Category Archives: Παραμύθια

ΤΑ 38 ΩΡΑΙΟΤΕΡΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

38_01

Ένα από τα αγαπημένα μου παιδικά βιβλία ήταν τα 38 ωραιότερα παραμύθια, μια επιλογή από παραμύθια των αδελφών Γκριμ και του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν από τις εκδόσεις Λέων. Ως συγγραφείς, στο εξώφυλλο αναφέρονται οι «Γκριμ και Άντερσεν». Ως εκ τούτου, μέχρι τις προάλλες, που ξέθαψα το βιβλίο από τη σοφίτα τού Γκούφυ το πατάρι για τις ανάγκες τού χριστουγεννιάτικου άρθρου για το κοριτσάκι με τα σπίρτα, πίστευα ότι το βιβλίο λεγόταν τα 38 ωραιότερα παραμύθια του Γκριμ και του Άντερσεν, κι’ ας ήταν δύο οι αδελφοί Γκριμ!

Κάτι άλλο που έκανα για πρώτη φορά τώρα, είναι ότι κάθισα και μέτρησα τα παραμύθια. Δεν είναι 38, αλλά 34! Τα λεφτά μου πίσω!

Κρίνοντας από το κοριτσάκι με τα σπίρτα, τα κείμενα είναι ελεύθερες διασκευές, αλλά ακολουθούν αρκετά πιστά την υπόθεση του πρωτοτύπου, χωρίς να απλοποιούν ή να ωραιοποιούν τα πράγματα. Έτσι, π.χ., δεν διστάζουν ν’ αφήσουν το κοριτσάκι με τα σπίρτα να πεθαίνει στο τέλος τής ιστορίας.

Ας ξεφυλλίσουμε λοιπόν το βιβλίο, να δούμε ποια ήταν τα παραμύθια, παραθέτοντας την πρώτη εικόνα απ’ όσα παραμύθια είχαν εικονογράφηση, η οποία πρέπει να ήταν έργο κάποιου Έλληνα καλλιτέχνη τών αρχών τού 20ου αιώνα. Αν θέλετε να διαβάσετε και ένα παραμύθι από το βιβλίο, ρίξτε μια ματιά στο προαναφερθέν άρθρο.

Αρχή τού παραμυθιού, λοιπόν. Καλησπέρα σας!


Ο ΓΕΝΝΑΙΟΣ ΡΑΦΤΗΣ
38_02


Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΣΤΡΑΒΟΜΥΤΗΣ
38_03


ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ ΜΕ ΤΑ ΣΠΙΡΤΑ
38_04


Η ΤΣΑΓΙΕΡΑ
38_05


Ο ΤΣΑΓΚΑΡΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΝΑΝΟΙ
38_06


Ο “Ο,ΤΙ ΘΕΛΩ ΚΑΝΩ„
38_07


Ο ΧΙΟΝΑΝΘΡΩΠΟΣ
38_08


ΤΟ ΤΣΑΚΜΑΚΙ ΤΗΣ ΜΑΓΙΣΣΑΣ
38_09


Ο ΒΑΤΡΑΧΟΣ – ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟ
38_10


Η ΠΟΝΗΡΗ ΑΛΕΠΟΥ
38_11


Η ΧΡΥΣΗ ΧΗΝΑ
38_12


Ο ΑΧΑΪΡΕΥΤΟΣ ΓΙΟΣ


ΠΕΝΤΕ ΜΠΙΖΕΛΙΑ ΣΤΟ ΙΔΙΟ ΤΣΟΦΛΙ
38_13


ΣΒΟΥΡΑ ΚΑΙ ΤΟΠΙ
38_14


ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΜΑΓΙΣΣΕΣ
38_15


ΤΟ ΑΘΑΝΑΤΟ ΝΕΡΟ
38_16


ΤΑ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΡΟΥΧΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ
38_17


Η ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΑ ΚΑΙ ΤΟ ΡΕΒΙΘΙ


Η ΑΛΕΠΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΑΛΟΓΟ
38_18


Η ΚΑΛΥΒΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΥ
38_19


ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΝΑΝΟΙ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ
38_20


ΟΙ ΤΕΣΣΕΡΕΙΣ ΜΟΥΣΙΚΟΙ


ΟΙ ΔΩΔΕΚΑ ΚΥΝΗΓΟΙ
38_21


Η ΞΑΝΘΟΜΑΛΛΟΥΣΑ
38_22


Η ΣΤΑΧΤΟΠΟΥΤΑ
38_23


ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΤΟΥ ΛΥΚΟΥ
38_24


Η ΤΥΧΕΡΗ ΚΑΡΔΙΑ
38_25


ΤΟ ΣΙΔΕΡΕΝΙΟ ΚΙΒΩΤΙΟ
38_26


ΠΛΟΥΣΙΟΣ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΣ ΑΔΕΛΦΟΣ
38_27


Η ΑΚΑΜΑΤΡΑ ΚΑΙ Η ΠΡΟΚΟΜΕΝΗ
38_28


ΠΑΠΠΟΥΣ ΚΙ’ ΕΓΓΟΝΑΚΙ


Η ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ
38_29


Η ΠΑΝΤΡΗΓΙΑ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ
38_30


ΤΑ ΛΕΛΕΚΙΑ
38_31


38_32

Κι ούτ’ εγώ ήμουν εκεί, μήτε κι εσείς να το πιστέψετε…

Τις παρουσιάσεις τών βιβλίων, που έχουμε κάνει, μπορείτε να τις βρείτε συγκεντρωμένες εδώ.

Το Κοριτσάκι με τα Σπίρτα

TO KORITSAKI ME TA SPIRTA INSIDE (1) CT

Σ’ αυτή την Χριστουγεννιάτικη πινελιά, σκεφτήκαμε να σας προτείνουμε ένα παραμύθι. Ένα από εκείνα που κάποτε μας έκαναν να καθόμαστε με τα μάτια ορθάνοιχτα και σιωπηλοί να τα ακούμε. Είτε σε μια αφήγηση ενός φίλου, συγγενή ή δασκάλου. Αργότερα, η αφήγηση έδωσε την θέση της στην δική μας ανάγνωση και έγινε εσωτερική, όπως και οι εικόνες που πλάθαμε με το νου. Δεν υπάρχουν πρωτοτυπίες σε ό,τι θα διαβάσετε πιο κάτω. Μόνο μερικές εικόνες, από την πανέμορφη εικονογράφηση του παραμυθιού, στην έκδοση της Άγκυρας (Παπαδημητρίου 1974), μαζί με ένα μικρό απόσπασμα. Είναι το «Κοριτσάκι με τα σπίρτα», του μεγάλου Δανού παραμυθά, Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, που πάντα θα φεγγοβολάει σαν να γράφτηκε σήμερα. Ουσιαστικά, ο σκοπός αυτής της ανάρτησης, δεν είναι τίποτε άλλο, από μια πρόσκληση στην αγνότητα κάποιων στιγμών και στο να διατηρηθούν ζωντανές.

TO KORITSAKI ME TA SPIRTA INSIDE (3) CT

«Μία κρύα Παραμονή Πρωτοχρονιάς, οι κάτοικοι μιας χιονισμένης πόλης — χαρούμενοι και ζεστά ντυμένοι, φορτωμένοι με ψώνια και δώρα — βάδιζαν βιαστικοί προς τα γιορτινά τους σπίτια, αγνοώντας μία μικρή ορφανή πλανόδια πωλήτρια. Με σβησμένη φωνή, ψιθύριζε αχνά πως δεν ζητιάνευε αλλά πως πουλούσε σπίρτα για να ζήσει. Τότε μια άμαξα πέρασε γρήγορα και η μικρή μόλις που πρόλαβε να τραβηχτεί στην άκρη του δρόμου. Το ένα της τσόκαρο τινάχτηκε μακριά ένα αγόρι κουκουλωμένο ζεστά το πήρε και έφυγε τρέχοντας ενώ τα σπίρτα έπεσαν από την ποδιά της και σκορπίστηκαν στον υγρό δρόμο. Το κοριτσάκι γονάτισε στο χιόνι και άρχισε να μαζεύει ένα-ένα τα μουσκεμένα σπίρτα. Αυτά ήταν όλο το βιoς και όλος ο κόσμος της, αφού γονείς, σπίτι, οικογένεια ήταν μία μακρινή ανάμνηση γι’ αυτή.»

TO KORITSAKI ME TA SPIRTA INSIDE (4) CT

«Έκανε παγωνιά, αλλά φοβόταν να γυρίσει στην τρώγλη της καθώς ο πατέρας της θα την χτυπούσε μην έχοντας πουλήσει τα σπίρτα. Σε κάποιο παράθυρο είδε ένα στολισμένο δωμάτιο και μία τρυφερή μανούλα να ταΐζει με στοργή και απέραντη αγάπη την κορούλα της. Τότε βούρκωσε. Αποκαμωμένη και μελαγχολική βρήκε καταφύγιο σε μια γωνιά και άναψε ένα σπίρτο για να ζεσταθεί. Στην λάμψη του είδε αρκετά υπέροχα οράματα, συμπεριλαμβανομένων ενός χριστουγεννιάτικου δέντρου και γιορτινών διακοπών. Το κορίτσι κοίταξε προς τον ουρανό είδε ένα πεφταστέρι και θυμήθηκε την αποθανούσα γιαγιά της να λέει πως ένα τέτοιο αστέρι σημαίνει πως κάποιος πέθανε και πάει στον παράδεισο. Καθώς άναψε το επόμενο σπίρτο είδε ένα όραμα με την γιαγιά της, ο μόνος άνθρωπος που την αντιμετώπισε με καλοσύνη και αγάπη. Άναβε το ένα σπίρτο μετά το άλλο για να κρατήσει το όραμα της γιαγιάς κοντά της για όσο περισσότερο μπορούσε.»

Η ίδια ιστορία, πιο κοντά στην αρχική εκδοχή τού Άντερσεν, αφού διατήρησε το δραματικό της τέλος, δημοσιεύτηκε στο βιβλίο τα 38 ωραιότερα παραμύθια τών Γκριμ & Άντερσεν, από τις εκδόσεις Λέων. Διατηρούμε την ορθογραφία, μείον τους τόνους και τα πνεύματα, του πρωτοτύπου. Προσέξτε και τη χρονιά στη βασιλόπιτα στη βιτρίνα τής πρώτης εικόνας!

———

Παραμονή πρωτοχρονιάς. Ένα μικρό φτωχό κοριτσάκι περπατεί μέσα στα χιόνια, ξυπόλυτο και ρακένδυτο με τα χέρια και τα πόδια ξυλιασμένα.

Βγήκε να πουλήση λίγα σπίρτα για να κερδίση το ψωμάκι του. Όλη μέρα τίποτα δεν είχε πουλήσει και τώρα, νύχτα, έτρεχε εδώ κι’ εκεί.

spirta1

Οι διάφορες μυρουδιές χτυπούσαν στη μύτη του και τα σάλια του τρέχανε από τις πρωτοχρονιάτικες λιχουδιές που έβλεπε στα διάφορα μαγαζιά. Κι’ ήταν τόσο κρύα τα χεράκια του που σκέφτηκε ν’ ανάψη ένα από τα σπίρτα που κρατούσε, μήπως και τα ζέσταινε λιγάκι. Ανάβει το σπίρτο και μια φλόγα ζεστή και λαμπερή, πούμοιαζε με φανάρι βγήκε απ’ αυτό. Τι παράξενο φως, σκέφτηκε. Της φάνηκε σαν πλούσια σόμπα, που η φωτιά της ζέσταινε περίφημα. Σε λίγο το σπίρτο έσβησε. Ανάβει δεύτερο και το φως του που έπεσε στον απεναντινό τοίχο, τον διαπέρασε κι’ ένα πλούσιο τραπέζι φάνταξε μπροστά της. Μα το σπίρτο σε λίγο σβήνει κι’ ο τοίχος έμεινε πάλι κρύος και βουβός.

spirta2

Τρίτο σπίρτο που άναψε την δείχνει νάναι καθισμένη, μπροστά σ’ ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο μ’ όλα τα καλά στολισμένο. Κάνει ν’ απλώση το χέρι της η μικρούλα, κάτι να πάρη, όμως το σπίρτο σβήνει πάλι. Κείνη την ώρα ένα άστρο φάνηκε να πέφτη πάνω στη γη.

Στο τέταρτο σπίρτο που άναψε, έγινε μπροστά της πολύ φως και μέσα απ’ αυτό παρουσιάστηκε η γιαγιά της, που τόσο την αγαπούσε.

—Πάρε με μαζί σου γιαγιάκα, φωνάζει η μικρούλα. Με το σβήσιμο του σπίρτου ξέρω πως θα φύγης. Θα χαθής καθώς χάθηκαν κι’ όσα στο άναμμα των άλλων σπίρτων είδα.

Βγάζει γρήγορα-γρήγορα όλα τα σπίρτα που κρατούσε και τ’ ανάβει. Δεν ήθελε να της φύγη η γιαγιά της. Λάμψανε τα σπίρτα στο άναμμά τους και φως σαν της μέρας έγινε. Ποτέ δεν είχε δει τη γιαγιά της τόσο όμορφη. Παίρνει την εγγονούλα της στην αγκαλιά της κι οι δυο μαζί πετάξανε ψηλά. Εκεί που ούτε πείνα, ούτε κρύο υπάρχει. Στο Θεό!

Όμως, σε μια γωνίτσα, με το ξημέρωμα, αντάμωσαν τη μικρούλα να κάθεται. Τα μάγουλά της ήταν κατακόκκινα και με το χαμόγελο στα χείλη ήταν… πεθαμένη από το κρύο, την παραμονή τής πρωτοχρονιάς. Γύρω του μερικά κουτιά σπίρτα καμμένα·

—Θάθελε να ζεσταθή, ψιθύρισε κάποιος.

Όμως κανείς δεν έμαθε το πόσα πράγματα ωραία είδε το κοριτσάκι την παραμονή της πρωτοχρονιάς μαζί με την γιαγιάκα του.

———

Δεν ξέρω πόσο η παραπάνω ιστορία είναι κατάλληλη για παιδιά, καθώς μικρός έβαζα τα κλάματα, κάθε φορά που τη διάβαζα. Δεν αντέχω, όμως, θα παραθέσω για σύγκριση και την πρωτότυπη ιστορία, που είναι ακόμα πιο δραματική, μεταφρασμένη στα Ελληνικά από την αγγλική μετάφραση, που βρήκα εδώ.

The_Little_Match_Girl_-_Bayes_1889

Προέλευση εικόνας: Wikipedia

Έκανε φοβερό κρύο. Χιόνιζε και είχε σχεδόν σκοτεινιάσει. Ερχόταν το βράδυ, το τελευταίο βράδυ τής χρονιάς. Μέσα στο κρύο και τη σκοτεινιά ένα φτωχό κοριτσάκι, ξέσκεπο και ξυπόλυτο, περπατούσε στους δρόμους. Βέβαια, όταν είχε φύγει απ’ το σπίτι της, φορούσε τσόκαρα, αλλά τι να τα κάνει; Ήταν πολύ μεγάλα τσόκαρα, πολύ μεγάλα για κείνη, καθώς ήταν τής μητέρας της. Το κοριτσάκι τα είχε χάσει καθώς έτρεχε για να περάσει το δρόμο, όπου δυο άμαξες πέρασαν, κάνοντας θόρυβο, με μεγάλη ταχύτητα. Το ένα τσόκαρο δεν μπόρεσε να το ξαναβρεί, και ένα αγόρι το ‘βαλε στα πόδια με το άλλο, λέγοντας ότι θα μπορούσε να το χρησιμοποιήσει θαυμάσια σαν κούνια, όταν μια μέρα θα είχε δικά του παιδιά. Κι έτσι το κοριτσάκι περπατούσε με ξυπόλυτα πόδια, που ήταν κατακόκκινα και μελανιασμένα από το κρύο. Σε μια παλιά ποδιά κουβαλούσε κάμποσα σπιρτόκουτα και στο χέρι της κρατούσε ένα από αυτά τα κουτιά. Κανένας δεν είχε αγοράσει τίποτε από αυτήν όλη μέρα και κανένας δεν της είχε δώσει ούτε ένα λεπτό.

Τρέμοντας από το κρύο και την πείνα, προχωρούσε αργά, η προσωποποίηση τής αθλιότητας, το κακόμοιρο το κοριτσάκι! Οι νιφάδες τού χιονιού πέφτανε στα μακρυά ξανθά μαλλιά της, που κρεμόντουσαν σε όμορφες μπούκλες πάνω απ’ το λαιμό της. Σε όλα τα παράθυρα έφεγγαν φώτα, και μύριζε μια υπέροχη μυρωδιά ψητής χήνας, καθώς ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς. Ναι, το σκεφτόταν αυτό!

Σε μία γωνία, που σχημάτιζαν δύο σπίτια, ένα από τα οποία προεξείχε περισσότερο στο δρόμο από το άλλο, κάθισε χάμω και μάζεψε τα ποδαράκια της κάτω απ’ το σώμα της. Κρύωνε όλο και περισσότερο, αλλά δεν τολμούσε να πάει σπίτι της, γιατί δεν είχε πουλήσει ούτε ένα σπίρτο, ούτε είχε βγάλει έστω και ένα λεπτό, οπότε ο πατέρας της σίγουρα θα την έδερνε. Εξ άλλου, έκανε κρύο στο σπίτι, καθώς δεν είχαν τίποτε πάνω απ’ το κεφάλι τους εκτός από μια σκεπή, μέσα από την οποία σφύριζε ο άνεμος, παρόλο που είχαν γεμίσει της μεγαλύτερες χαραμάδες με άχυρο και κουρέλια.

Τα χέρια της είχαν σχεδόν μουδιάσει από το κρύο. Ω, πόσο θα την ζέσταινε ένα μικρό σπιρτάκι! Να μπορούσε να πάρει ένα απ’ το κουτί και να το τρίψει στον τοίχο και να ζεστάνει τα χέρια της. Έβγαλε ένα. Χρ-ρ-ρατς! Πώς σπινθήριζε και έκαιγε! Έβγαζε μια ζεστή, φωτεινή φλόγα, σαν ένα μικρό κερί, καθώς κρατούσε τα χέρια της από πάνω του· έβγαζε όμως ένα παράξενο φως! Πραγματικά νόμιζε το κοριτσάκι ότι καθόταν μπροστά από μια μεγάλη σιδερένια σόμπα με γυαλιστερά μπρούτζινα χερούλια και ένα μπρούτζινο καπάκι. Πόσο όμορφα έκαιγε η φωτιά! Η κοπέλα τέντωσε τα πόδια της για να τα ζεστάνει κι’ αυτά· τότε η φωτιά έσβησε, η σόμπα εξαφανίστηκε, και έμεινε μονάχα με τα απομεινάρια τού καμένου σπίρτου στο χέρι της.

Έτριψε άλλο ένα σπίρτο στον τοίχο. Έκαψε ζωηρά, και όταν το φως έπεσε πάνω στον τοίχο, αυτός έγινε διάφανος σαν ένα λεπτό πέπλο, και μπορούσε να δει μέσα απ’ αυτόν ένα δωμάτιο. Στο τραπέζι ήταν απλωμένο ένα τραπεζομάντιλο λευκό σαν το χιόνι, και πάνω του ήταν τοποθετημένο ένα αστραφτερό σερβίτσιο. Η ψητή χήνα άχνιζε υπέροχα, παραγεμισμένη με μήλα και δαμάσκηνα. Κι ακόμα καλύτερα, η χήνα πήδηξε από το τραπέζι και περπάτησε κουνιστά στο πάτωμα, με ένα μαχαίρι και ένα πιρούνι στο στήθος της, ίσαμε το κοριτσάκι. Τότε το σπίρτο έσβησε, και το μόνο που μπορούσε να δει ήταν ο χοντρός, ψυχρός τοίχος. Άναψε άλλο ένα σπίρτο. Αυτή τη φορά καθόταν μπροστά στο πιο όμορφο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Ήταν πολύ μεγαλύτερο και πολύ πιο όμορφο από εκείνο που είχε δει τα περασμένα Χριστούγεννα από τη γυάλινη πόρτα στο σπίτι τού πλούσιου εμπόρου. Χιλιάδες κεριά έκαιγαν πάνω στα πράσινα κλαδιά, και χρωματιστές εικόνες, σαν αυτές στα τυπογραφεία, την κοιτούσαν από ψηλά. Το κοριτσάκι άπλωσε και τα δυο της τα χέρια προς τα εκεί. Τότε το σπίρτο έσβησε. Τα χριστουγεννιάτικα φώτα, όμως, ανέβαιναν πιο ψηλά. Τα είδε τώρα σαν λαμπερά αστέρια στον ουρανό. Ένα από αυτά έπεσε, σχηματίζοντας μια μακρυά πύρινη γραμμή.

«Κάποιος πεθαίνει αυτή την ώρα», σκέφτηκε το κοριτσάκι, γιατί η γριά γιαγιά της, το μόνο άτομο που την είχε αγαπήσει και που τώρα ήταν νεκρή, της είχε πει ότι όταν ένα αστέρι έπεφτε, μια ψυχή ανέβαινε στο Θεό.

Έτριψε άλλο ένα σπίρτο στον τοίχο. Φώτισε πάλι, και στη λάμψη η γριά γιαγιά στεκόταν ευδιάκριτα και λαμπερή, στοργική και πανέμορφη.

«Γιαγιά!» φώναξε το παιδί. «Ω, πάρε με μαζί σου! Ξέρω ότι θα εξαφανιστείς όταν θα σβήσει το σπίρτο. Θα χαθείς σαν τη ζεστή σόμπα, την υπέροχη ψητή χήνα και το ωραίο μεγάλο χριστουγεννιάτικο δέντρο!»

Και γρήγορα άναψε όλο το πακέτο με τα σπίρτα, γιατί ήθελε να κρατήσει τη γιαγιά της μαζί της. Και τα σπίρτα έκαιγαν με τέτοια λάμψη, που το φως έγινε πιο λαμπερό από της μέρας. Η γιαγιά ποτέ δεν ήταν τόσο μεγαλόπρεπη και όμορφη. Πήρε το κοριτσάκι στα χέρια της, και οι δυο τους πέταξαν με λάμψη και χαρά πάνω από τη γη, ψηλά, πολύ ψηλά, και εκεί πάνω δεν υπήρχε ούτε κρύο ούτε πείνα ούτε φόβος—ήταν με το Θεό.

Αλλά στη γωνία, ακουμπισμένο στον τοίχο, καθόταν το κοριτσάκι με κόκκινα μάγουλα και χαμόγελο στο στόμα, πεθαμένο από το κρύο το τελευταίο βράδυ τού παλιού χρόνου. Ο πρωτοχρονιάτικος ήλιος ανέτειλε πάνω σε μια αξιολύπητη μορφή. Το παιδί καθόταν εκεί, κοκαλωμένο και παγωμένο, κρατώντας τα σπίρτα, ένα πακέτο από τα οποία ήταν σχεδόν καμένο.

«Ήθελε να ζεσταθεί», είπε ο κόσμος. Κανένας δεν φαντάστηκε τι όμορφα πράγματα είχε δει και με τι χαρά είχε πάει με τη γριά γιαγιά της στον λαμπερό Καινούργιο Χρόνο.

Άδεια Creative Commons
Αυτή η εργασία χορηγείται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 3.0 Μη εισαγόμενο .