Category Archives: Σκέψεις
Λύκοι ή Μούργοι;
Το Μάιο του 1992, εμφανίστηκε στο Μίκυ Μάους η ακόλουθη ανακοίνωση:
ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ
Ποια ονομασία τούς ταιριάζει;
Όλοι γνωρίζετε τη φοβερή συμμορία τών Λύκων, που τόσους μπελάδες προκαλεί στον Θείο Σκρουτζ. Λατρεύουν το βραστό λάχανο και μένουν, συνήθως, στη φυλακή τής Λιμνούπολης. Κανείς δεν γνωρίζει πόσοι είναι: 3, 5, 9, 11 ή 15.
Μερικοί αναγνώστες μας παρατήρησαν ότι δεν ταιριάζει τόσο πολύ στην προσωπικότητα, τον χαρακτήρα και την ευφυΐα τους η ονομασία «Λύκοι» και πρότειναν την ονομασία «Μούργοι». Εσείς συμφωνείτε μ’ αυτή τη μετονομασία ή έχετε να προτείνετε κάποιο άλλο όνομα;
Δεν ξέρω ποιοι ήταν αυτοί οι «μερικοί αναγνώστες» ή αν επρόκειτο καν για αναγνώστες και όχι για το επιτελείο τού εκδότη, πάντως οι πραγματικοί Λύκοι τού Μπαρκς και όχι οι γιαλαντζί Λύκοι τού Duck Tales, που εικονίζονται στην παραπάνω σελίδα, πέρα από το ότι δεν αγαπούν το βραστό λάχανο, αλλά τα δαμάσκηνα κι’ αυτά μόνο ένας από δαύτους, άξιζαν το όνομά τους, μια και προξένησαν ουκ ολίγες φορές πονοκέφαλο στο Σκρουτζ, καταφέρνοντας να του κλέψουν τα χρήματα, έστω και προσωρινά. Με αυτό το σκεπτικό, το όνομα «Λύκοι» ίσως να είναι καλύτερο από το όνομα «Beagle Boys», που τους είχε δώσει ο Μπαρκς. (Beagle είναι κάποια ράτσα κυνηγόσκυλου. Ο Σνούπυ υποτίθεται ότι είναι beagle, π.χ.)
Όσο για το πόσοι ήταν οι Λύκοι, όντως, κανείς δεν ξέρει με βεβαιότητα. Αν, όμως, ανατρέξουμε στα άπαντα τού Μπαρκς, μπορούμε να πούμε ότι ήταν ή 7 (176-167, 176-176, 176-617, 176-671, 176-716, 176-761 και ο παππούς) ή 40 (όσα είναι τα διαφορετικά νούμερα που ζωγράφισε ο Μπαρκς στις μπλούζες τους—ναι, τα μέτρησα!) ή 1001 (176-000 έως 176-999 και ο παππούς). Τα 40 διαφορετικά νούμερα έχουν δημοσιευτεί και σε κάποια επιστολή μου στο Κόμιξ!
Όπως και να έχει το πράγμα, το Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς εμφανίστηκε μια δεύτερη ανακοίνωση:
ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΓΥΡΟΣ
Ποια ονομασία τούς ταιριάζει;
Τον περασμένο Μάιο διεξήχθη το Δημοψήφισμα για τη διατήρηση ή τη μετονομασία τής Συμμορίας τών Λύκων σε Συμμορία τών Μούργων.
Οι θέσεις τών αναγνωστών τών εκδόσεων Ντίσνεϋ ήταν, όμως, μοιρασμένες. Έτσι είμαστε υποχρεωμένοι να προκηρύξουμε νέο Δημοψήφισμα, Πλειοψηφικό αυτή τη φορά, δηλαδή θα επικρατήσει η ονομασία που θα έχει έστω και μία μόνο ψήφο παραπάνω, ώστε να ξεκαθαρίσει μια και καλή το θέμα τής ονομασίας.
Το Μάιο τού 1993, δώδεκα και όχι δέκα μήνες, όπως λένε, μετά την ανακοίνωση του πρώτου δημοψηφίσματος, βγήκαν τα τελικά αποτελέσματα. Αν πιστέψουμε την παραπάνω ανακοίνωση, και στο δεύτερο δημοψήφισμα μοιράστηκαν οι ψήφοι (και, αν πιστέψουμε το κείμενο για το δεύτερο δημοψήφισμα, μοιράστηκαν ακριβώς 50-50%), οπότε επιλέχτηκε η συμβιβαστική(!) λύση τού ονόματος «Μουργόλυκοι», που συνδυάζει και τις δύο επιλογές. Προσωπικά, πιστεύω ότι, αν πραγματικά είχε συμβεί κάτι τέτοιο, το σωστό θα ήταν να μην αλλάξουν τίποτε. Έπειτα, αυτή η ισοκατανομή με ακρίβεια ψήφου ακούγεται κάπως περίεργα. Μου θυμίζει το δημοψήφισμα που είχε διεξαγάγει ο Νίκος Ρούτσος ως προς το αν οι αναγνώστες προτιμούν τον Ταρζάν ή τον Γκαούρ. Όπως είχε εκμυστηρευτεί σε μια συνέντευξή του στο περιοδικό Κολούμπρα, αντί για τα πραγματικά αποτελέσματα, ανακοίνωσε ισοψηφία, ώστε να μη στενοχωρήσει αυτούς που μειοψήφισαν. Μήπως η αλλαγή τού ονόματος ήταν προαποφασισμένη; Κι’ αν ήταν, ποιος ο λόγος για τα δύο δημοψηφίσματα, τη στιγμή που οι περισσότεροι ήρωες τού Ντίσνεϋ έχουν αλλάξει ελληνικό όνομα (ή έστω ορθογραφία ονόματος) και έχουν διαφορετικό όνομα από αυτό με το οποίο ξεκίνησαν το 1966;
———
Στην τελευταία μας δημοσκόπηση θέσαμε το ερώτημα «ποιο όνομα προτιμάτε για την αγαπημένη σας συμμορία», για να δούμε πώς βλέπουν το θέμα τής αλλαγής τού ονόματος της συμμορίας τών Λύκων οι σημερινοί αναγνώστες, είκοσι χρόνια μετά.
Τα αποτελέσματα, αν και πάντα το δείγμα είναι πολύ μικρό για να βγάλει κανείς ασφαλή συμπεράσματα, ήταν εντυπωσιακά. Κατά το μεγαλύτερο μέρος τής διάρκειας τής ψηφοφορίας, τα δύο ονόματα συναγωνίζονταν στήθος με στήθος, συχνά ισοψηφώντας. Βρε, μπας και όντως είχε υπάρξει ισοψηφία στα δημοψηφίσματα τού 1992;
Ξαφνικά, προς το τέλος τής ψηφοφορίας, οι Λύκοι πήραν το προβάδισμα, αλλά δεν μου βγάζετε απ’ το μυαλό ότι κάποιοι φανατικοί… Λυκόφιλοι άρχισαν να διπλοψηφίζουν! Ως Λυκόφιλος, αν και μη διπλοψηφίσας, το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι όποια συμμορία κατάφερε να νοθεύσει τα αποτελέσματα εις όφελός της, δικαιούται τον τίτλο τής καλύτερης συμμορίας παρανόμων. Μουργόλυκοι; Πφφφ!
Ποσοστό | Ψήφοι | |
Λύκοι | 55,36% | 62 |
Μουργόλυκοι | 44,64% | 50 |
Τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεών μας μπορείτε να τα δείτε συγκεντρωμένα εδώ.
ΑΦΙΕΡΩΜΑ – 28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ «ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ 28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ»
Συντάκτης Velle
Μισώ τον πόλεμο και τον λατρεύω.
Όταν ήμουν παιδί έπεσε στα χέρια μου ένα απ’ αυτά τα παλιά ασπρόμαυρα πολεμικά περιοδικά. Μικρό σε μέγεθος, διαφορετικό από τα συνηθισμένα, το ξεφύλισσα με περιέργεια πιστεύοντας ότι απλά όπως το έπιασα έτσι θα το ξαναφήσω στη θέση του.
Αν και μονόχρωμο (μειονέκτημα ουσιαστικά για ένα παιδί) η ευφυΐα του σκιτσογράφου παγίδευσε αμέσως την προσοχή μου με τη ρεαλιστικότητα και την αυστηρότητα μορφών-απεικονίσεων σε σημείο που νόμιζα ότι έβλεπα τον πόλεμο μπροστά μου ή ότι κοίταζα κάποια ταινία.
Και πάντοτε σε όλες τις ιστορίες υπήρχε ένα συμπαγές ηθικό σενάριο κατά το οποίο το κακό στο τέλος τιμωρούταν και το σωστό θριάμβευε (ή τουλάχιστον έπεφτε ηρωικά ξέροντας πως κι αυτή τη φορά είχε κάνει το καθήκον του χωρίς να λυγίσει).
Σίγουρα οι δημιουργοί των πολεμικών αξιοποίησαν εμπειρίες στρατιωτών του Β’ Παγκοσμίου (και βέβαια δικές τους), παράγοντας σχεδόν καθημερινά μικρά αριστουργήματα (ή τουλάχιστον καλές περιπέτειες που θα μπορούσαν να σταθούν αξιοπρεπώς ως σενάριο καθημερινής σειράς στην τηλεόραση).
Και κάπου εκεί μέσα, στο μαύρο μελάνι των δημιουργών, τις αναμνήσεις και εμπνεύσεις των κειμενογράφων, το μικρό μέγεθος του περιοδικού (για χαμηλότερο κόστος), να ξεπετάγονται οι Έλληνες:
Αυτούς, που οι συγγραφείς και οι σκιτσογράφοι τους είχαν για αντάρτες. Σκληροτράχηλους ντόπιους που δεν σηκώναν ζυγό στο κεφάλι. Που διακατέχονταν από αυτήν την ακαθόριστη και ακατανόητη λέξη για όλον τον κόσμο, το φιλότιμο, και τον υπερβολικό κώδικα τιμής που μπορεί να τους έριχνε ακόμα και στο θάνατο για το τίποτα.
Που για τους ελευθερωτές συμμάχους θα τα έδιναν όλα.
Και ήταν έτοιμοι να τα αρπάξουν κι όλα…
Στο σήμερα όλες οι ηγεσίες παγκοσμίως παραδέχονται ότι ζούμε έναν παγκόσμιο πόλεμο σαν και τότε με μορφή όμως (κι ευτυχώς) καθαρά οικονομική.
Και η Ελλάδα –κατά περίεργο τρόπο– βρίσκεται πειραματόζωο στο μάτι του κυκλώνα. Κάποιοι Ευρωπαίοι ΄΄σύμμαχοι΄΄ και αρκετά ΜΜΕ μάς παρουσιάζουν σαν τζαναμπέτηδες, αδίστακτους και αδέκαρους μπατίρηδες που θέλουν να τα αρπάξουν όλα και δεν πειθαρχούν σε τίποτα.
Οι Έλληνες όμως, οι απλοί οπλίτες (και, αναγραμματίζοντας, πολίτες), βρισκόμαστε μέσα στα χαρακώματα και αντιμετωπίζουμε με πενιχρά εφόδια αλλεπάλληλα κύματα επιθέσεων από έναν ακαθόριστο εχθρό. Η μία μάλιστα πιο εξουθενωτική από την προηγούμενη.
Ίσως το πείσμα μας, να εξαγοράζει πραγματικά χρόνο στις ηγεσίες για να αντιμετωπίσουν την ΄΄κρίση΄΄ για την οποία ωστόσο ευθύνονται αποκλειστικά, ίσως και όχι.
Το Ελληνικό χρέος, πάντως, δεν είναι τίποτα απέναντι στα χρέη άλλων κρατών κι όμως οι Έλληνες πληρώνουν το τίμημα στο χιλιαπλάσιο. Είμαστε η κερκόπορτα –λένε– για την οικονομική πτώση της Ευρωπαϊκής ιδέας.
Τεθωρακισμένα συμφέροντα και κερδοσκοπία απέναντι σε εκατομμύρια προτεταμένα στήθη;
Αν ναι, τότε –ελπίζω– απέναντι και σε ένα συλλογικό ΄΄Όχι΄΄.
Μετά από δεκαπέντε χρόνια έπεσε -πριν από μήνες- στα χέρια μου το 2ο πολεμικό περιοδικό που διαβάζω στη ζωή μου και μένω άναυδος γιατί διαπιστώνω κάτι που θυμόμουνα παιδί, αλλά με το χρόνια το ξέχασα:
Το κακό πάντα έχανε.
Το καλό πάντα νικούσε.
Μόνος ή με παρέα ο ήρωας έπαιρνε πάντα το δρόμο του καθήκοντος και του συλλογικού καλού ελπίζοντας για ελευθερία και ζωή.
Κάτι που δεν συνέβαινε αυτόματα, γιατί έτσι υπαγορεύει η λογική των comics, (όχι τουλάχιστον όπως υπέθετα τόσα χρόνια χωρίς να διαβάσω κάποιο άλλο τεύχος πολεμικών),
αλλά το μοτίβο λειτουργούσε γιατί ο ήρωας και οι γύρω του
πάλευε/αν.
Αντιδρούσε/αν.
Έλεγε/αν ΄΄Όχι΄΄ με το όποιο κόστος.
Τις τελευταίες μέρες που μου ζήτησε ο Γιώργος τις σκέψεις μου για το νόημα της σημερινής 28ης αυτό κυριαρχεί στο μυαλό μου.
Ταυτόχρονα οι εξελίξεις του οικονομικού πολέμου μαίνονται ραγδαίες και βάναυσες. Το νέο κύμα επίθεσης θα χτυπήσει πιο σφοδρό από ποτέ και εμείς το περιμένουμε ελπίζοντας να το καθηλώσουμε και να κερδίσουμε λίγο ακόμα χρόνο για εμάς (και ίσως όλη την Ευρώπη αν κι αυτό δεν είναι ένα καλοδουλεμένο παραμύθι).
Μέσα στα χαρακώματα κοιτάζω τους αδελφούς και τις αδελφές γύρω μου. Τα χείλη τους είναι σφιγμένα. Τα μάτια τους καθηλωμένα στον ορίζοντα που μαυρίζει.
Τα εφόδια λιγοστεύουν.
Το ΄΄Όχι΄΄ ίσως να είναι το μόνο που θα μας κρατήσει. Λέξη που παλιότερα ακουγόταν σαν παρωχημένο κλισέ μίας μακρινής εποχής, τώρα αποδεικνύεται πιο αληθινό από ποτέ σε ένα νέο επίπεδο.
Μορφές και ήρωες από την ιστορία (ακόμα και από τα Πολεμικά περιοδικά) μού έρχονται στο μυαλό υπό την πρίσμα μιας νέας αναλογίας.
Μισώ τον πόλεμο και τον λατρεύω…
Το αφιέρωμα αυτό, μπορείτε να το βρείτε συγκεντρωμένο, στην υπό – κατηγορία «ΔΙΑΦΟΡΑ». Τα άρθρα θα προστίθενται όπως δημοσιεύονται καθημερινά. Ένα μεγάλο ευχαριστώ στον Χρήστο, τον Νίκο, τον Βασίλη, τον Δημήτρη, τον Παναγιώτη, τον Άκη και τον Γιάννη, για τα πολύτιμα στοιχεία που πρόσφεραν και την συμμετοχή τους στο αφιέρωμα.
http://wp.me/PKxow-nJ
Ο ΔΡΑΠΕΤΗΣ
Μερικές φορές νιώθω ότι οι πιο σημαντικές αλλαγές στη ζωή μας είναι και οι πιο ανεπαίσθητες. Πράγματα σημαντικά που χάνονται τόσο αργά, ξεθωριάζουν τόσο ανάλαφρα μέρα τη μέρα, μνήμες δυνατές ροδοκόκκινες που όσο δεν τις ανασύρεις απ’ το συρταράκι τους τόσο εξασθενούν, στάχτες γίνονται, σ’ ένα κόσμο που αλλάζει τόσο γρήγορα, με το επείγον να μην αφήνει χρόνο για το σημαντικό.
Τα κόμικ αλλάζουν, τα βιβλία αλλάζουν. Πόσα χρόνια θα πάρει ώστε να μην μιλάμε πια για χάρτινους ήρωες αλλά για γυάλινους, που μόνο σε οθόνες θα υπάρχουν; Εκεί θα πολεμάνε τις μάχες τους, εκεί θα ερωτεύονται εκεί θα πέφτουν, εκεί θα ξανασηκώνονται.
Μα ο ήρωας ο χάρτινος αναπνέει μέσα από τους πόρους του χαρτιού. Πιάστε – ευλαβικά παρακαλώ – ένα παλιό κόμικ στα χέρια σας. Τα φύλλα κιτρίνισαν, οι κολλαριστές γωνίες στις σελίδες του έσπασαν και τσαλακώθηκαν, απέκτησε σημάδια στο πέρασμα της ζωής του όπως εμείς, ένα κάψιμο από τσιγάρο, μια άσκηση μαθηματικών στο οπισθόφυλλο που ποτέ δε λύθηκε σωστά. Στριμώχτηκε σε τσάντες σχολικές και τσέπες, ξεχάστηκε σε συρτάρια, πετάχτηκε βιαστικά την τελευταία στιγμή στην τσάντα της παραλίας. Και όλη αυτή η ζωή θα αφήσει πάνω του αποτυπώματα.
Ο γυάλινος, θα είναι πάντα ο ίδιος, εκεί στην οθόνη, απαράλλαχτος. Κι εμείς θα γράφουμε όλο και λιγότερο και θα δακτυλογραφούμε όλο και περισσότερο. Θα δούμε παιδιά που δε θα έχουν γραφικό χαρακτήρα; Πόσο σύντομα; Πόσο αργά; Πόσα άλλα θα χαθούν και δεν τα βλέπουμε;
Κι ο λόγος που το γράφω αυτό το ζαλιστήρι, είναι για ένα αγαπημένο μου ήρωα, χάρτινο. Και θέλω βοήθεια από όλους που διαβάζετε, και δύσκολο αυτό που σας ζητάω δεν είναι, ένα στυλό μόνο να πάρετε ή ένα μολυβάκι και να με ακολουθήσετε λίγο πιο πίσω στο χρόνο, να βρούμε τον πιο διάσημο και πιο ξεχασμένο ήρωα που εμφανίστηκε ποτέ και να τον σώσουμε. Εσείς κι εγώ.
Αίθουσα μικρή και σχολική. Μεσημεράκι. Μάθημα γεωγραφίας. Μάης είναι, απ’ αυτούς τους πολύχρωμους, της δεκαετίας του ’70. Δάσκαλος λιγνός με μουστακάκι. Φωνή στριγκή και ελαφρώς υστερική. Η Ασία. Κρατάει τη βέργα και ξαναχτυπάει τον σκοροφαγωμένο χάρτη για μας δείξει την ύψιστη σπουδαιότητα της Ασίας και κοιτώντας μας ένα ένα λες και θέλει να μας αποσπάσει ομολογία κατασκόπου τονίζει ξανά ‘Η Ασία.’
Θα προτιμούσα να είμαι στην Ασία. Ή στην αυλή να παίζω μπάλα. Αλλά και η Ασία καλή θα ήταν, σκέφτομαι, αρκεί να μην είχε ΥγρΑσία. Γελάω μόνος μου αλλά είναι ένα πολύ μικρό δόρυ αυτό το γέλιο μπροστά στον τεράστιο Περσικό στρατό της βαρεμάρας που εξαπολύει τις ορδές του μέσω του κ. Μικρομουστακάκη. Πιάνω το μολυβάκι και εκεί, χαμηλά, στην κάτω δεξιά γωνία της σελίδας κάνω ένα κύκλο, όχι ιδιαίτερα πετυχημένο η αλήθεια. Από το κάτω μέρος του τραβάω προσεκτικά όσο γίνεται μια γραμμούλα που εκεί που τελειώνει ανοίγει σε δυο λιγνά ποδαράκια σα κλωστούλες. Τι άλλο θέλουμε; Χέρια. Τσαααακ, τσακ. Χέρια. Μια χαρά.
Τώρα; Τι να κάνει; Κάτσε να τρέξει λίγο και βλέπουμε. Γυρίζω προσεκτικά τη γωνία της σελίδας και στο επόμενο φύλλο τον φτιάχνω όσο μπορώ όμοιο, με τη μια κλωστούλα – ποδαράκι να κάνει ένα θαρραλέο βήμα προς το νούμερο της σελίδας.
Χμμ. Επόμενη. Κι επόμενη. Κι όπως τώρα γυρίζω τις σελίδες γρήγορα, και τα σκιτσάκια διαδέχονται το ένα το άλλο, τον βλέπω να τρέχει, τα βήματα να ανοίγουν, οι κλωστούλες να γίνονται ποδάρες τεράστιες, κωμικές και να πηδάει πάνω από τα νούμερα της σελίδας, τρέχει τώρα χωρίς σταματημό, περνάει από τη σελίδα 92, κοιτάει γύρω του αμήχανα στην 112 και ξαναφεύγει με τη μια, μια μπάλα πέφτει στα πόδια του μόλις περνάει τη σελίδα 124 κι αρχίζει να παίζει μ’ αυτήν, έχει φύγει τώρα, στο μυαλό μου έχει βγει απ’ τη σελίδα του, έχει βγει απ’ την αίθουσα, τρέχει να παίξει μπάλα στην αυλή, τρέχει στο δρόμο, καβαλλάει χώρες ολόκληρες και ηπείρους, περνάει σα σίφουνας πάνω από την Ασία με την υγρασία, τρέχει πάνω στα σύννεφα.
Κι είμαι μαζί του κι εγώ.
Δραπέτη, έτσι τον είχα βγάλει. Γιατί δραπέτευε μαζί με τη φαντασία μου κι απ’ τον πιο αυστηρό επιτηρητή, φαινομενικά άκακος και ασήμαντος, εκεί στη γωνία της σελίδας του, κι όμως ικανός να ταράξει συθέμελα κοτζάμ εκπαιδευτική διαδικασία, να δυναμιτίσει τα πλάνα του κυρίου Μικρομουστακάκη περί διδακτέας ύλης, να πετύχει τα αδύνατα, να τρέχει από βιβλίο σε βιβλίο. Πετάει ένα χαρταετό στο βιβλίο της ιστορίας σελίδα 162-218 και μετά χάνεται και ξαναεμφανίζεται σελίδα 41 στα μαθηματικά να ετοιμάζεται να σαλπάρει σ’ ένα καραβάκι, η Ασία τώρα ακούγεται μόνο σα βόμβος, πέρα μακριά, ανεβαίνει στο κατάρτι και κοιτάει το σύννεφο που εμφανίστηκε ξαφνικά κατάμαυρο και απειλητικό από πάνω του στη σελίδα 76.
Κι είμαι μαζί του κι εγώ.
Κι ο ίδιος ο Σούπερμαν θα τον ζήλευε, γιατί τον ξέρουμε όλοι, τον φτιάξαμε όλοι, είναι το κόμικ της ζωής μας, με animation παρακαλώ, και γιατί όχι με σενάριο! Οι περιπέτειές του αμέτρητες, χαμένες σε βιβλία ανάγνωσης και ανθολόγια, και σε συρτάρια.
Αλλά σε γυάλινες οθόνες δε χωράει. Εκεί θα συνεχίσουν άλλοι. Αλλά του το χρωστάω, στα τόσα ταξίδια που με πήγε, στο πόσο με προστάτευσε από τις βαρεμάρας ορδές, να τον κρατάω ζωντανό όσο μπορώ. Κι εσείς που τώρα τελειώνετε το διάβασμα σ’ αυτό το ζαλιστήρι, μια χάρη θέλω μόνο. Πιάστε ένα στυλό, ή μολυβάκι. Βλέπετε την άκρη της σελίδας; Ναι, εκεί κάτω ντε.
Γιατί κάθε φορά που θα κάνω αυτό τον κύκλο τον χοντροκομμένο και τις κλωστές, τόσα χρόνια μετά, πάλι δραπετεύουμε. Τώρα όμως είμαι εγώ που τον βοηθάω. Βουτάω το χέρι μου στο παρελθόν μέσα από χιλιάδες σελίδες και τον ξαναφέρνω πίσω, να με χαιρετάει γεμάτος χαρά μισοκρυμμένος πίσω από ένα τσάκισμα στη σελίδα 12. Φέρνω κι αυτόν, και μαζί του και εκείνο τον οχτάχρονο πιτσιρίκο που καθόταν τότε τρίτο θρανίο στην τάξη της Γεωγραφίας κι ούτε αυτόν θέλω να τον χάσω.
Δες, εκεί στην άκρη της σελίδας πετάνε ακόμα μαζί πάνω από την Ασία.
Κι είμαι μαζί τους κι εγώ.
Πιάσε ένα μολυβάκι.
Λάζαρος Αλεξάκης
Το παρόν κείμενο, αποτελεί τμήμα του νέου βιβλίου των Λάζαρου Αλεξάκη και Γιώργου Κοσκινά, που πρόκειται να κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Αιγόκερως και είναι κατοχυρωμένο πνευματικά τόσο στους δημιουργούς, όσο και στον εκδοτικό οίκο που έχει την αποκλειστική εκμετάλευση των δικαιωμάτων του. Δημοσιεύεται με σύμφωνη γνώμη των δημιουργών και του εκδότη. Κάθε εκμετάλευση ή αντιγραφή, μέρους ή ολοκλήρων των κειμένων, χωρίς την συγκατάθεση των πιο πάνω, επισύρει ντις προβλεπόμενες από τον νόμο κυρώσεις, σύμφωνα με το Ελληνικό σύνταγμα και το Ευρωπαικό.
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.