινεμά, με τις πλαστικές καρέκλες – παγίδες, που δίπλωναν και αιχμαλώτιζαν κάθε αταξία, ήταν κάτι σαν το αλάτι στο φαγητό. Απαραίτητα για να νοστιμίζουν τις εικόνες και τις μνήμες και να τους προσδίδουν μια διαχρονική αξία, που όμοια της δύσκολα μπορούσε να βρεθεί ανταγωνιστής. Τι κι αν η κόπια ήταν τόσο πολύ παιγμένη, σε τόσους κινηματογράφους μέχρι να έρθει και στον δικό μας, μέχρι που στο τέλος κόβονταν η κορδέλα στη μηχανή, ή γέμιζε το μεγάλο άσπρο πανί με οπτικές χαρακιές; Δεν έπαιζε κανένα ρόλο. Ούτε η πολυκοσμία, ούτε το στρίμωγμα στην είσοδο και την έξοδο, ούτε καν οι ευρηματικές χιουμοριστικές ατάκες των θεατών, που σε ξεκάρδιζαν στα γέλια και γελοιοποιούσαν την ίδια την ταινία. Το γραφικό κυλικείο με το περιορισμένο ρεπερτόριο αγαθών ,ή το κεφάλι του πιο ψηλού θεατή που εμπόδιζε την θέα της περιπέτειας και ανάγκαζε τον πιο κοντό να πηγαίνει περά – δώθε, ήταν κάτι που δεν μπορούσε ένα συγκριθεί με τον χώρο και το σκηνικό. Με τον ίδιο τον σκοπό παρουσίας στο χώρο αυτό των ονείρων. Το φτερούγισμα τους ήταν ατομικό, σιωπηλό, πάνω απ` τα καθίσματα. Στα κλαδιά των κυπαρισσιών που λύγιζαν από το μαΐστρο του Αυγούστου,  στη λάμψη των ατέλειωτων αστεριών που κυμάτιζαν στο θόλο του ουρανού… Αυτή εκεί ψηλά, ήταν η οθόνη όσων έρχονταν για να δουν το δικό τους έργο. Αυτό που ανέπνεε και σχηματίζονταν, μέσα σε ήχους από σπαθιά, πιστόλια, γέλια και γροθιές… Όλα αυτά, ήταν η προτεινόμενη μουσική, που κι αυτή κάποια στιγμή αραίωνε και χάνονταν, για να αντικατασταθεί απ` αυτήν της ψυχής του κάθε ονειροπόλου πνεύματος… Μα βέβαια ήταν μαγεία! Τι άλλο θα μπορούσε να είναι; Σκαρφάλωνες στ` αστέρια και μιλούσες με τα πλάσματα της φαντασίας! Χανόσουν στα φτερά τους! Μια μαγεία παντοτινή, κι ας είναι πια μακρινή ανάμνηση. Όσοι μπήκαν ποτέ σε ένα τέτοιο σινεμά, θυμούνται μόνο τη στιγμή και τα συναισθήματα και σπάνια το ίδιο το έργο. Ίσως να λέει κάτι κι αυτό… Θυμάμαι κάποιες από τις μουσικές που ακούγονταν στα διαλλείματα, που με έναν ανεξήγητο τρόπο γυρίζουν χρόνια τώρα στο μυαλό μου, με τις μελωδίες να παίρνουν μορφές και σ` αυτές να πρωταγωνιστούν οι μικροί καθημερινοί ήρωες της γειτονιάς, αυτοί που είχα για συμπαίκτες, αλλά και εκείνοι που στέκονταν πιο κάτω σαν αντίπαλοι. Οι μανάδες και οι παλιατζήδες, οι γαλατάδες και οι εφημεριδοπώλες. Σα να χώρεσαν όλοι τους στο καστ ενός ρετρό στούντιο. Σαν και αυτά που γυρίζονταν στα σκηνικά τους το “Star Trek”, ή το «Χαμένοι στο διάστημα»… Aquarius – let the Sunshine in, Reach Out(I`ll be there), Mammy Blue, Sunny και τόσα ακόμη μικρά δισκάκια, εναλλάσσονται στο juke box του μυαλού… Καθώς ανασαίνουν κάτω από το βάρος της βελόνας, αφήνουν μικρά επιφωνήματα απ` τα αυλάκια τους, ήχοι όπως του ξύλου που τυλίγεται στις φλόγες στο τζάκι… Κι όλα πιο μακριά σε ρουφάει στο χθες, αυτή η δίνη… Ως που, ξαφνικά προβάλει ένα γνώριμο κίτρινο περίπτερο, σκεπασμένο σχεδόν από την χάρτινη επιφάνεια και τη γυαλάδα τόσων περιοδικών! Σα να βγήκε από το λυχνάρι του Αλαντίν, ακούγοντας τις ψιθυριστές μας επιθυμίες. Μικρά και μεγάλα εικονογραφημένα, οικογενειακά, η «Ραδιοτηλεόραση», ο «Ταχυδρόμος», τα αστυνομικά τομάκια της Άγκαθα Κρίστι, τα Βίπερ, ο επίγειος παράδεισος του ματιού μας! Κάθε ράφι και στοίβες απ` αυτά! Κι όσα δεν χωρούσαν, κρεμόντουσαν από τα πλαστικά, πολύχρωμα μανταλάκια, πάνω στα σύρματα, ολόγυρα του! Λένε ότι η αξία των εικόνων σαν κι αυτές, δεν μπορεί να μπει σε σειρές ιεραρχημένες και να αρχειοθετηθεί. Κι όσοι το λένε αυτό έχουν απόλυτο δίκιο! Γιατί αυτές οι αξίες είναι ζωντανές και όχι βαλμένες στις σελίδες κάποιου βιβλίου. Είναι από μόνες τους ένα μεγάλο κεφάλαιο. Αυτό που για τίτλο του έχει το όνομα του καθενός. Μέσα σε ένα τέτοιο, αλλιώτικο απ` τα άλλα βιβλίο, το προσωπικό μου κεφάλαιο αναφέρει και το όνομα «Λούκυ Λούκ» στις γραμμές του και δίπλα έχει ένα μικρό αστεράκι παραπομπής, σαν αυτά που περίμενα να πέσουν κοιτάζοντας πάνω απ` τα θερινά σινεμά… Όταν ακολουθείς τη παραπομπή στο κάτω μέρος της σελίδας, υπάρχει ένα λιτό κείμενο επεξηγηματικού χαρακτήρα.

Καλοκαίρι 1974 – «Το Κάνυον των Απάτσι». Με το τεύχος στο χέρι, η επιστροφή στο σπίτι ήταν σα να είχαν σκαρφαλώσει τα πόδια μου σ` ένα μαγικό σύννεφο και να μην πατούσαν στα πλακάκια… να αιωρούνταν πάνω τους…

Τι δεν είχε εκείνο το τεύχος! Ένα εικονογραφημένο οργιώδες πανηγύρι, ινδιάνων και καουμπόηδων, με καταπληκτικές κωμικές σκηνές, φοβερές φάτσες και με την ευρηματικότητα των δημιουργών του να χτυπάει κόκκινο! Ήταν πνιγμένο στο χρώμα! Κάθε σελίδα, κάθε καρέ, ήταν περικυκλωμένο από την επέλαση τους χρώματος! Έφιππο, με τα άλογα του και τον σαλπιγκτή, τον επικεφαλής αξιωματικό και το γυαλιστερό ξίφος! Μια πανδαισία χρώματος που έβγαζε μια πρωτόγνωρη ζωντάνια!  Καθώς γύριζε κάθε βαριά σελίδα χαρτιού, έρχονταν από παντού εικόνες και αρώματα! Ένα λούνα πάρκ συναισθημάτων, γεμάτο υπέροχα παιγνίδια, καινούργια, λαμπερά. Μπορεί σήμερα να ανήκει στις οφθαλμαπάτες και τις ξεπερασμένες αξίες, τις παλιομοδίτικες. Να είναι χιλιοδιαβασμένο και γνωστό σε όλους, ένα απλά κοινότυπο σενάριο σαν τόσα άλλα. Να έχει χάσει τη δύναμη του και να μην μπορεί να βγάλει την ομορφιά και το καθάριο πνεύμα. Τη φρεσκάδα της νέας ιδέας, που συναρπάζει. Ίσως να έχει χαθεί στις λεπτομέρειες, όπως το αληθινό νόημα όσων ζούμε… Να έχει πάρει θέση σε ράφια «αξιολόγησης» αναμνήσεων, ή να είναι καλογυαλισμένο, φαινομενικά χαρούμενο μέσα στις ολοκαίνουργια συσκευασία του. Την νέα του έκδοση, την πολλοστή. ..Όμως ακόμη και έτσι να είναι, αν ο αναγνώστης έχει ακόμη λίγη από κείνη τη θέληση να αμφισβητήσει τα πανταχού «δεδομένα» των ημερών, αν έχει κάτι στο βλέμμα από εκείνο της παιδικής αχόρταγης πείνας για κάθε τι νέο, θα βρει λόγους για να αναστήσει παλιούς ήρωες και να γελάσει με τα καμώματα τους. Να ταξιδέψει στα καρέ, θολώνοντας απλά τα μάτια σε ένα απ` αυτά.  Κοιτάζοντας το επίμονα, σαν κάτι να θέλει να του πει. Να του θυμίσει… Ίσως έτσι δει ξανά και τον Τζάκ Πάλλανς να υποδύεται τον ινδιάνο αρχηγό, το χωρισμένο στα δύο φαράγγι, που μοιάζει με καρπούζι κομμένο στη μέση, τον Λούκυ Λούκ πασαλειμμένο από μέλι, δεμένο σε τέσσερα παλούκια στη γη και τον ανόητο μικρό ινδιάνο να γλύφει το μέλι! Το μόνο που δεν μπορεί να γυρίσει πίσω σε μια καινούργια έκδοση όλων όσων έγιναν στο «Κάνυον των Απάτσι» του`74, είναι μερικές λεπτομέρειες εκείνων των παλιών σελίδων χαρτί. Η στήλη με τα γράμματα των αναγνωστών και οι απαντήσεις του συντάκτη, ο «Λάμπης ο Καμπόης», τα σταυρόλεξα που είχαν ακριβώς κάτω και την λύση τους, στην ίδια σελίδα, οι γελοιογραφίες με το αθώο χιούμορ που σήμερα φαντάζει παρωχημένο, οι εγκυκλοπαιδικές γνώσεις, τα αυτοτελή διηγήματα καουμπόικα και λογοτεχνικά, αλλά και οι «Διακοπές στην Άγρια Δύση», που δημοσιεύονταν σε αυτοτελή επεισόδια κάθε μήνα. Αυτά, δεν μπορούν να βρεθούν στα σημερινά τεύχη, τα τεχνικά επεξεργασμένα και άψογα αισθητικά. Γυαλιστερά και με ιλουστρασιόν θαμπή λάμψη. Γιατί εκείνα τα τεύχη της δεκαετίας του`70, ανάπνεαν στις σελίδες τους. Ήταν ζωντανά σαν τις αξίες. Σου έδιναν πολλά περισσότερα από τις 10 δραχμές που κόστιζαν. Ήταν μια πολυτέλεια που έδινε άλλους τόνους στην καθημερινότητα μας. Την έκαναν πιο προσιτή και μείωναν την απόσταση της από το ακατόρθωτο. Μας έκαναν να γεμίζουμε ικανοποίηση, για την πίστη μας στο ένστικτο, που όχι μόνο δε μας πρόδιδε, αλλά επιβεβαίωνε τους τολμηρούς, όπως σήμερα η ατολμία δίνει το «οκ», σε όσους την επιλέγουν για σύντροφο στον σύντομο αυτό περίπατο…

Γιώργος Κοσκινάς

Το πιο πάνω κείμενο υπογράφεται από τον Γιώργο Κοσκινά και είναι προστατευμένο και κατοχυρωμένο πνευματικά. Οποιαδήποτε αντιγραφή μερική ή ολική χωρίς την συγκατάθεση του δημιουργού, επισύρει τις προβλεπόμενες από το νόμο κυρώσεις.

Διαβάστε όλα τα αποκλειστικά δημοσιευμένα τμήματα αυτά, του νέου βιβλίου των Εκδόσεων Αιγόκερως, στην υπό – κατηγορία μας «ΙΣΤΟΡΙΕΣ & ΤΕΥΧΗ«.

http://wp.me/PKxow-1j2

ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ΤΕΥΧΗ ΚΟΜΙΚΣ 21. «ΠΙΣΤΟΛΕΡΟΣ» ΤΕΥΧΟΣ 63 «Ο ΓΥΙΟΣ ΤΟΥ ΠΑΡΑΝΟΜΟΥ»

Όλα αυτά που δείχνουν να έχουν αποδεχτεί το ένα την παρουσία του άλλου και έτσι συμβαδίζουν φιλικά, οι μνήμες και τα εικονογραφημένα μας παραμυθένια πρότυπα, δεν είναι πάντα ένα ευχάριστο σεργιάνι στα φτωχόσπιτα που μεγαλώσαμε. Έχουν και στιγμές θλίψης, στεναχώριας, χαμηλών βλεμμάτων στο πάτωμα, ήχους από μαλώματα και αγριεμένες φωνές, κλάματα και ένα τρεμούλιασμα στα γόνατα… Αμηχανία και χείλη ίσια σαν ευθεία γραμμή, ανέκφραστα κι αγέλαστα… Είναι τα νέα συναισθήματα, λαμπερά σα την επιφάνεια του καινούργιου εξώφυλλου, με τα πολλά χρώματα και τις υποσχέσεις, κάτω από τη γνώριμη γραμματοσειρά. Όλα χρειάζονταν κι ας επιλέγαμε ότι πιο χαμογελαστό και φωτεινό. Ήταν απαραίτητα για να έχεις την χροιά τους στα αυτιά, την υφή στις παλάμες, όπως όταν έμεναν τεντωμένες και τρεμόπαιζαν, μια πάνω – μια κάτω, μια κλειστές – μια ανοιχτές, στο ανεβοκατέβασμα του χάρακα… Κι εκείνες οι παιδικές αταξίες, όταν έφταναν πρόσωπο με πρόσωπο με την τιμωρία, άφηναν κάτι πίσω τους, κάτι που κατάφερνε κι αυτό να χωρέσει στις χάρτινες σακούλες του μανάβικου, στα μικρά βάζα με τις χειροποίητες καραμέλες και στα φύλλα εφημερίδας που τυλίγονταν οι τηγανιτές μαρίδες… Όλα τα ρούφηξε ο δυνατό αέρας, μαζί με τα πεσμένα, κίτρινα φθινοπωρινά φύλλα. Χόρεψαν αδιάκοπα στους ρυθμούς του, αλλάζοντας διαρκώς παρτενέρ. Η εφημερίδα με το φύλλο του πλάτανου, το κλωνάρι από το γιασεμί  με τις σχισμένες σελίδες του Μίκυ Μάους… Ένας ατελείωτος χορός, με τόσες εναλλαγές στη μουσική. Πότε κάποιο ντεμοντέ βαλς των παππούδων, πότε ένα ξέφρενο ροκ εν ρολ, πότε μια εξωτική και σαγηνευτική μελωδία, από κείνες που ακούγονταν στις ταινίες του θερινού σινεμά… Συνοδευτικά και διακριτικά, έμπαιναν στα πλάνα και στόλιζαν τα τοπία, χάιδευαν τα πρόσωπα των πρωταγωνιστών… Κι έπειτα, όταν κουράζονταν από τις σκηνές και τα λόγια, έμεναν ακίνητα και κοιτούσαν το έργο. Μαζί τους κι εμείς. Αυτές οι μουσικές στιγμές πολυτέλειας, που έδιναν στις ζωές μας έναν άλλο τόνο, μια ξεχωριστή νότα αισιοδοξίας, ακόμη κι όταν δραπέτευαν από τα ραδιόφωνα της εποχής στα καντούνια, είχαν κεντημένες πάνω τους τις υφασμάτινες ανθρώπινες προσδοκίες… Είχαν τυλίξει όνειρα που φεγγοβολάνε κάτω απ` το φως των αστεριών, ένα πετάρισμα στο στήθος, στο μέρος της καρδιάς, μια σκέψη που δεν έλεγε να ξεκολλήσει από το νου… Τίποτα απ` όσα μαζεύουμε τελικά, δίνοντας τα «αντίτιμα» που αναλογούν στον καθένα, ή απλά με το να περάσουμε την κατάλληλη στιγμή πάνω από ένα πεσμένο κέρμα, δεν έχει την αξία της μάλλινης κουβέρτας που μας σκέπασε τότε, φτιαγμένης από το χέρι της γιαγιάς… Μια πράξη αγάπης, που τόσο αυθόρμητα, τόσο αθώα μας αγκάλιασε. Η δική μας παιδική ανοησία, βρήκε τον τρόπο να χαλάσει πολλές φορές την όμορφη εκείνη εικόνα της ψυχής, των ανθρώπων που έδωσαν για μας τα πάντα, με μια κίνηση απρόσεχτη, ένα λάθος αφελές, μια θυμωμένη λέξη… Ζούμε μια συνεχιζόμενη απόκλιση από το ιδανικό, που δε λέει να σταματήσει για λίγα λεπτά, να ξαποστάσει και να μας αφήσει να μικρύνουμε την απόσταση απ` όσα θέλουμε να αγγίξουμε. Αυτή η σχέση καταστροφής, η κραυγή των υποταγμένων συμβιβασμών που τρυπάει τα αυτιά, είναι το τμήμα του βιβλίου με τα ακαταλαβίστικα λόγια, εκείνου που διαβάζουμε ξανά και ξανά και πάλι πίσω γυρίζουμε κάθε τρεις και λίγο, γιατί ποτέ το νόημα του δεν απλώνει σα γνώση, σα θύμηση… Ίσως ότι κυνηγάμε να φέρουμε από τη μάντρα του ανέφικτου, του απραγματοποίητου το χωράφι αυτά που ζηλεύουμε, να μην είναι παρά μια ατέρμονη πάλη με τον ίδιο μας τον εαυτό, ένα τεστ των δυνάμεων και των ορίων μας, αλλά συγχρόνως και κάτι που δίνει νόημα στις κούφιες μέρες και νύχτες. Που τις κάνει τόσο ξεχωριστές, σα να αγωνίστηκες για κάτι, να ίδρωσες, να κουράστηκες και να επιστρέφεις σπίτι με τα πνευμόνια γεμάτα από το βάρος της ικανοποίησης. Ένα «πρέπει» εσωτερικό, που υπαγορεύει το χθες, που επιβάλει το σήμερα, που ίσως να καθρεφτίσει κάτι από το αύριο… Η εμπειρία μοιάζει με τους ανεμόμυλους του Δον Κιχώτη. Όσο παλεύεις να την γκρεμίσεις, τόσο πιο εύκολα σε ρίχνει από το άλογο… Ούτε οι σοφές συμβουλές, ούτε τα παραδείγματα μπορούν να οδηγήσουν το χέρι, για να στοχεύσει με σιγουριά, σταθερά στο στόχο. Είναι κάτι που για να αφηγηθείς, πρέπει πρώτα να πέσεις κάτω. Κι αν ο ανεμόμυλος δεν χάσει κανένα του φτερό, σημασία έχει που γνώρισε αντάξιο αντίπαλο…

Σκέφτομαι καμιά φορά, ότι τα καπρίτσια της ζωής καταφέρνουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, να μας αλλάζουν τη γνώμη και έπειτα να αλλάζουν κι εμάς. Σαν τη γεύση της μπύρας, που μικροί αντιπαθούσαμε την πικράδα της και μεγάλοι πια της προσδίδουμε επιφωνήματα απόλαυσης. Ή σαν τον αναπτήρα, που δεν μπορούσαμε να γυρίσουμε τη ρόδα του και που τώρα η επανάληψη μας έχει γίνει κάλος στα δάκτυλα. Κάπως έτσι ότι απορρίπτεις, γίνεται στη συνέχεια βίωμα, συνήθεια, υποταγή ίσως, εναρμονισμένη με την πορεία ένταξης στο εριστικό κατεστημένο, που γεννάει μόνο ανασφάλειες και φόβους, πολύ μεγαλύτερους από τους παιδικούς. Εφιαλτικά αγκάθια, γύρω από κάθε λουλούδι που φύτρωνε στα όνειρα μας. Γι` αυτό και καθημερινά φουντώνουν οι σιωπηλές διαμαρτυρίες, μεγαλώνει ο αριθμός όσων βαρέθηκαν αυτό το στημένο επιτραπέζιο, με τον καθορισμένο από πριν νικητή. Κι έτσι όλο και κάτι βρίσκεται να μας γυρίζει πίσω στο χρόνο, να μας παίρνει μακριά από τον οδοστρωτήρα που τα ισιώνει όλα στο πέρασμα του. Ένα τηλεοπτικό σποτ, μια εταιρεία που δεν γονάτισε ακόμη από τη λαίλαπα της παγκοσμιοποίησης και εξακολουθεί να στέλνει στα ράφια εικόνες από το χθες, ένα – δύο τσαγκάρικα που συνεχίζουν να μας μπαλώνουν τα φθαρμένα παπούτσια, ένα παγωτό σε σχήμα πατούσας, που ανοίγει τα μάτια διάπλατα όπως τότε που το πρωτοείδαμε , μερικοί βώλοι σε ένα διχτάκι, ένα φθαρμένο εικονογραφημένο που βρήκε καταφύγιο στο συρτάρι του κομοδίνου, χωρίς οπισθόφυλλο… Μικρές σαΐτες τις λέω αυτές, όπως εκείνες που φτιάχναμε από τα φύλλα των τετραδίων και τις αμολούσαμε με φόρα ψηλά. Τι κι αν μετά από λίγο έπεφταν κάτω ζαλισμένες, κάνοντας κάτι κωμικούς κύκλους, σαν να έτρωγαν την πλαστική μυγοσκοτώστρα κατακέφαλα. Ήταν η δική μας αντίρρηση στα «έτοιμα» και τα «σερβιρισμένα», καλοκουρδισμένα παιγνίδια των καταστημάτων. Δεν έβγαζαν τίποτα λιγότερο από την εφευρετικότητα και την εναλλακτική πρόταση για παιγνίδι, σε βάρος του απλωμένου χεριού που σου δίνει τη λύση, δίχως να κοπιάσεις. Μα αυτό ακριβώς ήταν και το ζητούμενο. Να στύψεις το κεφάλι για να γεννήσει ιδέες και να τις κάνεις να ζωντανέψουν έπειτα! Αν έσκυβες πάνω από τις σκέψεις των άλλων και άκουγες τα εργοστάσια να δουλεύουν παράγοντας χαμόγελα παιδικά, δεν υπήρχε κανένα νόημα. Ήταν σαν να έσκυβες μαζί και το κεφάλι, σα να είχες κάνει μια «κακή πράξη», σα να είχες στεναχωρήσει ή απογοητεύσει τους γονείς σου. Σα να περίμενες να σε μαλώσουν. Μπορεί για κείνους να ήταν μια εύκολη λύση, όμως περίμεναν συγχρόνως και από εσένα να την αρνηθείς, για χάρη της φρεσκάδας του μυαλού, του κεφιού και της «αντίστασης» που ήθελαν να ζήσουν μέσα από τις δικές σου πράξεις. Το «απαγορευμένο» και το «επιτρεπτό», ήταν σαν ένα λάθος φορεμένο ζευγάρι «Ελβιέλες», με το δεξί πόδι να πατάει στο αριστερό παπούτσι και το αριστερό στο δεξί. Ένας κλόουν με περπάτημα πιγκουίνου. Κι όμως, για να νοιώσεις αυτό τον πόνο και την δυσκολία στο βάδισμα, έπρεπε απλά να το δοκιμάσεις. Ήταν απαραίτητο όπως η θεά της σκανδαλιάς, που ενώ σε προκαλεί να παραβγείτε στο τρέξιμο, ξέροντας ότι θα είσαι αυτός που θα μείνει πίσω από την εκκίνηση, δέχεσαι αδιαμαρτύρητα για να το ζήσεις.

Κι ενώ η εικόνα του «παράνομου» ήταν μια μάλλον συγκεχυμένη έννοια και ελαφρώς διαστρεβλωμένη, περνώντας από τα φίλτρα της τότε γνώσης και των βολβών που είχαν φυτρώσει χωρίς τη δική μας συμμετοχή στη σπορά, η κόμικς και τηλεοπτική προβολή του «ορθού» και του «ανάποδου» έρχονταν για να περιπλέξει ακόμη περισσότερο τα πράγματα. Όταν έβλεπες για παράδειγμα τον μασκοφόρο Αμερικανό καουμπόι να επιβάλει το νόμο και την τάξη, τον Lone Ranger και το πιστό του άλογο, μια φιγούρα κλασσική πια στα μάτια όλων μας, δεν υποψιαζόσουν ποτέ ότι ο σκηνοθέτης με τον σεναριογράφο θα μπορούσαν να του γκρεμίσουν την εικόνα συθέμελα, κάνοντας τον να έχει καταβολές «παράνομου». Να κατάγεται από σόι ληστών, ας πούμε και να προσπαθεί σε κάθε του περιπέτεια να εξιλεωθεί για το αμαρτωλό παρελθόν που δεν όριζε και να εξαγνίσει το όνομα των «κακών» του συγγενών. Ήταν σαφώς μια ενδιαφέρουσα παράμετρος, μια πτυχή που ανοίγει σαν βεντάλια σε άλλες παραστάσεις, προφανώς θα τις χαρακτηρίζαμε σαν πιο γήινες, πιο ανθρώπινες, πιο τρωτές, πιο χαμηλοί σαν «φράχτες», πιο κοντά στις δυνατότητες του καθενός για να τους καβαλήσει. Βέβαια, απομυθοποιείται ο θρύλος και καταρρίπτεται το απροσπέλαστο είδωλο του, αυτό που τον περιβάλει σαν φωτοστέφανο και του δίνει εκείνη την απαραίτητη προστασία, κάτι σαν ατομική ενεργειακή ασπίδα. Κι έτσι κατά κάποιον τρόπο γυμνός και αδύναμος, καθημερινός μέσα στα πάθη του χαμένος σαν κι εμάς, σταυρώνεται και σταυρώνει, πονάει και ανασαίνει. Είναι θνητός πια και ακόμη και ένα μικρό αγκάθι κάκτου, μπορεί να του αφήσει σημάδι από το τσίμπημα. Ίσως να μην ήταν ο αλώβητος και ατρόμητος υπερασπιστής των αξιών, αλλά θα είχε ενδιαφέρον να τον δούμε σε ένα τόσο κακοτράχαλο μονοπάτι, να ανεβοκατεβαίνει ιδρωμένος και σκονισμένος μέχρι τα μάτια. Θα τον έφερνε ενδεχομένως πιο κοντά στην δική μας πραγματικότητα και θα τον έκανε να μπορεί ακόμη και να σταθεί μπροστά μας, να μας μιλήσει, να μας ακούσει. Να πετάξουμε με τη σφεντόνα ένα χαλίκι στη σάρκα του, να τραβήξουμε την ουρά του αλόγου! Και πέρα όμως από όλο αυτό το κατρακύλημα του ατσαλάκωτου και «ορθού», μέσα στα λασπωμένα νερά της αμφισβήτησης, ακόμη πιο προκλητικό είναι να αντικρίζεις μια μετέωρη σκιά, που αμφιταλαντεύεται μεταξύ «σωστού» και «λάθους», έχοντας ζήσει και στις δύο πλευρές, με χίλιες δύο αυταπάτες και άλλες τόσες ρετσινιές στα ρούχα απλωμένες σα λεκέδες. Ένας ήρωας που αντιμετωπίζει τους εφιάλτες του παρελθόντος του, κι εκείνο τον κατατρέχει σε κάθε αγχωμένο γύρισμα του κεφαλιού προς τα πίσω. Εκείνος στρίβει με μια τρελή ταχύτητα στις γωνιές, αλλά δεν μπορεί να ξεφύγει. Όσο κι αν τρέχει, όσα εμπόδια και αν υπερπηδάει. Τον ακολουθεί σα σκιά. Τρεμοπαίζει μαζί με το φως της κάθε του σταγόνας ελπίδας, πάνω στο κηροπήγιο. Τον γεμίζει σχήματα από συναισθήματα, ρευστά σαν το ρετσίνι που αργοκυλάει στο δέρμα του πεύκου. Θα μπορούσε να ήταν μια στιγμή που η αλήθεια πετάει τα περιττά της ρούχα, για να μας αποκαλυφτεί γυμνή, χωρίς κανέναν ενδοιασμό και υπεκφυγές. Γιατί το αληθινό δεν είναι απαραίτητα φτιαγμένο από ευγενή μέταλλα και πολύτιμους λίθους, ούτε περπατά με ορθωμένο το ανάστημα περήφανα, ατσαλάκωτα, άφοβα και απόμακρα. Το αληθινό δεν είναι απαραίτητα αρεστό και καταξιωμένο στα μάτια μας, υπεράνω κάθε υποψίας, στον απυρόβλητο πύργο του σκαρφαλωμένο, να κοιτάζει αφ` υψηλού. Δεν είναι ούτε καν ο «κανόνας» που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση, παρά μόνον υπακοή. Είναι η λερωμένη όψη της καθημερινής πάλης, με τις φοβίες, τα τέρατα των φανταστικών μας κόσμων, τους εφιάλτες που ζωντανεύουμε με τις επιλογές μας και όσων πρέπει να υποστούμε χωρίς καν να φταίμε, μόνο και μόνο γιατί κουβαλάμε ένα αμάρτημα – σκυταλοδρομίας, προερχόμενο από τα σφάλματα ενός δικού μας παρελθόντος, αλλά μόνον στο όνομα γαντζωμένο, σα τον «παράνομο» που προσπαθεί να κρατηθεί από την ρίζα του θάμνου και να μην πέσει στον γκρεμό…

Το πρότυπο τούτο, το χιλιομπαλωμένο σα τα πανωφόρια μας, δεν το είδαμε ποτέ να τριγυρνά σα χαμένο στις ερήμους και στις πόλεις φάντασμα, ούτε να γεμίζει με άμμους και να διώχνει τις μπάλες άχυρα που του φέρνει ο μανιασμένος αέρας, σα να διώχνει μακριά ένα άσχημο όνειρο. Είχαν φροντίσει να τον έχουν πασπαλίσει με εκείνη την σκόνη που λαμπυρίζει και μοιάζει με πυγολαμπίδα που έχει χάσει τον ύπνο της. Αγέρωχος και απτόητος, δίχως ψεγάδια πουθενά πάνω του, έρχονταν για να μας υποδείξει τον δρόμο της αρετής, αυτόν που μακροπρόθεσμα οδηγεί στη λύτρωση. Ήταν μια φιγούρα που απόπνεε σιγουριά και δικαιοσύνη, με μια καταδικαστέα αντίληψη κάθε είδους αμαρτίας. Γεμάτος απαγορευτικά και με το άστρο του να φεγγοβολά, ο άφοβος αυτός καθοδηγητής μας έγινε ένα με τις αδύναμες να βγάλουν φαντασία στα χρώματα τους, εικόνες των σχολικών βιβλίων. Πέρασε όμως τις διδαχές του, κι ας ήταν αρκετά καλά καμουφλαρισμένες μπλόφες σε μια παρτίδα πόκερ στημένη. Τότε δεν του κρατήσαμε κακία, όπως δεν κρατήσαμε σε κανένα φίλο που μας πέταξε χαλίκια στα μάτια, ή έκλεψε στους βώλους κάνοντας «φουρνιά». Ήταν μέσα στο παιγνίδι και απλά το δεχτήκαμε αδιαμαρτύρητα. Έπειτα όμως, όταν το χρώμα αντικατέστησε τα ασπρόμαυρα «τσαφ» και «τσουφ», του εξόφθαλμου εκείνου μεταλλικού κουμπιού, που άλλαζε τα κανάλια στην τηλεόραση, όταν βουλιάξαμε στις έγνοιες του καναπέ τις αναπαυτικές, κρατώντας ένα μοντέρνο τηλεχειριστήριο, τότε είδαμε πίσω από το είδωλο του. Τα μάτια μας τον διαπέρασαν σαν να μην είχε ύλη και αντικρίσαμε τη σκόνη πίσω απ` τα πέταλα του αλόγου του. Είδαμε τον «δρόμο» που άφησε και τα ίχνη πάνω στο χώμα. Σε κάποιους αυτά όλα φάνηκαν σαν ανούσιες λεπτομέρειες και πήραν το βλέμμα τους ξανά μπροστά, στην συνέχεια της περιπέτειας.  Κάποιοι άλλοι όμως, παράτησαν την προβολή της ταινίας και βάλθηκαν να ακολουθήσουν το ταξίδι του καβαλάρη ανάποδα. Από το τέλος – προς την αρχή… Κάτι περίπου δηλαδή, σαν αυτά τα σκονισμένα κεφάλαια, που αφηγούνται μνήμες και σελίδες… Ένα τέτοιο μονοπάτι, χαμένο για καιρό μες` τη μανία του ανέμου, παρατημένο και ξεχασμένο, απάτητο για χρόνια, έφθασε η στιγμή να βαδίσουμε. Έστω και νοερά. «Στα ψέματα», που λέγαμε μικροί. Κι έτσι, ένα ακόμη μικρό τεύχος κόμικς πάλι λιποθυμάει από το ράφι, για να πέσει στις ανοιχτές αγκάλες της νοσταλγίας και να αφηγηθεί το παραμύθι του «νόμου» και του «παράνομου» ανάποδα. Από το τέλος προς την αρχή. Δίχως την ωραιοποίηση, του φανταχτερού κόσμου που ζει στα κινηματογραφικά πανιά. Ήταν κι αυτό μέρος των ερωτημάτων που γεννήθηκαν και πρόσβαλαν τις μέχρι τότε διαμορφωμένες αντιλήψεις ενός πιτσιρικά. Κουβαλούσε βλέπετε μπόλικα από τα στοιχεία που μπορούσαν άνετα να το κατατάξουν σαν «αιρετικό», σαν μια παραφρασμένη και αρνητικά μάλιστα, ιστορία για όπλα, σφαίρες, σκόνη και αίμα. Τίποτα από όλα όσα είχε στα μπαλονάκια και τα καρέ του, δεν ακολουθούσε μια λογική σειρά, απ` αυτές που μονοπωλούσαν το ενδιαφέρον των κατασκευαστών τέτοιων αναγνωσμάτων. Γιατί οι άνθρωποι θα σκέφτονταν, «τι, να γράψουμε σενάρια που ο ήρωας δεν είναι ξεκάθαρα «καλός»; Που παλεύει να βρει την ταυτότητα του και να χαράξει στο τέλος ένα δρόμο δικό του, κι όχι από αυτούς που ήδη είναι έτοιμοι και χιλιοπερπατημένοι; Και ποιος θα το διαβάσει αυτό;» Κι όμως. Και η ιστορία βρέθηκε και ο κατάλληλος ήρωας, αλλά και το ιδανικό σκίτσο! Κι όχι μόνο αυτό, αλλά ο «γιός του παράνομου», ακόμη κι αν μπήκε σε μια σειρά κόμικς που χάθηκαν πολύ γρήγορα από μπροστά μας, από την βιασύνη μας να μεγαλώσουμε, ή από την αντίστοιχη του εκδότη να πάει παρακάτω, έμεινε με κάποιο περίεργο τρόπο σε κάποια σακούλα πλαστική και πριν μερικά χρόνια, σε ένα καθάρισμα της αποθήκης, έπεσε στο δάπεδο. Ξαφνικά ήταν ξανά μπροστά μου, φέρνοντας στο νου την πρώτη φορά που διάβασα την ιστορία του. Ήταν ξανά τυλιγμένος με σκόνη, όπως στις σελίδες εκείνες του «Πιστολέρος». Έμοιαζε σα να μην είχε περάσει ούτε δευτερόλεπτο από τα πρωτοβρόχια του 1973, τότε που πέρασε στα χέρια μου για να αφηγηθεί την δική του πάλη και τα δικά του ιδανικά. Σαν να ανταμώνουν δύο φίλοι, που πέρασαν μαζί πολλά, έζησαν έντονα συναισθήματα και ανακάλυψαν αξίες και έννοιες. Αυτά μου ήρθαν στο νου, στη θέα του έγχρωμου εξώφυλλου(το …demo των εκδοτών μας τότε…), με τον σκληροτράχηλο καουμπόι ντυμένο με χειμωνιάτικα ρούχα, να έχει τραβήξει το κολτ του. Χαμογέλασα με σφιχτά χείλη, προσπαθώντας να κάνω την γκριμάτσα του, όπως εκείνο το μακρινό πια Σεπτέμβρη, ένα απόγευμα του οποίου με είχε βρει να τραβάω περίστροφο στον καθρέφτη!

Γιώργος Κοσκινάς

Τα πιο πάνω κείμενο υπογράφεται από τον Γιώργο Κοσκινά και είναι προστατευμένο και κατοχυρωμένο πνευματικά. Οποιαδήποτε αντιγραφή μερική ή ολική χωρίς την συγκατάθεση του δημιουργού, επισύρει τις προβλεπόμενες από το νόμο κυρώσεις.

Διαβάστε και τις υπόλοιπες, αποκλειστικές πρό – δημοσιεύσεις, ειδικά για τους αναγνώστες και τα μέλη του Comics Trades, στην υπό – κατηγορία «ΙΣΤΟΡΙΕΣ & ΤΕΥΧΗ».

http://wp.me/PKxow-1j2

ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ΤΕΥΧΗ ΚΟΜΙΚΣ 20. ΤΙΡΑΜΟΛΑ ΤΕΥΧΟΣ 44 «Η ΔΟΥΛΕΙΑ ΕΞΕΥΓΕΝΙΖΕΙ»

Όσο κρατούσε το ζύγισμα στη χούφτα μιας πέτρας, μας ήταν πάντα αρκετό για να εντοπίσουμε το στόχο. Κάποιες φορές υπήρχε από πριν. Ήταν στο χέρι μας πριν καν γυρίσουμε το βλέμμα τριγύρω. Κάποιες άλλες ήταν το βάρος αυτό που καθόριζε το μέγεθος της αταξίας. Ένα χαλίκι δεν θα μπορούσε να χρησιμεύσει παραπάνω από ένα φιλικό «ε, εσύ! Ξύπνα! Εδώ είμαστε!». Ένα κομμάτι από σπασμένο κεραμίδι, είχε τη δύναμη να μας αλλάζει όψη και να οριοθετεί τη «ζημιά». Μια μπάλα ποδοσφαίρου, με την απαλή επιφάνεια του «λάθους», είχε περιορισμένες δυνατότητες, όχι όμως και τον απόλυτο έλεγχο. Αναπηδώντας έφθανε σε σημεία πιο μακρινά απ« το μάτι και να προκαλούσε χαμόγελα ικανοποίησης, όπως και τις φωνές του γείτονα, όταν την αντίκριζε στην αυλή του. Όσο εύκολα μπορούσε να δώσει χαρά και πολλά νέα παιγνίδια, άλλο τόσο ήταν ικανή να σκύψει τα κεφάλια και να γεννήσει ιδέες για το πώς θα επέστρεφε στον ιδιοκτήτη της. Βλέπετε μια μπάλα κυλούσε πιο μακριά από τη σκέψη μας. Απ` αυτά που τις υπαγορεύαμε, που ζητούσαμε από κείνη. Δεν κατάληγε ποτέ στα ίδια σημεία, σε αντίθεση με τους κύκλους που κάναμε εμείς. Η επανάληψη ήταν κάτι άγνωστο για κείνη, όσο κι αν η φορά ήταν η ίδια, ή το χέρι, ή ο κάτοχος, ακόμη και ο στόχος. Το δικό της βάρος, αυτό το λιγοστό, κατόρθωνε να δίνει τεράστιες διαστάσεις στις πράξεις και ακόμη μεγαλύτερες επιπτώσεις. Οι συσχετισμοί βάρους και αποτελέσματος, ήταν για πολλά χρόνια μονόλογος και ολοκαίνουργια μαθήματα, με μια χαρακτηριστική μυρωδιά φρέσκου χαρτιού. Αδιάβαστα και δίχως μουντζούρες στις κενές σελίδες. Κάθε φορά μάθαινες κι από κάτι χρήσιμο, απ` τις ίδιες γραμμές, απ` τα ίδια κεφάλαια. Ερμηνεύονταν όλα αυτά τόσο διαφορετικά, που ποτέ κανείς μας δεν παραπονέθηκε ότι κουράστηκε διαβάζοντας τα. Ίσως το λιγότερο βαρετό βιβλίο που τυπώθηκε ποτέ από τον ΟΕΔΒ(όταν – έχω – διάβασμα – βαριέμαι!). Βέβαια δεν μπήκε σε κανενός της σχολική τσάντα και δεν χρειάστηκε κανείς μας να «πει το μάθημα» του στην τάξη. Στους διαγωνισμούς όμως που ξεκινούσαν όταν χτυπούσε για τελευταία φορά το κουδούνι, ήταν απαραίτητο σε όλους και έδινε ακούραστα το παρόν. Αδιαμαρτύρητα. Ήταν ο μπούσουλας μας. Το μοναδικό βιβλίο που συμπλήρωνες καθημερινά νέες συμβουλές, ατάκες, συμπεράσματα, απαντήσεις, ασκήσεις. Γράφονταν ενώ ζούσαμε και μεγαλώναμε. Ενηλικιώνονταν μαζί μας. Αντλούσε εμπειρίες από τις δικές μας. Προσαρμόζονταν στις απαιτήσεις μας. Μας μάθαινε και το μαθαίναμε. Μια αλληλένδετη σχέση και η έννοια του αχώριστου συντρόφου. Η αλήθεια είναι ότι όσες φορές επαναλάβαμε σφάλματα, δεν επικαλεστήκαμε άγνοια ή κάποια δικαιολογία. Μπορεί να μην ανατρέξαμε στις σελίδες του, αλλά κι αυτό ήταν ένα τεράστιο, ομαδικό ή ατομικό, μάθημα της βαρύτητας των πράξεων μας. Οι περιγραφές δεν είχαν μια συγκεκριμένη έννοια και χαρακτηριστικά. Σχεδόν πάντα διατηρούσαν το στοιχείο της «πρώτης φοράς», κι ας ήταν η χιλιοστή. Άλλωστε για τον κάθε έναν ξεχωριστά, είχε κι από ένα αντίκτυπο, προσαρμοσμένο στις ιδιαιτερότητες του χαρακτήρα του. Στον τρόπο που εξαργύρωνε τα αποτελέσματα της σχέσης του με το «βάρος»… Πορευτήκαμε για αρκετά μεγάλο διάστημα, με τούτο το βιβλίο παραμάσκαλα. Οι πτυχές που αποκαλύφθηκαν στα μάτια μας και οι διαστάσεις που πήραν, ήταν αυτό που στην συνέχεια μας έδωσε μια πλήρη εικόνα όσων θα αντιμετωπίζαμε και βοήθησε τα μέγιστα ώστε να συνυπάρξουμε με ασφάλεια στην «ελαφρότητα» των καιρών .. . Μπορεί να «έχανε» στην αφήγηση, ή να υπολείπονταν εικονογράφησης, ήταν όμως η πρώτη μας γνωριμία με την προσαρμογή στην «σοβαρότητα» των καταστάσεων και αυτές τις «σχέσεις» τις θυμάσαι δίχως να τις κρίνεις για ψεγάδια. Είναι σαν τα πρώτα χτυποκάρδια, που όσα χρόνια κι αν περάσουν θα βρίσκουν τον τρόπο να κρατούν το βλέμμα μετέωρο στη σκέψη τους. Έστω και για λίγο.

Κάθε προσπάθεια για την ανακάλυψη νέων λέξεων, ήχων, συνειρμών και θαυμαστικών, ήταν τα χρόνια εκείνα μόνιμα σκαρφαλωμένη στα κλαδιά των δέντρων, ή σε κάποιο μισογκρεμισμένο τοίχο. Σε μια μάντρα, ή στα κάγκελα κάποιας αυλής σχολείου. Μας δίδασκε τρόπους για να περιορίζουμε τις συνέπειες της πτώσης. Μάτωνε μαζί μας σε κάθε αποτυχία. Μετρούσε τις δυνάμεις μας, κοιτάζοντας διακριτικά από απόσταση. Μας άφηνε να πειραματιστούμε. Να γνωρίσουμε την ταχύτητα κάθε δίνης καταστάσεων. Με ποιο τρόπο μπορούν να σε ρουφήξουν μέσα τους. Μάθαμε να καταλαβαίνουμε έτσι, τα όρια μας. Το πόσο βάρος αντέχει ένα κλαδί. Πόσο μπορεί να πονέσει μια σκασιά, ανάλογα με το ύψος. Μπορεί όλα αυτά να άφηναν μια πικρή γεύση, ή να γεννούσαν απογοήτευση. Ήταν όμως πολύ σημαντικά και με κάποιο περίεργο τρόπο μας τραβούσαν να τα βιώσουμε, γνωρίζοντας απ` την αρχή ότι οι εμπειρίες τους ήταν πολύ ψηλά ανεβασμένες. Εκεί που δεν τις έφτανε το χέρι, παρά μονάχα το μάτι. Αυτό το πάντα αχόρταγο, που σάρωνε ότι περνούσε από μπροστά του και έψαχνε για το ακατόρθωτο. Στο τελευταίο κλωνάρι της αγριοκερασιάς. Κι από εκεί το ύψος ζάλιζε και τα κλαριά λύγιζαν επικίνδυνα. Τίποτα όμως δεν μας σταμάτησε, δεν έγινε ανυπέρβλητο εμπόδιο στο δρόμο μας, Δεν κατάφερε να λυγίσει παρά μόνο τα κλαριά, κι όχι τα κορμιά μας. Αυτοί οι «απαγορευμένοι καρποί» ήταν η πεμπτουσία της ύπαρξης μας της ίδιας. Οι χαρακτήρες όλων αποκρυπτογραφούνταν ανάλογα με την υπομονή και το πείσμα του καθενός. Ανάλογα με το πόσο πίστευε σε ότι επιχειρούσε, πόσο το ήθελε, αυτά που σήμαιναν για κείνον. Κι όλα αυτά μας ακολούθησαν μετά, όταν πάλι μετρούσαμε δυνάμεις, με αλλιώτικο τρόπο και για διαφορετικούς λόγους. Κόλλησαν πάνω μας σαν προστατευτικά τσιρότα για τα κουνούπια. Οι ουλές τους μαρτυρούσαν τις προσπάθειες μας. Επιτυχημένες ή όχι ποτέ δεν μέτρησε. Σημασία είχε η προσπάθεια και μόνον αυτή. Από αυτά τα τόσο συνηθισμένα καθημερινά ανδραγαθήματα, που πολλές φορές υπαγόρευαν τα σκίτσα σε κάποιο τσαλακωμένο τεύχος κόμικς, κι η θέληση να τα κάνουμε πράξεις εκτός χαρτιού, βγήκαμε όλοι κερδισμένοι. Βγήκαμε με έναν πλούτο ζωής που δεν χωράει σε πορτοφόλια. Που δεν ανεβοκατεβαίνει σε κανενός θερμόμετρου τον υδράργυρο, ούτε μετριέται με κλίμακες και χάρακες. Δεν συνοδεύεται από αριθμούς και «μηδενικά». Ήταν τα συστατικά και όχι τα στατιστικά, μιας ξεκάθαρης δέσμης συλλογισμών και μιας πορείας δίχως πυξίδα. Το πόσο μακριά και το πόσο κοντά μπορεί να βρεθεί η πράξη από τη σκέψη, η σημασία που έχει το περπάτημα πάνω στο λασπωμένο χώμα, μακριά από τη σιγουριά μιας καθαρής επιφάνειας πεζοδρομίου… Γιατί την σιγουριά εκείνη δεν την ζητήσαμε και δε μας ταίριαζε. Δε κρυφτήκαμε ποτέ κάτω από το υπόστεγο της, όταν το χαλάζι έτρωγε τα μούτρα του στους δρόμους και στις ομπρέλες των περαστικών. Γελούσαμε στη βροχή και κοιτάζαμε ψηλά, σα να προκαλούσαμε το «αφεντικό» της να ρίξει περισσότερη. Τι δύναμη να έχει μια σταγόνα, όσο βαριά κι αν είναι; Τι μπορεί να κάνει εκτός από το να σε βρέξει; Πως γίνεται να κάμψει την ορμή του ποταμού, που κυλάει μέσα σου; Συν τοις άλλοις, τα καλύτερα μπάνια τα κάναμε με τις ψιχάλες να πέφτουν σαν ριπές στη θάλασσα. Σα να αγρίευε και να ξεπετιόνταν εκείνο το χάρτινο spitfire από τα πολεμικά, θυμωμένο, έτοιμο να γαζώσει ότι έβρισκε μπροστά του! Κι έτσι απλά ξεκινούσε αναίτια και από το πουθενά, ξανά το παιγνίδι! Όσοι δέχονταν τις σφαίρες έπεφταν θεαματικά, αφήνοντας πονεμένες κραυγές και επέπλεαν μπρούμυτα. Όσο μπορούσε ο καθένας να αντέξει την ανάσα του, γιατί μετά …επέστρεφε στους ζωντανούς σκασμένος και βγάζοντας νερό απ` το στόμα! Κι οι υπόλοιποι σκάγαμε, αλλά απ` τα γέλια!  Λίγο η πλεγμένη στης φαντασίας μας τον ιστό μάχη, λίγο το νερό που απορροφούσε το βάρος και δεν άφηνε σημάδια απ` την πτώση, όλα έβαζαν το δικό τους «χαλί ασφάλειας» κάτω από τα πόδια μας. Φρόντιζαν να βυθίζονται τα βήματα του μέσα. Κάλυπταν τον θόρυβο. Προστάτευαν την ευδαιμονία της στιγμής, από κάθε σύγκρουση με την πραγματικότητα… Ήταν το χέρι του φίλου, που πέταγε μακριά τη νερόμπαλα, πριν σκάσει στο πρόσωπο…

Τα «βάρη» ανέπτυξαν κι άλλους τρόπους για να μας θυμίζουν την παρουσία τους. Έγιναν οικογενειακά, επαγγελματικά, κοινωνικά, φόρεσαν στολές «υποχρεώσεων» και ήρθαν στο τρελό πάρτι μασκέ. Τίναζαν συνέχεια τις σερπαντίνες και τον χαρτοπόλεμο, για να μη μένει κρυμμένη η μορφή μας. Για να μπορεί κανείς να μας αναγνωρίζει καλύτερα. Ήταν όμως διαφορετικά εκείνα τα «βάρη». Δε τα ξεφορτωνόσουν με ένα δυνατό τράνταγμα του χεριού, όπως τις πέτρες στην παραλία, ή τα αυτοσχέδια βελάκια στον υποτυπώδη στόχο του κήπου. Τα κουβαλούσες διαρκώς σε κάθε τσίμπλα, σε κάθε πλύσιμο των δοντιών. Βρήκαν τον τρόπο να γίνουν το τίμημα κάθε μετάλλαξης σου. Κάθε δρόμου και κάθε κουβέντας. Στα σκοτάδια, στο ημίφως, στα πορτατίφ. Μόνο το δίσκο του φεγγαριού δε αντικατέστησαν, με έναν άλλο, πιο σύγχρονο, πιο «αρεστό». Στο θολό του αυλόγυρο έχασαν το δρόμο της «επιρροής». Γιατί το χειροπιαστό δεν αναλύει το μακρινό αόρατο βλέμμα της ουτοπίας. Δε μπορεί να το πιάσει, ούτε να το αγγίξει. Έχει ένα «ειδικό βάρος». Μια διαφορετική χρήση της σκυφτής πλάτης, που καθηλώνεται από τον όγκο και γέρνει κάτω απ` αυτόν, με ένα αστείρευτο σε επινοήσεις τρόπο. Είναι ένα «βάρος» που δεν πιάνει το ζύγι. Δεν έχει αντιστοιχία. Τυλιγμένο στο δισάκι του Τάνταλου, του δραπέτη απ` το βουνό της τιμωρίας, όταν κατρακύλησε μέσ` τα σανδάλια του κατάκοπος και φοβισμένος, γιγάντωσε σα σπόρος κάποιου αιωνόβιου δέντρου που γδέρνει με τις ρίζες τα σπαρμένα χαλίκια, θέλοντας να αφαιρέσει κάθε νόημα, κάθε αντίσταση, κάθε προσπάθεια για λυτρωμό… Ένα βάρος για το δρόμο… Ένας δρόμος βάρος… Ένας βαρύς δρόμος… Μια σουβλερή ματιά του βράχου που κυλά και αναζητά με αγωνία το δραπέτη… Από κάποια «βάρη» δεν ξεφεύγεις ποτέ… Σε κυνηγούν για να σε επαναφέρουν στην «τάξη», όταν ξεχνιέσαι ή σου γεννιέται η ιδέα να τα αποχωριστείς. Ήταν ανέκαθεν καρφιτσωμένα στο πουκάμισο σαν κονκάρδα, αλλά κανείς δεν τους έδινε σημασία, όταν όλα όσα ρουφούσε χωρούσαν μέσα σε ένα καλαμάκι γεμάτο ανθρακικό. Σε μερικά πολύχρωμα ζαχαρωτά, που έπεφταν με λαιμαργία στον ουρανίσκο. Ήταν πολύ μακριά απ` τις περιορισμένες φιλοδοξίες, κάποιων κομμένων στις εξετάσεις αναίσθητων πιτσιρικάδων, που αντιμετώπιζαν μερικούς επιπλέον μήνες συμβιβασμών και βιβλίων στο χέρι, με ένα πλατύ χαμόγελο και ένα «και τι έγινε μωρέ; Κάθε μέρα θα διαβάζουμε;» Δεν είχαν συνείδηση με τέτοιο «βάρος», που να αναπλάθει ενοχές και να ανατρέφει συστολές. Ίσως το πείσμα και όχι οι νόμοι του Νεύτωνα, να ήταν αυτό που έστριβε τις ρόδες, στα τσακισμένα ξύλινα αμάξια, όταν κατέβαιναν με ορμή την απότομη πλαγιά. Το μήλο εκείνες τις μέρες, δεν είχε βρει ακόμη το σχήμα που θα εξηγούσε την πτώση του απ` το δέντρο. Δεν μπορούσε να γίνει μάθημα. Ήταν απλά κάτι που σου άνοιγε την όρεξη, ή στην έκοβε και μετά ακολουθούσε η γκρίνια της μάνας. «ήθελα να ήξερα τι έφαγες πριν και δεν τρως το φαί σου! Άμα δε το φας όλο δεν έχει παιγνίδι!» Κάποιοι το είχαν δει να βγάζει φτερά και να προσφέρεται καλογυαλισμένο και μυρωδάτο στην ημίγυμνη Εύα, με τα πουριτανικά σκίτσα φτιαγμένη, των σελίδων στο βιβλίο Θρησκευτικών. Ένα μαγεμένο μήλο που πήρε μπάλα και τον Αδάμ, κι έτσι οι πρωτόπλαστοι είδαν την πόρτα της εξόδου και έκαναν όλων μας τη ζωή πιο δύσκολη και τον Παράδεισο πόθο ζωής. Κι ο Γουλιέλμος Τέλος είχε βάλει ένα μήλο στο κεφάλι του γιού του και το πέτυχε με το τόξο από μακριά. Άλλο μήλο εκείνο. Μάλλον θα πρέπει να είχε σχέση με τις ικανότητες και τους εγωισμούς των ανθρώπων, που πάντα βρίσκουν κρύα τα νερά στο πρώτο μπάνιο, κι όλο το αναβάλλουν… Αυτά ήταν τα μήλα που ξέραμε, κι αυτά τα κατορθώματα τους. Του Νεύτωνα δεν διέφερε στην όψη(ίσως να ήταν το ίδιο λαχταριστό), αλλά στα συμπεράσματα στα οποία οδηγούσε, όταν προσγειώνονταν στο κεφάλι του! Την φέρναμε στο νου κι αυτή την εικόνα, αλλά με γέλια και «σιωπή εσείς εκεί! Θα σας βγάλω έξω από την τάξη!» Όταν φύγαμε από τις τάξεις, με το πλήρωμα του χρόνου κι όχι με φωνές, μάθαμε και την σημαντικότητα της ανακάλυψης του επιστήμονα. Ένας καθοριστικός άξονας, πάνω στον οποίο έμελε να περιστραφούν όλες οι επιδιώξεις μας. Από εκεί ξεκινούσαν και στις αρχές αυτές κατέληγαν. Όποιος δε διάβασε έστω και μετά από χρόνια αυτό το μάθημα, είναι ακόμη στην αυλή και παίζει με τους αόρατους συμμαθητές του…

Η καταλυτική παρουσία και η συμβολή των κόμικς, στο ξεφλούδισμα των καθημερινών πληροφοριών που καταχωρούνταν στα συρτάρια της μνήμης μας, ώστε να γίνουν απόλυτα κατανοητά, με σπαρταριστά παραδείγματα και μια κεντρική ιδέα απαλλαγμένη από τα περιττά λόγια και τις βαρετές πολυλογίες των βιβλίων, ήταν αυτή που μας κράτησε στην τάξη(του σχολείου), αλλά και σε μια ισορροπία οικογενειακή, όπου οι πολλές ερωτήσεις λιγόστευαν και τα παιδικά «γιατί;» έδιναν τη θέση τους στα «ξέρω. Κατάλαβα. Δεν είμαι μικρός». Έτσι δειλά – δειλά οι έννοιες ζωντάνευαν μέσα από σκίτσα, αφήνοντας την ερμηνεία να κολυμπάει στα σωσίβια μας. Τόσα μα τόσα παραδείγματα, πάμπολλες εναλλακτικές προτάσεις για εφαρμογή, αλλά και στοίβες ολόκληρες με παρομοιώσεις, εμπλούτισαν ένα φτωχό λεξιλόγιο. Σμπράνκ! Το αμόνι πάνω στο κεφάλι ενός κλέφτη! Ζιπ! Το σκίσιμο της εικόνας απ` τη σφαίρα!  Ζντούπ! Η προσγείωση στο έπιπλο του γραφείου! Γκούπ – γκάπ! Οι γροθιές στο μπαρ! Ζβιν! Το κορμί που τεντώνεται ψηλά και παίρνει διαστάσεις γίγαντα! Μπάφ! Ο «κακός» πέφτει πάνω στον ανύποπτο «καλό»! Βρούμ! Ο ήχος της αφιονισμένης ταχύτητας του όχλου! Τοκ! Η αβάσταχτη ελαφρότητα του πιστολιού, που σκάει στο δάπεδο! Φσσσσστ Ζουμ! Τα βέλη στον πισινό του καουμπόικου κινούμενου στόχου! Μπλατς! Το άπλωμα του ώριμου μήλου στο καπέλο του επίδοξου κλέφτη!  Αν προσέξετε θα δείτε πλείστες εφαρμογές μέσα σ` αυτά τα ανύπαρκτα επιφωνήματα, που πρόσθεσαν νέες διαστάσεις στην εκμάθηση της γραμματικής, αλλά που ποτέ δεν αποτυπώθηκαν σε μια «κόλλα χαρτιού», στα πρόχειρα διαγωνίσματα! Μέσα εδώ υπάρχουν τα παραδείγματα που δεν ξεστόμισαν ποτέ οι δάσκαλοι, αλλά που κατάφεραν να μας φέρουν κατακέφαλα τη γνώση, παραστατικά και πάντα με ένα χαμόγελο! Ο νόμος της βαρύτητας βρίσκονταν σε κάθε καρέ, έχοντας την δική του θέση στην επιστήμη, με μια απλοϊκή και ανέμελη διάθεση για αφήγηση. Κι όμως, κανείς δεν σκέφτηκε να ζωγραφίσει με μια κιμωλία στον πίνακα αυτές τις «εφαρμογές», τις τόσο κατανοητές στα μάτια μας, αφήνοντας μια στυλιζαρισμένη «παπαγαλία», που καμιά φορά τα τυπογραφεία έκαναν τόσο αχνά τα γράμματα της, που τα διάβαζες μόνο από το βιβλίο του διπλανού! Είναι ανόητο να διδάσκεις στα παιδιά με το μπόι των μεγάλων! Αν δεν σκύψεις να έρθεις στα μέτρα τους, θα τρομάξουν, κι ακόμη περισσότερο θα αρνηθούν με πείσμα τις καρικατούρες που πρεσβεύεις. Μα είναι τόσο δύσκολο σ` αυτά τα κούφια βιβλία, τα άχαρα σκίτσα που περιέχουν να συνοδεύονται από αυτό που ζητούν τα μάτια ενός μαθητή; Είναι τόσο αντίθετο με τις όποιες αρχές προστατεύουν τη μάθηση από την γελοιοποίηση, να συνυπάρξουν με ένα φανταστικό επιφώνημα σαν το «Σκρατς», που υποδηλώνει το σπάσιμο μιας σανίδας; Ξέρετε πόσο πιο εύκολο θα ήταν για έναν πιτσιρικά να αγγίξει την αξία του «βάρους» και την μεταφέρει σαν εξήγηση σε κάθε του ενέργεια, δίχως να ψάχνει για απαντήσεις στα «σπασμένα τηλέφωνα» της παρέας; Έχετε αλήθεια φανταστεί ένα κόσμο που τα παιδιά θα προβάλλουν την προσωπικότητα και τα χαρίσματα τους, αντί να τα θάβουν στο χώμα όπως οι σκύλοι τα σκατά τους; Με ντροπή και βιασύνη, με κόμπλεξ και άγχος, μήπως τους δει κανείς. Έχετε μήπως σκεφτεί πόσο δυσνόητο και ανόητο, είναι μια εκκολαπτόμενη ανθρώπινη προσωπικότητα να τυλίγεται με το έτσι θέλω, στα αναμασημένα δεδομένα της χαμένης γενιάς κάποιων άλλων πιτσιρικάδων, που μεγάλωσαν χωρίς «φλοπ», «κρακ», ή «γκάσπ»; Ω! σνιφ – κλαψ – λυγμ! Τι κρίμα! Χάσατε το χιούμορ σας απλά κύριοι! Στο φτάρνισμα συνεχίζετε να λέτε το «καθωσπρέπει» στάνταρ «γεια σου» και δεν έχετε μάθει να περιμένετε για απάντηση ένα «δεν πάω πουθενά!». Ζείτε μια «κορώνα – γράμματα – χάσατε»!

Τον Απρίλη του`71, γνωρίστηκα με πολλές διαφορετικές κόμικς – παρομοιώσεις, απ` αυτές που διατύπωναν τις διαφωνίες τους σε κάθε ευκαιρία, σε σχέση με αυτά που νομίζαμε ότι βλέπαμε μπροστά μας. Την εποχή που κράτησα το 44ο τεύχος του Τιραμόλα στα χέρια, πολλές έννοιες στερούνταν «βαρύτητας» στο νου μου. Οι επιπτώσεις ήταν σαν τις συναναστροφές. Μπορούσες να τις επιλέξεις πίστευα, κρίνοντας από όσα είχαν ήδη φανερωθεί ως τότε. Με βάση τα σχήματα και τις μορφές, με τα οποία είχα εξοικειωθεί. Φτάνουν όμως στιγμές που τα ορθάνοιχτα μάτια, αντικρίζουν  μια ολοκαίνουργια και παντελώς άγνωστη υφή. Μια άλλη εξήγηση με περισσότερες δυνατότητες, σχεδόν ανεξάντλητες. Στα εικονογραφημένα που καλλιεργούσαν και πότιζαν τη φαντασία μας, ο Τιραμόλα δεν είχε ποτέ μια ύπαρξη τόσο επιβλητική, ικανή να καθορίζει τη θέληση και να υπαγορεύει τη βούληση. Η δική του οντότητα, στην ουσία δεν υπήρχε! Όχι με κάτι συγκεκριμένο, από αυτά που χαρακτήριζαν τον ποντικό ντετέκτιβ Μίκυ Μάους, ή τον ήρωα των Αμερικάνικων δασών Μπλέκ. Ο Τιραμόλα ήταν μια βιομηχανική απόκλιση από την ελαστική πραγματικότητα, φτιαγμένος για να ελίσσεται και να τρυπώνει παντού, δίνοντας οικονομικές λύσεις, συντηρώντας συγχρόνως τον μύθο της απατηλής λάμψης του ονείρου. Είχε όνομα, όχι όμως και χρήση. Μπορούσε να είναι οτιδήποτε, να γίνει οτιδήποτε, να φτάσει στο πιο απομακρυσμένο σημείο του χάρτη. Χωρούσε παντού και ζύγιζε όσο ήθελε ο καθένας μας. Οι προσδοκίες του έτρωγαν από το ίδιο πιάτο με τις δικές μας και έδειχναν τόσο αφοπλιστικά αθώες, που ίσως να τις είχαμε πλάσει με τα χέρια ένα απόγευμα σκυμμένοι στο πάτωμα, μέσα στου παιγνιδιού τη ζάλη. Ένα απόγευμα απόσταση από το θρανίο… Δέκα λεπτά χρόνος στο μαγικό χαλί… Τρείς μπάλες χαρτί διπλωμένο ενάντια στη «βαρύτητα»… Τα εμπόδια μάθαιναν να κάνουν στην άκρη για να τα διαβεί, η φιγούρα μιας σαρανταποδαρούσας, η μορφή ενός αεροπλάνου, η σκιά ενός βάρους δύο τόνων, το σφύριγμα ενός λάσου. Αυτές οι χιλιάδες μεταμορφώσεις, δεν επισκίαζαν κανένα κατόρθωμα των συναδέλφων του στα υπόλοιπα κόμικς της εποχής. Χωρίς αυτές όμως κάτι έλειπε. Το απεριόριστο, το «ποτέ», το «πάντα», το «παντού». Ήταν η τελευταία γραμμή στο κείμενο, που αν δεν την διάβαζες είχες σπαταλήσει όλες τις προηγούμενες σελίδες. Ήταν σα να μη τις είχες διαβάσει καθόλου. Αυτό που με κέρδισε σε εκείνο το τεύχος, ήταν το σπινθήρισμα στο βλέμμα και το κέφι μιας παρέας ηρώων, που δεν είχα ξαναδεί όμοιο του ως τότε. Ο ρεαλισμός ήταν ανύπαρκτος, αλλά η απουσία του περνούσε απαρατήρητη. Για να μπει σφήνα στην εικονογραφημένη μου οπτική που μόλις άρχιζε να διαμορφώνεται, δεν χρειάστηκε να συμβεί κάτι το φοβερό. Κάτι μοναδικό, που να συγκαταλέγεται στις τύχης τα παιγνίδια. Κανένα περιστατικό αστείο ή τραγικό,  δεν συνόδευσε το τεύχος αυτό. Μόνο μια χαραμάδα μνήμης μισάνοιχτης, απ` την οποία έβγαινε ένα κατηφόρισμα στα καντούνια της παλιάς πόλης. Εκεί με περίμενε ο Τιραμόλα, σε ένα βιβλιοπωλείο που εκτός από τη συνηθισμένη του πραμάτεια, φιλοξενούσε και τεύχη περιοδικών. Ένα βιβλιοπωλείο για μαθητές, με λεξικά και χάρακες. Μικρό και στενό. Δεν περνούσε πλάι – πλάι πάνω ένας πελάτης. Άντε ένας ενήλικας και ένας επτάχρονος πιτσιρικάς. Ξέρετε, από κείνους που τραβούν το χέρι της μητέρας τους, για να ζητήσουν κάτι. Κι αυτό το κάτι ήταν παρατημένο σε ένα σωρό βιβλία Αγγλικών. Κάποιο άλλο πιτσιρίκι το είχε φέρει μέχρι εκεί, αλλά το δικό μου χέρι ήταν αυτό που το πήγε στο ταμείο. Κι έτσι, ο Τιραμόλα ήρθε σπίτι, την ημέρα της ονομαστικής μου εορτής, που μονίμως μετακινείται σα να έχει ρόδες και ποτέ δεν την αφήνουν να πέσει πάνω στο Πάσχα! 23 Απριλίου 1971.

Απ` όλα τα πλάσματα της φαντασίας κάποιων υπέροχων μικρών – μεγάλων, που βάλθηκαν να αλλάξουν το σχήμα των δρόμων, των σπιτιών, των ίδιων των ανθρώπων γύρω μας, τοποθετώντας δημιουργήματα σα πλαστελίνη πολύμορφα, αυτό που ενσάρκωνε το «μπορώ να γίνω ΟΤΙΠΗΠΟΤΕ», ήταν ο ένας και μοναδικός Τιραμόλα! Μόνο αυτός κατάφερε να γίνει ατάκα διαχρονική, στα στόματα κάθε ηλικίας, κι ας αλλάζουν γρήγορα οι λέξεις και οι φράσεις στην αργκό όλων μας, καθημερινά. Το «δεν είμαι Τιραμόλα», ή «ποιος είμαι; Ο Τιραμόλα;», ακόμη ακούγεται και συνεχίζει να παραμένει η απόλυτη περιγραφή του «δεν μπορώ να πάρω τόσα σχήματα και να είμαι ταυτόχρονα παντού»! Οι μεταμορφώσεις του, πάντα συνοδεία ευρηματικών ανύπαρκτων επιφωνημάτων, εξηγούσαν τη χρήση κάθε αντικείμενου, τόσο καλά που ούτε σε αμφιθέατρο πανεπιστήμιου δεν ειπώθηκαν καλύτερα ποτέ! Το «βάρος», αυτό που καμιά φορά εκτός όλων των άλλων έπαιζε και έναν ρόλο ανασταλτικό, αποτρεπτικό κάθε κίνησης ή σκέψης, ένα μούδιασμα εσωτερικό που εμπόδιζε το λόγο και τις πράξεις, ακόμη κι αυτό έγινε απολαυστικό, νέα προκλητική ματιά στα ίδια μπαλονάκια, άξιο ψυχαγωγίας και διασκέδασης στην όψη του και όχι φόβητρο. Μάθαμε να βλέπουμε τη γελοία του πλευρά, αυτή που αφαιρεί την ύλη από το εσωτερικό και έτσι ανάλαφρο το ανεβοκατεβάζει σα μπιζέλι σε ασανσέρ. Το κάνει να χωρέσει στη χούφτα, σαν το νερό που πετούσαμε ο ένας στον άλλο. Κι από εδώ παιγνίδι βγαίνει. Ο λαστιχάνθρωπος δεν αψήφησε παρά μόνον την στείρα αντίληψη για μονόπλευρη υπόσταση. Ήταν αυτός που κράτησε το «βάρος» και το πολλαπλασίασε. Του έδωσες κι άλλες μορφές. Μαζί με τα σχήματα του κορμιού του, κατάφερνε να το μεταμορφώνει κι εκείνο και να το κάνει να μοιάζει σα καρπό, στα φτιαγμένα από καουτσούκ κλαδιά του. Σήκωσε πολύ περισσότερα «βάρη» ο Τιραμόλα, απ` ότι εμείς γκρινιάζουμε για την ανασταλτική τους παρουσία στη ζωή μας. Κι όμως, ποτέ του δεν παραπονέθηκε, ούτε αυτός ούτε κι ο Ατσίδας, που με ένα λουλούδι στο χέρι διέκοπτε τον εργοδότη του, για να εκφράσει μια ανησυχία με ένα χαμόγελο στο πρόσωπο, ικανό να την συρρικνώσει. Μπορεί για όλα αυτά να ευθύνεται το ανύπαρκτο και το φανταστικό, που λύγιζαν κάθε δυσκολία με την ύπαρξη τους στις περιπέτειες του. Ίσως γιατί όλα αυτά γίνονταν στις σελίδες ενός κόμικς. Όμως ο Τιραμόλα έδωσε πολλά μαθήματα αντιμετώπισης της βαριεστημένης αγγαρείας, που αυξομείωνε τον όγκο στο αρμίδι της υπεκφυγής και όλων των στερητικών ΑΛΦΑ, που μάθαμε να ζητάμε από ένα ψάρεμα. Το αντίβαρο, ο μοχλός της αισιοδοξίας, απλώθηκε στην επιφάνεια του, ακόμη και τις στιγμές που ζητούσε προφητικά για τα χρόνια του, λίγη ησυχία για να κοιμηθεί. Όποιος διάβασε ποτέ τις ιστορίες του, γνώρισε τις αποκλείσεις που αν προσθέσει στη ρότα του την υπαγορευμένη, μπορεί να πιάσει την ουρά του ανέφικτου. Του αδύνατου. Αν δεν επαληθεύτηκαν οι προσδοκίες και έμειναν καρφωμένες στο τοίχο με το σκονισμένο κάδρο, γι` αυτό κανείς δεν μπορεί να τον κατηγορήσει. Ήταν η φορολόγηση της αμφιβολίας, η ετικέτα εκείνη που έσκυψε το λαιμό της λούτρινης καμηλοπάρδαλης, σα το καρτελάκι της τιμής ξαφνικά να απέκτησε τεράστιο «βάρος». Ίδιο μ` αυτό που εμποδίζει την ανάπλαση μιας χάρτινης βάρκας, από κείνες που σκορπίζαμε στα νερά. Είναι η πίστη αυτή που απομακρύνει τα χέρια μας από την κατασκευή κάτι τόσο απλού. Η πίστη που χάσαμε ότι στις χάρτινες τέτοιες βάρκες, ναυπηγημένες από τα φύλλα των σχολικών βιβλίων, μπορεί να αντέξει το «βάρος» μας ελπίδας. Κι όμως, κάποτε έμεινε στο κατάστρωμα της ένας μεταλλικός στρατιώτης, όρθιος σε όλο το ταξίδι. Αυτό που μετατρέπει τον Τιραμόλα σε μια αγνή ανάμνηση, των όσων πιστέψαμε ότι μπορούμε να αλλάξουμε, είμαστε εμείς! Εμείς που με τα πρόσθετα «βάρη» κάναμε τη βαρκούλα να γύρει και να βουλιάξει. Εμείς που δεν αρκεστήκαμε σε όσα απλοποιούν την ύπαρξη μας, αλλά ζητήσαμε το απόλυτο, το ψηλότερο σκαλί της ματαιοδοξίας. Κι αυτό πάντα πληγώνει και θα πληγώνει, όσο ο νους θα γυρνά πίσω στο χρόνο. Στην πρώτη μας γνωριμία με τη «βαρύτητα» στις σελίδες του Τιραμόλα. Όταν θα φέρνουμε στο μυαλό τις στιγμές που τα «Φλαπ» και τα «Σπλατς», ήταν το μόνο που δεν παζαρέψαμε, που δεν στοιχηματίσαμε.

Γιώργος Κοσκινάς

Το πιο πάνω κείμενο υπογράφεται από τον Γιώργο Κοσκινά και είναι προστατευμένο και κατοχυρωμένο πνευματικά. Οποιαδήποτε αντιγραφή μερική ή ολική χωρίς την συγκατάθεση του δημιουργού, επισύρει τις προβλεπόμενες από το νόμο κυρώσεις.

Διαβάστε και τις υπόλοιπες μνήμες που ξυπνούν κάποια τεύχη κόμικς ξεχωριστά από τα άλλα, αποκλειστικά δημοσιευμένα για τα μέλη και τους αναγνώστες του Comics Trades, αποσπάσματα από το νέο βιβλίο των εκδόσεων Αιγόκερως, στην υπό – κατηγορία «ΙΣΤΟΡΙΕΣ & ΤΕΥΧΗ».

http://wp.me/PKxow-1j2

ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ΤΕΥΧΗ ΚΟΜΙΚΣ 19. ΒΕΛΟΣ ΤΕΥΧΟΣ 80 «ΤΟ ΕΙΔΩΛΟ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ»


Υπάρχει ο «κανονικός» χρόνος και ο πλασματικός. Αυτός που είναι αόριστος, ασαφής και πάντα σχεδόν υπέρ – βολικός(«σε δύο λεπτά είμαι εκεί»…), κι ο άλλος, αυτός που περιγράφει με ακρίβεια και αγχωμένη διάθεση συνέπειας, το που θα βρίσκεται ο νους μας για την επόμενη ώρα(«σε περίπου μισή ώρα – 40 λεπτά το πολύ, θα έχω επιστρέψει»…), ώσπου να υλοποιήσουμε ότι μόλις είπαμε. Την πρώτη μορφή, τοποθετημένη σε μια σειρά φράσεων που αντανακλούν μια μάλλον συνήθεια, φθαρμένη και παραφρασμένη, ερμηνευμένη σύμφωνα με του καθενός τις ανάγκες, την συναντήσαμε για πρώτη φορά τότε που όλα αυτά έδειχναν να είναι απλά …δύο λεπτά απόσταση από το σημείο που βρισκόμασταν, χρονικά πάντα. Τότε που ο χρόνος είχε έναν άχαρο μάλλον ρόλο στις ζωές μας και καμία δύναμη για μας ορίζει, σαν αιωρούμενες μέσα στα γρανάζια του προσωπικότητες, Ήταν μια διακοσμητική σχεδόν παρουσία, σαν τα ρολόγια με τον ξεχαρβαλωμένο κούκο στο σαλόνι, που ούτε φωλιά του ήταν – ούτε έγιναν ποτέ, ούτε και τον είδαμε να βγαίνει και να αφήνει εκείνη την χαρακτηριστική φωνή, όπως στις ταινίες, που όλα δούλευαν …ρολόι… Ήταν εκεί όμως, πάνω απ` το τραπέζι και τα κεφάλια μας, όταν καθόμασταν για να φάμε τα μεσημέρια. Τον κοιτούσαμε και κείνος ή ήταν καλά κρυμμένος, ή είχε πετάξει εδώ και καιρό, αφήνοντας άδειο το ξύλινο σπιτάκι του. Εγώ πάντως, δεν τον πρόλαβα «ζωντανό», για κανένα από εκείνα τα 11 χρόνια στο πρώτο σπίτι. Πριν αρχίσουν οι μετακομίσεις. Γιατί μετά, έμεινε πίσω, για να δίνει τροφή στα ερωτήματα του επόμενου ένοικου. Ο χρόνος, το στοιχείο που μας «έδενε» με τη μεγαλίστικη συμπεριφορά, αυτήν που αγνοούσαμε επιδεικτικά και αρνούμασταν να γίνουμε μέρος της πεισματικά, δεν έλειψε από κανένα πρωινό, μεσημέρι, απόγευμα, ή βράδυ. Κανέναν χειμώνα, άνοιξη, καλοκαίρι και φθινόπωρο. Σαν ένα ανεπαίσθητο «τικ τακ», μετρούσε με χτύπους το κάθε μας βλέμμα, βήμα, σκέψη. Πρόσθετε τα πάντα, με μαθηματική ακρίβεια, ακόμη κι αν ήταν ανόμοια μεταξύ τους. Διακριτικά μας μάθαινε  να ζούμε με δεσμεύσεις, απαγορεύσεις, επιπτώσεις, υποχρεώσεις… Ήταν η ατομική μας κλεψύδρα, που αναποδογύριζε την άμμο της και κρατούσε τον έλεγχο, κι ας το αρνούμασταν τότε. Έπειτα από χρόνια, όταν πετάξαμε τις ίνες από το «κουκούλι» και εκκολαφτήκαμε, άλλοι πολύχρωμοι κι άλλοι ασπρόμαυροι μεταξοσκώληκες, κατανοήσαμε πλήρως την χρησιμότητα του και του δώσαμε την πραγματική υπόσταση. Τα ρολόγια χειρός με τον Μίκυ και τα χρωματιστά λουράκια, έγιναν πιο σοβαρά, πιο κοντά στην όψη μας, ασορτί με τις έγνοιες και τα άγχη. Ήταν όλα μαζί στο εσωτερικό του, δίπλα στους λεπτοδείκτες, μέσα στα γρανάζια, που μας ρούφηξαν στα θολά τους νερά και έκτοτε ζούμε μια χρονομετρημένη ατελή οφθαλμαπάτη… Σε μια ώρα… Σε μισή ώρα… Σε κάθε ώρα… Σε κάθε λεπτό… Το αφελές και απρόβλεπτο του ενθουσιασμού και του αυθορμητισμού, τυποποιήθηκε και χώρεσε σε δεδομένα. Άφησε να του περάσουν «φράχτες» ολόγυρα και να αποκτήσει «σύνορα». Άμεση επαφή με το ανεβοκατέβασμα του ήλιου, πιο δεσμευτική, πιο αναγκαία σαν συνύπαρξη. Το κίτρινο στεφάνι εκεί ψηλά, που σήμαινε με τις αποχρώσεις του την έναρξη ή την λήξη της ζωντάνιας και της χαράς, έγινε ένα τόσο δα σχηματάκι σε κάποιους τύπους αγχωτικών βραχιολιών, που άφηναν σημάδια στους καρπούς. Σημάδια υπακοής και ενσωμάτωσης στον κόσμο των συμβιβασμών… Ότι φόβο άφησε μετέωρο, σα το κορδονάκι του άφωνου κούκου, τον ενσάρκωσε και τον αποτύπωσε, έτσι που τελικά μας έκανε δέσμιους του. Κι ότι αρνηθήκαμε γυρίζοντας του την πλάτη, το πήραμε πίσω και βαδίσαμε πλάι – πλάι. Τα «δύο λεπτά» που ποτέ δεν τηρήσαμε, έγιναν «μισή ώρα» ικανή να κυλάει σταγόνες ιδρώτα στο πρόσωπο… Υπευθυνότητα και μεθοδικότητα. Πλαίσια και «φόρμες». «Μπα; Είχε έργα στο δρόμο; Και γιατί δεν πήγες από αλλού, για να μην αργήσεις;»….

Με το πέρασμα των εποχών, που σα να αύξαιναν διαρκώς το ρυθμό στο βήμα τους, τόσο που ζαλιστήκαμε και σταματήσαμε να τις μετράμε πια, μια από τις λέξεις που προστέθηκαν στις γνώσεις μας και δυνάμωσαν τις γραμματικές μας δυνατότητες , ήταν και η «αμετροέπεια», που ήταν απόλυτα συνυφασμένη με την σωστή χρήση του χρόνου. Η εκδρομή στην παραλία είχε αρχή και τέλος, είχε «μέτρο» στην διάρκεια της και όλα γύρω είχαν αυτό το «μέτρο» κι αυτήν την «διάρκεια». Όποιος τα αγνοούσε, γνώριζε και την λέξη που προσδιόριζε το σφάλμα του. Την γνώριζε μέσα από παρατηρήσεις άλλων, ή με τις συνέπειες που είχε η μη αναγνώριση της, σαν βασική αρχή της συνύπαρξης με το κοινωνικό προφίλ, του οποίου το «κλαμπ» αριθμούσε όλο και περισσότερα μέλη. Ένα ντόμινο καταστάσεων, που μόνο δυσάρεστες θα μπορούσε κανείς να τις αποκαλέσει, ήταν δεμένο με χοντρό καραβόσκοινο, με τις αποφάσεις και τις επιλογές, ή την μη αποστήθιση των «κανονισμών»(παλιός γνώριμος από το βιβλίο της Ιστορίας…), ή έστω τις όποιες σπασμωδικές προσπάθειες άρνησης των «ορίων», που αυτομάτως οδηγεί στην γωνία των «περιθωρίων»…  Μια γωνιά με χροιά σχολικής τιμωρίας, απομόνωσης και την θέα της πλάτης στραμμένης στον τοίχο … Μα ποιος είπε ότι οι «τιμωρίες» σταμάτησαν με το απολυτήριο του στρατού στο χέρι; Υπήρχαν και πάντα θα υπάρχουν, όπως και οι μικρές ή μεγάλες «ανταμοιβές», όταν θα έρχεται η επιβράβευση μιας συνολικής εφαρμογής και ένταξης, στον «νέο κόσμο». Αυτά είναι αλληλένδετα. Το ένα φωνάζει το άλλο για να παίξουν παρέα, σε κάθε ευκαιρία. Πάντως, έμειναν οι στιγμές της «αμετροέπειας», της αμετανόητης ξέφρενης λογικής του «πότε;» – «ποτέ!». Κάτι υπάρχει για να θυμίζει την σχέση απόρριψης μας για τον χρόνο, την αδιαφορία μας για τα πρωινά κουδουνίσματα του. Ήταν αυτά που ζήσαμε χώρια του, με το κεφάλι να κουνιέται δεξιά – αριστερά στη κάθε του εμφάνιση, με το χαμόγελο για όπλο κόντρα στον ορθολογισμό και τα προστάγματα του. Ήταν οι εποχές της αμφισβήτησης για κάθε περιορισμό, όσο ελκυστικά κι αν ήταν καμουφλαρισμένος πίσω από τις γλάστρες. Τον βρίσκαμε και μετά τον απομυθοποιούσαμε στο κρυφτοκυνηγητό, βγάζοντας τον έξω από το παιγνίδι. Οι μέρες του Δον Κιχώτη στο ύφος και του δόγματος «τίποτα δεν τελειώνει» στα χείλη, που έζησαν μαζί μας σε κάθε άνοιγμα της εξώπορτας. Όσο κι αν έτριζε εκείνη, όσο κι αν άκουγαν στο διπλανό δωμάτιο, όσο κι αν έβρεχε, όσο κι αν σκοτείνιαζε, όσα μαθήματα κι αν είχαν μείνει αδιάβαστα. Εκείνες οι μέρες με τη βροντή στη δύση τους, με το κροτάλισμα του πολυβόλου στο στόμα του συμμαθητή και με τη σιγουριά της «νίκης» στα πρόσωπα όλων, την ίδια πεποίθηση, την ίδια αισιοδοξία, ήταν αυτές που μας έμαθαν να αδιαφορούμε για την κλωστή που μπορεί αβίαστα να κόψει ο χρόνος. Μια κλωστή τόσο λεπτή και φθαρμένη, που κρατούσε κόντρα στον άνεμο  ζωντανά μερικά τετραγωνικά αφέλειας και αγνότητας. Μα κι όταν κόβονταν, πάντα υπήρχε κάποιος για να την ενώσει και όλα να αρχίσουν ξανά από εκεί που τα αφήσαμε. Κι αυτό δεν είχε χρονικούς περιορισμούς, παρά μονάχα διαλλείματα, όπου σε αντίθεση με το σχολείο, εδώ έπαιζαν αντίθετο ρόλο. Καθόριζαν την απόσταση του επόμενου ραντεβού με το παιγνίδι και έμπαιναν σφήνα σ` αυτό. Πρόσδιδαν μεγαλύτερη ανυπομονησία. Ήταν τα διαλλείματα της συνύπαρξης μας με τον χρόνο και τον χώρο. Αυτά, που κάποτε θα μας κρατούσαν αιχμάλωτους στη ζάλη τους, κάνοντας τα πάντα να γυρίζουν ανάποδα. Να αντιστρέφονται οι θέσεις στο τραπέζι, να αλλάζει το τραπεζομάντηλο, να αρχίζει ξαφνικά ο κούκος να πετάγεται από το ξύλινο του σπιτάκι…

Με όλη αυτή τη φασαρία που κάνει η σβούρα του χρόνου πέρα – δώθε, ξεχνιόνται πολλά. Δε προλαβαίνουμε να τα σταματήσουμε και εκείνα όλο και πιο πολύ στριφογυρίζουν. Γίνονται ένα συνονθύλευμα χρωμάτων, όμοιο με τους πίνακες μοντέρνας ζωγραφικής. Αφηρημένους σα το βλέμμα μας, που ξενυχτάει στο τραπέζι με τη σβούρα. Δεν υπάρχει διαθέσιμη στιγμή για ξόδεμα, time out, break, ξαπόσταμα. Είναι όλα σε μια γραμμή ζυγισμένα και στοιχισμένα και πρέπει να τα τραβήξουμε όπως τους κόμπους του σκοινιού. Σα χάντρες κομπολογιού. Μια κοντά στα δάχτυλα, δύο μακριά απ` αυτά… Όταν φτάνει στο τέρμα η σβούρα και σταματά, στην τελευταία χάντρα του κομπολογιού, τότε μόνο ελευθερώνεται η σκέψη και μπορεί να βγει απ` το καβούκι της. Τότε είναι η ώρα για τον απολογισμό. Που σκόρπισαν όλα, που μαζεύτηκαν, σε ποιού βαρελιού τον πυθμένα. Τότε ξεκουράζεται η μνήμη και κάθεται στο σκουριασμένο παγκάκι. Είναι η ευκαιρία για το καθιερωμένο μας παραμύθι μαζί της. Εκείνη το αφηγείται και εμείς καθηλωμένοι από τον τόνο της φωνής, καθώς αραδιάζει τα ρήματα και τα φωνήεντα με στόμφο, το ακούμε και μας φαίνεται ολοκαίνουργιο σα παιγνίδι, με φρέσκιες μυρωδιές ξύλου. Με μια επιφάνεια λουστραρισμένη, που κυλάει το άγγιγμα. Το έναυσμα για κάτι σαν κι αυτό, δεν χρειάζεται παρά μονάχα τη θέληση και την αφορμή. Την αιτία που κάνει «τσα!» στην ανάγκη. Μια βγαίνει πίσω απ` τον τοίχο και μια κρύβεται πίσω του. Τι είναι αυτό που την κάνει να βγει απ` τη φωλιά της και να παίξει μαζί μας; Εμείς! Όταν το ταβάνι μοιάζει να έχει κατέβει τόσο πολύ χαμηλά, που κοντεύει να αγγίξει τα μαλλιά μας, όταν το βάρος στο στήθος είναι ασήκωτο, όταν η φωνή δε μπορεί να βγει απ` τα χείλη, όταν όλα γύρω δείχνουν ασφυχτικά στενάχωρα. Όταν τα δάχτυλα φεύγουν το ένα πίσω από το άλλο από το πρόσωπο. Ναι, είναι η εσωτερική μας ανάγκη για πισωγύρισμα, αλλά δεν ήρθε ακάλεστη. Βρήκε το γράμμα, το τσαλακωμένο από τα πετάγματα ψηλά πάνω απ` τα δέντρα, από κείνα που κάναμε στα όνειρα μικροί, κι ήρθε να μας συναντήσει. Να δει από κοντά πως μοιάζουμε πια, απόμαχοι ονειροπόροι, ονειρομαχητές του χάρτινου παράδεισου… Το …τέλος του Γουλιέλμου, μας βρήκε ακόμη με το μήλο στο κεφάλι, ή με το τόξο στο χέρι… Ημιτελές απωθημένο, σφραγισμένο στα βάζα με τα γλυκά, στο πιο ψηλό ράφι της κουζίνας… Εκεί που δεν μας σήκωσε καμιά καρέκλα, κανένα παγκούλι πάνω στην καρέκλα, ούτε οι «πόντες» στα δάχτυλα του ποδιού. Έμεινε εκεί ψηλά, στο τελευταίο σύνορο των ματιών πριν το μέτωπο. Δεν έπεσε με κανένα μεταλλικό κουτί, ή σκουπόξυλο. Μια γεύση που έμεινε απαγορευμένη και προκλητική, όσα ρούχα κι αν πετάξαμε από πάνω μας, όσα σπίτια κι αν αλλάξαμε, όσες φωτιές κι αν σβήσαμε. Με το ανάλαφρο θαλασσινό αεράκι να χορεύει τους κόκκους της σκόνης στο δωμάτιο και τα καλοκαιρινά σύννεφα να φοβερίζουν τα ταλαιπωρημένα, χορταριασμένα κεραμίδια, μια πνοή μπαίνει απ` το ανοιχτό παράθυρο, καθαρή και ξεχωριστή. Είναι η ανάσα της φυγής, η αύρα της νοητής και ανόητης ευθυγράμμισης του χρόνου, που βάλθηκε να εξισώσει ότι πιο ανόμοιο και μακρινό και να τα πετάξει σα ζάρια στο πάτωμα.  Πέντε – δύο. Ώρα για εφτάρια νοσταλγίας. Τέσσερα – ένα. Ένα ψάθινο καπέλο με πεντάρια θύμησες, πέφτει απ` την ντουλάπα. Τριάρες. Οι  μέρες της ανύποπτης λαχτάρας, από κάπου ξεπήδησαν κι άρχισαν το πείραγμα , τρείς – τρείς μαζί. Έξη – δύο. Οκτώ περισσότερες υγρές ματιές, χαμένες στης μνήμης τη λίμνη… Όλα τα τερτίπια του ζαριού, βγάζουν το ίδιο άθροισμα ψυχής… Και να μια γόμα απ` το πουθενά, προσγειώνεται στο ξύλινο έπιπλο, χοροπηδώντας ελαστικά, σχεδόν αθόρυβα. Η προσοχή σ` αφήνει ακίνητο και πάει να την αγγίξει. Μα μόλις φτάνει κοντά της, εκείνη γκελάρει ξανά και πέφτει πιο κάτω. Όσο την κοντεύεις – εκείνη ξεμακραίνει. Το μόνο που παγώνει είναι η εικόνα, κι εκείνη στιγμιαία, τόσο γρήγορα που δεν προφταίνει να αφήσει πίσω της ίχνη. Σαν αυτά που άφηνε στο χαρτί «εκείνη», όταν ζωντάνευε στα δάχτυλα…

Από κάτι τόσο σημαντικά «ασήμαντο», οι χειρολαβές στο λεωφορείο του πόθου του καθενός φουσκώνουν περηφάνια και σφίγγουν γύρω απ` τις παλάμες. Τις κρατούν με τέτοιο ασύγκριτο πετάρισμα στο στήθος, όπως οι σκιές κάτω απ` τα πράσινα, καλοκαιρινά φύλλα στα δέντρα, που ενώθηκαν μεταξύ τους για τις αφήσουν να περπατήσουν μαζί με τα όνειρα τους, χέρι – χέρι πιασμένες, δίχως «τικ τακ»… Πιάνω το φθαρμένο απ` το πέρασμα του χρόνου μικρό τεύχος και το κοιτάζω σα να περιμένω να μου μιλήσει. Να αρχίσει να συλλαβίζει τη δική μας γλώσσα, στον δικό μας κώδικα. Ο μασκοφορεμένος ήρωας στο εξώφυλλο καβάλα στο άσπρο του άλογο, σηκώνει το πρόσωπο απ` τον πιστό του σκύλο και με ακινητοποιεί στο βλέμμα του. «Γιατί;» ρωτάει. «Γιατί ποιο;» απαντάω. «Γιατί εγώ;» ξαναρωτάει, με τις λέξεις να βγαίνουν κοφτές από το σφιγμένο του στόμα. «Γιατί τώρα;» πετάει πριν προλάβω να απαντήσω. Κι έπειτα στέκεται ευθυτενής και σταυρώνει τα χέρια στο στήθος, πάνω στην κόκκινη του φόρμα. «Είσαι το Φάντασμα», λέω αποφασιστικά. «Το Φάντασμα που περπατά. Αυτό που σέρνει πίσω του τη δίψα για περιπέτεια. Αυτό που κάνει τη θλίψη να λυγίζει…» Δεν αποκρίνεται. Σα να σκέφτεται, ανέκφραστα πάντα. Και συνεχίζω. «Θυμάσαι όταν γνωριστήκαμε για πρώτη φορά; Μπορούμε να ζήσουμε ξανά σε κείνες τις σελίδες;». Συνοφρυώνεται και σφίγγει ακόμη περισσότερο τα χαρακτηριστικά. «Όχι, δε γίνεται. Ποτέ δε θα γίνει. Μπορούμε όμως να κάνουμε κάτι άλλο…» Με την απογοήτευση ζωγραφισμένη παντού πάνω μου, στα ρούχα, στο πρόσωπο,  ψελλίζω ένα «δηλαδή;» Δεν μπορώ να μαντέψω την απάντηση, ούτε την αντίδραση. Μουδιασμένα μόνο προλαβαίνω να ετοιμαστώ για κάτι πολύ περίεργο. Μια πρόταση με χωρίζει. Μια φράση ίσως. Κι αυτός εξακολουθεί να στέκεται ακίνητος, σα να ψάχνει μέσα μου να βρει συναισθήματα. Να με προβλέψει. Να δει τις σκέψεις μου. «Μπορούμε να θυμηθούμε για λίγο. Μέχρι να φτάσω στη σπηλιά. Μετά θα σ` αφήσω. Ξέρεις το δρόμο;» Τα λόγια κάθισαν στη γλώσσα αμήχανα… Βουβά. Μετά τα έσπρωξα με δύναμη και αποφασιστικότητα! «Ναι! Τον ξέρω» είπα. «Ανέβα πάνω. Δεν είμαστε μακριά» Κι έτσι ξαφνικά, η ύλη που όριζε την απόσταση χάθηκε μονομιάς, αφήνοντας μια πινελιά καπνού να κυκλώσει το παλιό εκείνο περιοδικό. Έτσι απλά, δίχως περίσσιες ερμηνείες, με ένα πετάρισμα μόνο των ματιών, βρέθηκα στη ράχη του λευκού αλόγου, στον καλπασμό για την μυστική είσοδο στον καταρράκτη!

Τώρα τι μέρα θα `τανε δε θυμάμαι, αλλά ήτανε καλοκαίρι. Με κάτι τρελά χρώματα παντού, να θέλεις να τα πιάσεις όλα και να τα πάρεις μαζί σου! Που; Ξέρω κι εγώ; Σε καμιά κρυψώνα του σπιτιού! Όσα χωράνε, τι πάει να πει! Οικονομίες θα κάνουμε και στα πλάνα του ονείρου; Έτσι όπως ήτανε όλα μεθυστικά και φουντωμένα με προκλήσεις στα κλαδιά που λέτε, ο μικρός Γιώργος κατεβαίνει από το τελευταίο σκαλοπάτι του λεωφορείου. Σα υπνωτισμένος. Μόνο το τράνταγμα του ποδιού στο πεζοδρόμιο και η παραλίγο πτώση, ξύπνησε κάτι από την πραγματικότητα και γλύτωσε τα χειρότερα! Στο δρόμο για την οικογενειακή επιχείρηση – αγγαρείας γαρ ημέρα & θελημάτων η στιγμή – το «παφ» της επιστροφής στον κόσμο που είναι λίγο πιο πάνω απ` το κεφάλι, καθοδήγησε το υπόλοιπο κορμί με μαεστρία μπορώ να πω, αφού το κουμαντάρισε ακόμη και στις διαβάσεις, ανάμεσα στα θυμωμένα οχήματα που σκούζανε. Κι έτσι με το ένα πόδι στην καλοκαιρινή καθημερινότητα και το άλλο στη ζούγκλα με τα σαρκοβόρα φυτά και τα εξωτικά πτηνά στα δέντρα, κάπου μεταξύ των μοναδικών φαναριών που είχαμε για να ρυθμίζουν την κυκλοφορία στο νησί τότε(κι αυτά στο πορτοκαλί τους χοροπηδητό παρατημένα!), και του γραφείου με την κοκκινοκίτρινη ξενική γραμματοσειρά πάνω απ` την πόρτα, ο ελλοχεύων μόνιμος πειρασμός ξεπρόβαλε ως συνήθως, στην ίδια θέση που χρόνια στέκονταν και περίμενε να συναντήσει τις φάτσες μας. Κλασσική και λατρεμένη στάση, πάντα με κάτι καινούργιο για να γαργαλίσει τα μάτια, ή με κάτι παλιό που έμοιαζε καινούργιο. Το ίδιο έκανε. Διαφορές δεν υπήρχαν. Μόνον διαφορετικοί περιπατητές και μετανάστες στη μακρινή γη της φαντασίας. Ο κάθε ένας τους είχε κι από ένα ατομικό κίνητρο, για να απλώσει το κέρμα προς τον πάγκο. Ένα προσωπικό όραμα, που ζωντάνευε στη θέα μιας χάρτινης βάρκας, γεμάτης υποσχέσεις. Πόσα μεταλλικά τέτοια αντίτιμα για εισιτήρια δώσαμε! Ατελείωτα! Αμέτρητα! Και κάθε έργο ήταν τόσο ζωντανό! Τόσο …κοντά στα χέρια και το πρόσωπο! Σε άλλο σημείο ήταν οι νέες κυκλοφορίες, της εβδομάδας, ενώ σε μια γωνίτσα στα αριστερά(αν θυμάμαι καλά), κοντά στο ξύλινο κουτάκι που έπαιζε το ρόλο του ταμείου, ήταν τα παλιά, τα μεταχειρισμένα, που τα αγόραζες φθηνότερα από τα` άλλα. Πολλές φορές η τσέπη …σήκωνε μόνον αυτά. Και πάλι διαφορά δεν υπήρχε, παρά μονάχα στη μυρωδιά από τα καημένα τα δέντρα, που γίνονταν πολτός για να τυπωθούν οι σελίδες. Τα παλιά μύριζαν αλλιώς. Δεν είχαν τον φρεσκοτυπωμένο εκείνο τόνο, ούτε στην υφή. Ήταν πιο μαλακά. Οι σελίδες τους γύριζαν πιο εύκολα. Σα να είχαν ήδη ένα δρόμο χαραγμένο, που πάνω του είχαν βαδίσει οι διαβάτες και είχαν πατήσει τα χορτάρια, κάνοντας τον μονοπάτι σίγουρο, χωρίς πολλούς κινδύνους στο πέρασμα του. Έμοιαζε για να καταλάβετε, σα το έδαφος κάτω από τα πόδια του καγκουρό που χοροπηδάει! Μια «Σκίπυ» από τα απογεύματα της ΥΕΝΕΔ, που χαρούμενη κουβαλάει στο μάρσιπο τη δίψα για περιπέτεια, σε κάθε επεισόδιο, σε κάθε δάσος! Εκεί, στα ήδη εξερευνημένα απ` άλλους νησιά και παραλίες, υπήρχαν σεντούκια γεμάτα θησαυρούς, μισάνοιχτα, με λαμπερά σμαράγδια να ξεχειλίζουν! Ήταν η στιγμή που το «ένα συν ένα» της αριθμητικής, γίνονταν «όσα ήθελε ο καθένας»! Ότι ποθούσε το μάτι του να γευτεί! Μόνο ένας «φράχτης» έστεκε ανάμεσα του και στο θησαυρό, κι αυτός δεν ήταν δα και τόσο ψηλός, που να μην μπορούσε να τον πηδήξει! Το «Φάντασμα» το γνώρισα εκεί, μια μέρα σαν τις άλλες, με το παλιό του όνομα, διαβασμένο για πρώτη φορά από έναν ανήσυχο αιθεροβάμονα, το Γενάρη του 1970. Μεσολάβησαν στάχτες μπόλικες, μαΐστρα, πανιά φουσκωμένα, σταγόνες στα αλουμινένια πρεβάζια, φύλλα ξερά πεταγμένα στην εξορία, μέχρι να φτάσει στα δικά μου χέρια. Είχε ένα περίεργο σχήμα, λίγο στενό, λίγο μακρύ, λίγο παράταιρο από τα «αδελφάκια» του. Στέκονταν δίχως να χάνει τη λάμψη του περήφανα, όπως κι η φιγούρα στο εξώφυλλο. Δίχως να το αναλύσω, δίχως να το καταλάβω, έγινε η φωλιά για να ξαποστάσει η κουρασμένη φαντασία μου, εκείνη τη μέρα των «οικογενειακών υποχρεώσεων». Κι όταν επέστρεψα στο σπίτι, μπήκε στο κουτάκι απ` τα παπούτσια και χώθηκε ανάμεσα στα υπόλοιπα κατορθώματα, στους ήδη καλά κρυμμένους θησαυρούς. Βγήκε και ξαναβγήκε πολλές φορές. Με πήγε μέχρι τη σελίδα με το «περίμενε στο επόμενο, να διαβάσεις τη συνέχεια», ξανά και ξανά και δεν έχασε γραμμάριο από τη λάμψη και τη μοναδικότητα του. Κι ας ήταν ημιτελές. Ο «Φάντομ» ήρθε λίγο αργότερα με τα αυτοτελή του σενάρια, αλλά δεν ήταν το ίδιο. Με κάποιο τρόπο είχε αλλάξει. Δεν ήταν μόνο το όνομα. Κι εμείς τα αλλάζαμε στο παιγνίδι πάνω. Ο «Κάπτεν Φίδι», ο «Μόργκαν ο ατρόμητος», ο «Τυφώνας»… Αυτό που άλλαζε δεν ήταν η απουσία του ναύτη που κατάπινε σπανάκι απ` την κονσέρβα, ούτε οι περιπέτειες που ήταν εξίσου γοητευτικές. Ήταν ο χρόνος, που φεύγοντας από το σώμα του είχε αφήσει ουλές… Σημάδια ανεξίτηλα… Σιωπές και δισταγμούς… Τα χώριζε το ακαθόριστο και ρητορικό «πετάγομαι να φάω»… Τα ένωνε μόνο ο ήχος του θρυμματισμένου δευτερόλεπτου, που σκορπίζει στα πόδια και μετά σβήνει σα το φως της πυγολαμπίδας… Ξάφνου η ράχη του αλόγου άδειαζε και στέκονταν μόνο η φιγούρα του άρχοντα της μακρινής ζούγκλας, του τιμωρού της αδικίας με το δαχτυλίδι της νεκροκεφαλής, αυτό που σημάδευε τα πρόσωπα των «κακών» σε κάθε ιστορία… Εγώ δεν ήμουν πια μαζί του… Ήμουν απ` έξω και κοίταζα μέσα… Ο χρόνος ο «κανονικός», μας τα `χε κλέψει όλα τα άλλα…

Γιώργος Κοσκινάς

Τα πιο πάνω κείμενο υπογράφεται από τον Γιώργο Κοσκινά και είναι προστατευμένο και κατοχυρωμένο πνευματικά. Οποιαδήποτε αντιγραφή μερική ή ολική χωρίς την συγκατάθεση του δημιουργού, επισύρει τις προβλεπόμενες από το νόμο κυρώσεις.

Διαβάστε και τα υπόλοιπα, αποκλειστικά για τους αναγνώστες του Comics Trades παρόμοια κείμενα, τμήματα του νέου βιβλίου για τα Ελληνικά κόμικς των εκδόσεων Αιγόκερως, στην υπό – κατηγορία «ΙΣΤΟΡΙΕΣ & ΤΕΥΧΗ».

http://wp.me/PKxow-1j2

ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ΤΕΥΧΗ ΚΟΜΙΚΣ 18. ΖΑΓΚΟΡ ΤΕΥΧΟΣ 178 «ΤΟ ΦΡΙΧΤΟ ΤΕΛΟΣ»

 

Ανέκαθεν τα καλοκαίρια κρατούσαν τις πιο φανταχτερές χάντρες στη χούφτα τους. Κόκκινες, γαλάζιες, κίτρινες, σαν αυτές που ξέβραζε καμιά φορά το κύμα στα πόδια μας. Το μάτι καθοδηγούσε το χέρι και γίνονταν δικές μας. Πολύτιμα αποκτήματα, όπως και τα όστρακα, ή οι λαμπερές επιφάνειες του βότσαλου, με τα καφετιά σχήματα πάνω του, που τόσο ανεξήγητα μας τραβούσαν κοντά. Έμοιαζαν τόσο μοναδικά, δίχως ταίρι γύρω τους. Βαλμένα εκεί επίτηδες, για να μας προκαλέσουν να τα αγγίξουμε, να τα πάρουμε μαζί στην πλαστική μάσκα με λίγο νερό, για να μην ξεθωριάσουν. Πάντα όμως ξεθώριαζαν. Έχαναν τα χρώματα τους πριν καν φτάσουμε σπίτι. Έτσι, που πολύ δύσκολα μπορούσαμε να θυμηθούμε τη στιγμή που τα πρωτοείδαμε, ή την αμμουδιά που ξάπλωναν πριν μας μαγνητίσουν. Με τον ίδιο τρόπο χάνονταν και τα χρόνια, κυλώντας στα βρεγμένα μας ρούχα. Στέγνωναν και ζάρωναν… Κι έπειτα, όλες οι αξίες και οι αταξίες έμπαιναν σε μικρά τετράγωνα χαρτάκια, άλλα με χρώμα κι άλλα δίχως, σε κάτι μεγάλα δερματόδετα «τετράδια» με χοντρή ράχη. Έμεναν εκεί για πάντα, ή για όσο του καθενός ορίζει ο χρόνος τη διάρκεια και την αντοχή. Στα μάτια στέκονταν μόνον ο καυτός ήλιος, που σε έκανε να γυρίζεις αλλού το κεφάλι μετά από λίγα λεπτά, με κάτι απ` τη φλόγα του να γίνεται ένα με το βλέμμα και να κολλάει σε κάθε εικόνα τριγύρω. Ένα «κλικ» φωτογραφικό, χαμένο στις μουσικές από τις ψαρόβαρκες, που μεταμόρφωνε σε πλάνα την χαρούμενη στιγμιαία αφέλεια. Κάθε ανοιγοκλείσιμο του ματιού και ένα «κλικ». Οι φέτες από το καρπούζι και τα ηλιοκαμένα πρόσωπα, τα πάνινα καπέλα και οι διαφημιστικές ομπρέλες, οι βουτιές στα καταγάλανα νερά, το διπλωμένο βιβλίο στην πετσέτα… Φωνές, κλάματα, γέλια, πλαστικά τάπερ με κεφτέδες, μπύρες και παγωτά, στρώματα και σωσίβια, δέκα – δεκαπέντε γειτονιές με τα καβούκια τους, σα τα μικροσκοπικά πλάσματα με το σκληρό κέλυφος, που κατάπιναν με περίσσια υπομονή τα μέτρα μέχρι το νερό. Οι «σκαρτσιμάδες» όπως τους λέγαμε. Το καλύτερο δόλωμα για τους ψαράδες, κι ένα ακόμη παιγνίδι στα χέρια μας… Όλοι εμείς και όλα εκείνα, μια αταίριαστη συνύπαρξη στο χώρο, σε μια Κυριακάτικη οικογενειακή εξόρμηση, απ` αυτές που πάνω τους κάναμε τραμπάλες τα συναισθήματα. Πότε πάνω – πότε κάτω… Πότε ο ένας «καλός» – πότε ο άλλος… Ένα τίναγμα του κεφαλιού έξω απ` το νερό καλοσύνη, ένα πέταγμα της μπάλας κακία… Τόσο γρήγορα τα ζούσαμε όλα, χωρίς βαρεμάρα, χωρίς κάτι κοινότυπο να τα διαποτίζει. Ήταν όλα τόσο μοναδικά σαν τα όστρακα που έβρισκε ο καθένας και που πάντα του άλλου ήταν καλύτερα… Κρίμα που κανείς δεν μας είχε πει για το βερνίκι εκείνο, που μπορούσε να τους δώσει λάμψη παντοτινή με μια μόνο επικάλυψη… Ίσως και να μην υπήρχε τότε. Πάντως έτσι μια ισότητα φώλιαζε σε κάθε δωμάτιο. Όλα μα όλα, είχαν εκείνο το ξασπρισμένο του ήλιου άγγιγμα και τίποτα δεν διέφερε. Κι αν υπήρχε παράπονο, τότε ήταν κοινό και τόσο μεγάλο, που μπορούσε να μας σκεπάσει κάτω από την επιφάνεια του όλους…

Υπήρχαν οι εβδομαδιαίες, υποχρεωτικές παρουσίες με την οικογένεια και οι δικές μας, οι ατομικές καθημερινές και πάντα τόσο ξεχωριστές, που όσες φορές κι αν περνούσαν τα ξυπόλητα πόδια απ` την ίδια άμμο, πάντα άφηναν διαφορετικά αποτυπώματα… Δεν είχαν τα απαγορευτικά και τις ανούσιες, βαρετές συμβουλές, ούτε τα προστάγματα που άφηναν στη μέση το παιγνίδι και τη μαγεία της ανακάλυψης. Ακόμη κι αν είχε συννεφιά, ή αν έπεφταν Αυγουστιάτικες, απρόβλεπτες ψιχάλες, δεν ήταν ικανό να μας φέρει στο δρόμο του γυρισμού. Χωρίς τα «μη καμπουριάζεις! Βάλε ένα καπέλο, θα σε βαρέσει ο ήλιος στο κεφάλι! Βούτηξε τα μαλλιά σου! Έλα να φας!», η όψη όλων γύρω έμοιαζε να μην έχει ήχο. Σαν κάποιος τεχνικός να τον είχε αφαιρέσει. Μόνο τα εφέ της φύσης. Απλά και μαγευτικά. Το κύμα πάνω στα βράχια, τα τζιτζίκια, ένα σύρσιμο στα φύκια από τη σαύρα που φεύγει βιαστική, το αεράκι πάνω απ` τα κεφάλια μας, που ζωντάνευε τα φύλλα των θάμνων, ένα γλίστρημα στο νερό από τον κάβουρα, που πεθύμησε το σπίτι του κάτω απ` το βράχο… Αυτά όλα έδιναν μια ακόμη μεγαλύτερη πρόκληση και τα σενάρια ζωντάνευαν στο μυαλό. Ο ναυαγός στην παραλία και η μάχη για την επιβίωση! Σκηνές από καλάμια και ψάρεμα πάνω στο βράχο, με το βλέμμα καρφωμένο μάταια πολλές φορές, στην επιφάνεια της θάλασσας, μήπως κουνηθεί το αρμίδι.  Εξωτικά σκηνικά αντικαθιστούσαν τις γνωστές εικόνες και όλοι οι υπόλοιποι έμοιαζαν κομπάρσοι στην παραγωγή μας. Έπαιζαν τους ρόλους τους και δεν μας ενοχλούσαν στα πιο ουσιώδη και σημαντικά κομμάτια της ταινίας. Αυτά των πρωταγωνιστών. Τα πλάνα του καθενός ήταν διαφορετικά, όπως και η περιπέτεια που ζούσε. Καμιά φορά ενώνονταν όλες αυτές οι ιστορίες και έφτιαχναν ένα κολάζ – χωρίς μοντάζ – εμπειριών, γεμάτο αλμύρα και μια εικόνα πλατιά σαν σινεμασκόπ. Σαν τα χαμόγελα της ικανοποίησης στα πρόσωπα μας, όταν κοιτούσαμε στα χέρια τα ευρήματα μιας αλλιώτικης μέρας. Κι όλες ήταν αλλιώτικες. Διαφορετικές και δικές μας. Υπήρχε κάτι κρυμμένο σ` αυτές, για κάθε ενδιαφερόμενο. Ένας καινούργιος τρόπος για να βουτήξει στα ρηχά, δίχως να χτυπήσει, μια πέτρα πιο ελαφριά από τις άλλες, μια άλλη πιο λεία και λεπτή, που μπορούσε να κάνει περισσότερα πηδήματα στο νερό, μια γωνιά απόμακρη με περισσότερη σκιά και λιγότερα βράχια, που δεν την είχε ανακαλύψει ακόμη κανείς, ένα πιο περίεργο όστρακο, ενθύμιο από το τελευταίο μακροβούτι, ένα πιο ζουμερό και απολαυστικό ροδάκινο, που ήρθε στον αθλητικό σάκο μαζί με τη μάσκα και τον αναπνευστήρα. Μια βαρύτητα που δεν πήγαινε στον πάτο, αλλά επέπλεε, ανάσαινε, είχε σάρκα και οστά, τραγουδούσε στο νου χωρίς να ακούγεται και έκανε σιγόντο σε ότι ζούσαμε. Ήταν το δροσερό νερό που έσβηνε τη δίψα μας. Κι όλα αυτά μπορούσαν να πετούν ψηλά σα φλόγες πάνω από τα αναμμένα ξύλα, να χορεύουν και να παίρνουν σχήματα και μορφές, να τρέφουν τη φαντασία μας. Αρκούσε απλά να είχε περπατήσει ως εκεί ένα τεύχος κόμικς.

Για πολλά χρόνια οι παραλίες είχαν καρέ και βινιέτες από χάρτινα κατορθώματα και περιπέτειες σε κοκκινόμαυρες συνέχειες. Η πιο ενοχλητική στιγμή, αυτή που διέκοπτε την ανάγνωση του σεναρίου και κρατούσε ζωντανή την προσμονή για το επόμενο πολύχρωμο εξώφυλλο, ήταν η φράση στην τελευταία σελίδα του τεύχους. Αυτή που προσπαθούσαμε να σκεφτούμε πως θα ήταν αν δεν υπήρχε, αν γίνονταν ένα λάθος από το τυπογραφείο και η ιστορία δημοσιεύονταν ολόκληρη! Βέβαια αυτό δεν έγινε ποτέ, αλλά δεν μας εμπόδισε να το φανταζόμασταν! «Στο επόμενο : …» Όπου τελείες και ο τίτλος του επόμενου τμήματος της ιστορίας, κάτι που μεγάλωνε την ανυπομονησία για να φύγει όσο πιο γρήγορα γίνονταν, μια ακόμη εβδομάδα. Ούτε αυτό έγινε ποτέ, αλλά πάντα το ελπίζαμε! Μέχρι που κάποτε έφτασε ο καιρός και το απευχόμασταν… Αλλά από τότε μέχρι το μεσημεράκι στην παραλία, των 15 μόλις καλοκαιριών ύπαρξης, υπήρχε πολύ μεγάλη απόσταση… Ή μήπως έτσι μας φάνηκε τελικά; Αυτά τα ημιτελή επεισόδια, των εικονογραφημένων μας ταξιδιών του νου, ήταν ατελείωτα. Πολλά και διαφορετικά. Κάποιες φορές οι εικόνες που είχαμε πλάσει για την συνέχεια, διέφεραν πολύ από ότι διαβάσαμε τυπωμένο. Ίσως το δικό μας «μελάνι» να μην έβρισκε το δρόμο για το τυπογραφείο, όμως είχε πολύ ενδιαφέρουσες πτυχές και ανατροπές, τόσο που αν μας άκουγαν όσοι έφτιαχναν αυτά τα κόμικς, να δημιουργούσαν κάτι ακόμη πιο ελκυστικό και ιδιαίτερο. Να έρχονταν πιο κοντά, σε ότι περιμέναμε από εκείνους τους ήρωες και τα κατορθώματα τους. Εννοείται ότι ούτε αυτό έγινε ποτέ, όμως παρ` όλα αυτά δεν μας εμπόδισε να στρώνουμε εναλλακτικές εξελίξεις και εμπόδια στα πόδια των ηρώων. Υπήρξαν στιγμές που η προνοητικότητα να φέρουμε 2-3 τεύχη μαζί μας, του ίδιου περιοδικού και μάλιστα συνεχόμενα σε αρίθμηση, «τράβηξαν» κάπως χρονικά την απόλαυση και την έκαναν να μοιάζει μεγαλύτερη. Πάλι όμως εκείνο το «Στο επόμενο:…», έφερνε ξανά τα πράγματα στις κανονικές τους διαστάσεις, αφήνοντας μας με το διφορούμενο εκείνο χαμόγελο, των συγκρουόμενων συναισθημάτων. Πολλές φορές ακόμη και κατά την επιστροφή στην οικογενειακή πραγματικότητα, τα επεισόδια έμεναν με κενά ανάμεσα, αφού δεν είχαμε την πολυτέλεια να τα ενώσουμε μεταξύ τους. Ήταν μάλλον πολυτέλεια στα χρόνια εκείνα, να έχεις παραπάνω από 5-6 το πολύ συνεχόμενα τεύχη ενός περιοδικού. Κάτι οι τιμωρίες και τα οι «διωγμοί», κάτι το λιγοστών δυνατοτήτων χαρτζιλίκι, μας εμπόδιζαν να διαβάσουμε ολοκληρωμένες τις ιστορίες. Κι έτσι αυτά μας έμειναν απωθημένα και τώρα στα 40φεύγα(κάποιοι πιο τυχεροί και με λιγότερο αυστηρούς γονείς, ενωρίτερα), προσπαθούμε να τα βρούμε, έστω και μεταγενέστερα, μήπως και νοιώσουμε συγχρόνως λιγάκι από τον ιδρώτα στο μέτωπο, σε εκείνα τα μακρινά καλοκαίρια. Όμως δεν είναι το ίδιο, όσο κι αν το θέλουμε – όσο κι αν το αρνούμαστε. Κι αυτό γιατί δεν τα είχαμε διαβάσει τότε. Τότε που ήταν οι μνήμες ακόμα νωπές και η ανυπομονησία υπερνικούσε μεγαλύτερες επιθυμίες, όπως αυτήν μιας αναρρίχησης στην ιεραρχία της επιχείρησης και των μεγαλύτερων οικονομικών απολαβών… Ήταν το «τότε» και είναι το «σήμερα», αυτά που πάντα θα βάζουν λεπτές μα ορατές γραμμές, ανάμεσα τους και σε όσα περικλείουν το καθένα. Γι` αυτό και ότι απέμεινε από εκείνα τα σκονισμένα ενθύμια, τα χιλιοδιαβασμένα, έχει τον τρόπο να μας γυρίζει πίσω. Όλα τα υπόλοιπα είναι «συμπληρώματα» του καθενός της ματαιοδοξίας και εγωιστικά αποκτήματα δίχως ψυχή… θα μου πείτε «κι εμάς που μας τα πέταξαν;». Ότι πετάχτηκε – πετάχτηκε. Πήγε. Έφυγε για πάντα. Αυτό που θα βρείτε σήμερα, τόσα χρόνια μετά, θα έχει επάνω χαραγμένα κάποιου αλλού τα σημάδια για να το γνωρίζει, όταν το δάνειζε σε φίλους. Καμιά φορά και τα δικά του ορνιθοσκαλίσματα, πράξεις αριθμητικής, μουντζουρωμένες φάτσες με πρόσθετα γένια στους πρωταγωνιστές, ή λεκέδες από το διάβασμα την ώρα του φαγητού… Είναι αυτά που άφησε πίσω του εκείνος, κι όχι «δικά» μας… Δεν απομυθοποιώ τη συλλογή κανενός, ή την θέληση να κρατάει ζωντανά καλοκαιρινά όνειρα. Αυτές είναι εσωτερικές «ανάγκες» που ξεπερνούν και τη λογική σαν ύπαρξη. Καλό είναι όμως να βλέπουμε και πίσω από τον καθρέφτη… Καμιά φορά το είδωλο που αντανακλάει, δεν δίνει ολόκληρη την εικόνα… Έπειτα, οι μνήμες δεν είναι μπαταρίες laptop, για να τις γεμίζεις έτσι εύκολα στην κοντινότερη πρίζα…

Ένα χρόνο πριν μπούμε στα `80ς, με τα ηλεκτρό –ποπ μουσικά πειράματα, τα κολεγιακά φούτερ με στάμπες σαν το Glass of 84, την έξαρση της βιντεοκασέτας και των εισαγόμενων προϊόντων μαζικής κατανάλωσης, υπήρχαν ακόμη μερικά απλά πράγματα, που μπορούσαν να σταματήσουν τον χρόνο για λίγο και να μας ενώσουν με το «χθες». Ένα απ` αυτά ήταν και ένα παλιό εικονογραφημένο, που είτε το διάβαζες μετά την εποχή του, είτε το είχες μαζί σου στο σάκο με τα ατομικά εφόδια εκδρομών. Τον Ιούνιο του`79, ένα ζεστό πρωινό από κείνα που σου κλείνουν το μάτι, για να ξεκινήσεις να βρεις τα δροσερά νερά μιας παραλίας, μέσα σε αυτά που χώρεσαν στο σχολικό σακίδιο ήταν κι ένα τεύχος του Ζαγκόρ, αγαπημένου παιδικού συντρόφου από τα παιδικά χρόνια. Ήταν ένα τμήμα με την ιστορία που διαδραματίζονταν στην μακρινή Μπριτάνια, ένα υποθετικό προτεκτοράτο της Αγγλικής αποικιοκρατίας, κάπου κοντά στην εξωτική Ταϊτή. Μια από τις αγαπημένες μου ιστορίες του ήρωα με το τσεκούρι και την παράταιρη με την εποχή του λογική, πιο κοντά στην υπεράσπιση των ιδανικών και όσων υπέφεραν από την ανθρώπινη κακία σε όλες της τις εκφάνσεις, πολύ μακριά από το στυλιζαρισμένο, μοντέρνο πρότυπο κάποιων άλλων χάρτινων ηρώων. Ήταν απ` αυτές που σου ξυπνούν μια κατάφορη γεύση αδικίας, αλλά που δεν γίνεται να αντικατασταθεί από ένα happy end, γιατί απλά η ζωή είναι ένα γλυκόπικρο μπισκότο, με μια επίγευση που ερμηνεύει ο ουρανίσκος του καθενός… Από τις πιο φορτισμένες συναισθηματικά περιπέτειες που έγραψαν οι δημιουργοί του ήρωα, με ενδεχομένως υποβόσκοντα μηνύματα, γεμάτη δράση αλλά και έντονο προβληματισμό, έννοιες όπως η ελευθερία και η καταπίεση, το συμφέρον που ισοπεδώνει ότι βρίσκει μπροστά του, η άσβεστη δίψα για εξουσία που λειώνει κάτω από τη  βαριά της μπότα τα αγριολούλουδα, ο θυμός, η αγανάκτηση, το μάταιο κυνήγι ενός ουτοπικού ταξιδιού, η θυσία. Θυμάμαι ότι οι σελίδες του τεύχους αυτού πάντα έβρισκαν τον τρόπο να περνούν σε δεύτερη μοίρα τα κωμικά παθήματα του χοντρούλη Τσίκο και να σουφρώνουν απαισιόδοξα το πρόσωπο μου. Ζούσα μέσα από εκείνα τα καρέ την κάθε αποτυχημένη προσπάθεια για μια ευχάριστη κατάληξη, που ποτέ δεν ήρθε. Τις περισσότερες φορές που διάβασα το τεύχος 178, ή και ολόκληρη την ιστορία, μου έρχονταν πολλοί εναλλακτικοί επίλογοι, πιο χαρούμενοι. Ίσως όμως αυτό το στοιχείο του ανεκπλήρωτου, να τις πρόσδιδε ακόμη περισσότερη μαγεία και μοναδικότητα και να με έσπρωχνε να την διαβάζω ξανά και ξανά. Μπορούμε να πούμε πολλά για τον ρόλο των κόμικς στην διαπαιδαγώγηση ενός παιδιού και για την επιρροή τους στην διαμόρφωση του χαρακτήρα του. Ακαδημαϊκά και ψαγμένα, πολύπλοκα και δυσνόητα. Δεν θα έλεγα όχι σε κανένα τέτοιο κείμενο, αρκεί αυτός που το υπογράφει να έχει σκύψει πρώτα σε μια σκιά και να έχει διαβάσει ένα τέτοιο τεύχος, συντροφιά με το πλατσούρισμα της αθερίνας στα φύκια. Να μπορεί δηλαδή να μιλήσει βιωματικά και όχι απαγγέλλοντας κεφάλαια από τα βιβλία της σχολής που φοίτησε. Έτσι, δεν μπορεί να δει μέσα από τα μάτια ενός αναγνώστη. Είναι μάταιο και φορμαρισμένο σε καλούπια εγχειρίδιων. Για να δείξεις τον «δρόμο» και να βγάλεις συμπεράσματα απ` αυτά που αξίζει να ακούσει κανείς, πρέπει να μιλάς με τη γλώσσα της ψυχής. Όλα τα υπόλοιπα μοιάζουν σαν ξενόγλωσση ταινία δίχως υπότιτλους, όπου οι ιδιωματισμοί χάνονται στα λίγα που μπορεί να καταλαβαίνει ο θεατής. Παρερμηνεύονται…

Εκείνο το τεύχος του Ζαγκόρ είχε στις σελίδες του την άνιση μάχη και το «φριχτό τέλος» ενός σκοπού, όπως και ο τίτλος του άλλωστε. «Το Φριχτό Τέλος». Μάιος του`74. Οι Σεμινόλες και ο αρχηγός τους Μανετόλα, μαζί με τον νέγρο Λίμπερτυ και τους δύο γνώριμους από τόσες περιπλανήσεις ήρωες(Τσίκο & Ζαγκόρ), αποχαιρετούσαν μια φιλία και γίνονταν έρμαιο στις ορέξεις των άβουλων και σκληρών υποχείριων του κυβερνήτη του νησιού, που έμελε να γίνει ο τάφος τους… Οι φίλοι μας γλύτωσαν, για να μπορέσουν να αφηγηθούν αυτή την ιστορία και να ζήσουν μαζί μας κι άλλες πολλές περιπέτειες. Οι φουκαράδες οι Σεμινόλες όμως άφησαν εκεί την τελευταία τους πνοή και ελπίδα για ελευθερία, κάτω από τα συντρίμμια του βομβαρδισμένου παλιού φρουρίου. Πολύ δυνατές σκηνές, τραγικές φιγούρες και από τις δύο πλευρές, καρέ που σου έσφιγγαν τα δόντια… Με μεγάλη ανακούφιση έρχονταν οι σελίδες του Κάπτεν Μίκυ, με μια πιο ανάλαφρη αφήγηση και πλήρως αποφορτισμένη. Λειτουργούσαν σαν καταλύτης, για να μείνει ικανοποιημένος ο αναγνώστης και όχι κάτω από τη βαριά ατμόσφαιρα της προηγούμενης ιστορίας. Σκέφτηκα πολλές φορές ποια να ήταν η πιθανή εξήγηση αυτής της αναίτιας αιματοχυσίας, αυτού του παρατεταμένου αρνητισμού και της αχόρταγης ανθρώπινης φύσης, της τόσο ανικανοποίητης, αλλά ακόμη και σήμερα, σε εντελώς ρεαλιστικούς και υπαρκτούς εφιάλτες, δεν μπόρεσα να βγάλω άκρη, ούτε να δώσω ερμηνεία. Τα κόμικς καταγράφουν και εξιστορούν μια πραγματικά σκληρή εικόνα, με σκίτσα για να μη γίνονται αντιληπτά; Μήπως πάλι ότι γίνεται γύρω μας και πληγώνει τόσους ανθρώπους, να είναι μια έμπνευση της ζωής από τα κόμικς; Μια απλή μεταφορά της εικονογράφησης; Ένα απ` αυτά πάντως που μου έμεινε χαραγμένη απορία από τότε, είναι ότι ένα ευτυχισμένο τελευταίο καρέ αποτελεί κάτι δύσκολο ακόμη και για ένα εικονογραφημένο… Ίσως κι αυτά να προσπαθούν με τον τρόπο τους να μας εισαγάγουν σε real time καταστάσεις, απ` αυτές με τις οποίες θα ερχόμασταν μελλοντικά αντιμέτωποι… Μακάρι να ήταν σαν τα τηλεοπτικά σποτάκια, αλλά δυστυχώς φίλοι μου …reality bites!

Γιώργος Κοσκινάς

Το πιο πάνω κείμενο υπογράφεται από τον Γιώργο Κοσκινά και είναι προστατευμένο και κατοχυρωμένο πνευματικά. Οποιαδήποτε αντιγραφή μερική ή ολική χωρίς την συγκατάθεση του δημιουργού, επισύρει τις προβλεπόμενες από το νόμο κυρώσεις.

Διαβάστε τις αποκλειστικές για το Comics Trades πρό – δημοσιεύσεις όλων των παρόμοιων κειμένων(τμημάτων ενός νέου βιβλίου για τα κόμικς & τις αναμνήσεις, από τις εκδόσεις Αιγόκερως), στην υπό – κατηγορία «ΙΣΤΟΡΙΕΣ & ΤΕΥΧΗ».

http://wp.me/PKxow-1j2