Αρχεία Ιστολογίου

Η ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑ – ΣΤΙΣ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ «ΦΑΝΤΟΜ»

Όπως σχεδόν σε όλα τα κόμικς έτσι και στον «Φάντομ», η γυναικεία παρουσία στις περιπέτειες του «φαντάσματος που περπατά», είχε την δική της θέση. Σε πρώτο ή σε δεύτερο πλάνο, ήταν παρών στις χάρτινες ζούγκλες και τους ωκεανούς, στις ανεξερεύνητες περιοχές και στα μυθικά βασίλεια. Άλλοτε με τον αστικό τρόπο ζωής, κι άλλοτε στολισμένες με πολύτιμα πετράδια, σε ρόλο ηγεμόνα στις χαμένες φυλές, είχαν πάντα τον τρόπο να σαγηνεύουν και να στρέφουν το βλέμμα του αναγνώστη πάνω τους.

Μάγισσες, βασίλισσες, σύντροφοι παρανόμων, σε κανονικά ή μικροσκοπικά μεγέθη, προκλητικές ή συντηρητικές, μοντέρνες ή κλασσικές, περίεργες ή αδιάφορες, αθώες και ένοχες, εχθρικές ή φιλικές, με μαγιό ή νυχτερινές τουαλέτες, με μέικαπ ή χωρίς, μοιραίες ή ωραίες, έγχρωμες ή ασπρόμαυρες, περισσότερο ή λιγότερο ρομαντικές, στριμμένες ή καλοκάγαθες, περίεργες ή ματαιόδοξες, η μόνιμη αρραβωνιαστικιά ή οι «έκτακτοι» πειρασμοί, άφηναν τα αισθησιακά τους αχνάρια πολύ συχνά. Μην ξεχνάτε ότι ήταν τα early sixties εκείνα στα οποία πρωταγωνιστούσαν, έστω και στα εικονογραφημένα της εποχής, κάτι που είναι ευδιάκριτο κυρίως στιλιστικά. Χτενίσματα, ντυσίματα, όλα παραπέμπουν σε δεκαετίες πίσω, αλλά δεν δείχνουν καθόλου μα καθόλου παρωχημένα, ακόμη και στις μέρες μας.

Ο Sy Barry(του οποίου απομονώσαμε τα περισσότερα από τα αποσπασματικά καρέ που βλέπετε), σκιτσάρισε καθημερινές και εξωτικές γυναίκες, τις έβαλε στο δρόμο του «Φάντομ» και εκείνες επηρέασαν αρκετά την εξέλιξη των σεναρίων, όχι όμως και τον πιστό και ακλόνητο τιμωρό του εγκλήματος! Δεν υπέκυψε σε καμία …πρόταση και απτόητος συνέχισε μέχρι τέλους των καρέ, δείχνοντας αν μη τι άλλο, χαρακτήρα και εκ πεποιθήσεως μονογαμικός!

Δείτε όλα τα παρόμοια αφιερώματα μας, στην υπό – κατηγορία «ΚΑΡΕ & ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ».

http://wp.me/PKxow-19J

ΙΣΤΟΡΙΕΣ & ΤΕΥΧΗ 3. «ΦΑΝΤΟΜ» ΤΕΥΧΟΣ 37

Η σημερινή ιστορία που θα σας θυμίσουμε, μας πάει βαθιά στη ζούγκλα της Βεγγάλης. Μια περιοχή καλά κρυμμένων μυστικών, θρύλων και δοξασιών. Για κάτι τέτοιο μας μιλάει και αυτή. Είναι γραμμένη από τον δημιουργό του «φαντάσματος που περπατάει», τον Αμερικανό Lee Falk και σχεδιασμένη από τον Sy Barry. Στην χώρα μας κυκλοφόρησε την Τετάρτη 3 Μαρτίου του 1976, στο εβδομαδιαίο «Φάντομ» του κ. Καμπανά. Ήταν το τεύχος 37.

Ο μασκοφόρος ορκισμένος εκδικητής του εγκλήματος, έρχεται αντιμέτωπος με μια πολύ ασυνήθιστη περίπτωση, τυλιγμένη στο υπερφυσικό. Όταν ο θρύλος συναντάει το παρόν λοιπόν, βγαίνουν μέσα από αφηγήσεις ηλικιωμένων, ιστορίες που μοιάζουν σαν τα παραμύθια. Κάπως έτσι ξεκινάει και η ιστορία της μάγισσας Γκουλέυ – Γκουλέυ, που καταφέρνει για αιώνες να κρατάει το μυστικό της ύπαρξης της. Μπορεί να μεταμορφώνεται και να δείχνει διαρκώς νέα και όμορφη. Αναζητάει τον επόμενο της σύζυγο και έτσι θα βρεθεί μπροστά στην μορφή του ήρωα μας, τον οποίο θα θελήσει να δελεάσει, προκειμένου να δεχτεί την πρόταση της. Κάπως αντίστροφα μας αφηγούνται τα πράγματα εδώ οι δημιουργοί, αλλά η γοητεία της ιστορίας δεν χάνει καθόλου τη λάμψη της.

Ο «Φάντομ» θα βρεθεί αντιμέτωπος με την μάγισσα και όσα θα επακολουθήσουν, με αποκορύφωμα το φινάλε, είναι συναρπαστικά, καθώς υπάρχει μια βασική προυπόθεση, για να μένει ζωντανή η κατάρα, που κρατάει την μάγισσα στη ζωή…

Θα βρείτε όλες τις ιστορίες αυτές, συγκεντρωμένες στην υπό – κατηγορία «ΙΣΤΟΡΙΕΣ & ΤΕΥΧΗ».

http://wp.me/PKxow-1j2

 

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ – ΦΑΝΤΟΜ(ΚΑΜΠΑΝΑΣ – 1975)

Ένα πολύ επιτυχημένο κόμικς με μεγάλη ιστορία,που γνώρισε εκδόσεις σε πολλές χώρες, ο Φάντομ(Phantom), ή «Φάντασμα που περπατά», ήρθε και στην χώρα μας, για να καταλήξει έπειτα από μια σειρά εικονογραφημένων και εκδοτικών περιπετειών, στον κ. Καμπανά.

Ας πάρουμε τα πράγματα με την σειρά, ξεκινώντας από την Αμερικάνικη έκδοση. Ο Φάντομ ήταν μια δημιουργία(σενάριο & σκίτσο), του Lee Falk. Ο Falk σχεδίασε για δύο εβδομάδες τα στρίπ του ήρωα αυτού, με την φορεσιά που παραπέμπει σε υπερήρωα, το 1936 σε ημερήσιες εφημερίδες.

Αμέσως μετά, ανέλαβε το σκίτσο ο Ray Moore, μέχρι πρότεινως βοηθός του Phil Davis, δημιουργού του Μάγου Μάντρεηκ(Mandrake the Magician). Στην διάρκεια του Β` παγκοσμίου πολέμου, τόσο ο Falk όσο και ο Moore, υπηρέτησαν στον Αμερικάνικο στρατό, αφήνοντας την σχεδίαση του Φάντομ στον Wilson McCoy.

Μετά τον θάνατο του McCoy το 1961, δύο νέοι και ταλαντούχοι σχεδιαστές, οι Carmine Infantino και Bill Lignante ανέλαβαν να συνεχίσουν την δουλειά του. Όλα αυτά διατήρησαν την φήμη και την δημοτικότητα του ήρωα σε υψηλά επίπεδα, μέχρι να αναλάβει το σκίτσο ο Sy Barry και να απογειώσει κυριολεκτικά τον χαρακτήρα του Falk!

Προσωπικά τον θεωρώ σαν τον κορυφαίο σχεδιαστή του Φάντομ. Η εκδοτική εταιρεία που είχε τα δικαιώματα στην Αμερική, ήταν η King Features. Να πούμε ότι ο Φάντομ συνεχίζει να εκδίδεται με νέες περιπέτειες, μέχρι και σήμερα στην Αμερική(στην ουσία δεν διέκοψε ποτέ την έκδοση του από το 1936!), με καινούργιο σχεδιαστή πια, τον Eduardo Barreto, που ανέλαβε φέτος τον Ιούλιο. Όπως είπα και πιο πάνω, το περιοδικό γνώρισε μεταφράσεις σε πολλές χώρες, σε όλο τον κόσμο. Μεγάλη επιτυχία είχε η έκδοση του στην Ινδία, στις Σκανδιναβικές χώρες(όπου έχει έδρα το μεγαλύτερο fan club του), στην Γερμανία, στην Αυστραλία και σε πολλές ακόμη.

Εκδοτικά πέρασε στην δεκαετία του `50 στο ρεπερτόριο της Harvey Comics, από εκεί στην Gold Key Comics το`62, συνέχισε στην King Comics το`66 και κατέληξε το 1969 στην Charlton Comics. Οι περιπέτειες του οι εκδοτικές όμως, δεν είχαν τελειώσει, αφού το διάστημα 1988 – 1990 γνώρισε και την σφραγίδα της DC Comics, έναν χρόνο πριν και αυτήν της Marvel Comics(για 4 μόλις τεύχη), ενώ από το 2002 και έπειτα, τα πράγματα δείχνουν να σταθεροποιούνται, με την Moonstone Books να έχει αναλάβει την έκδοση του. Τα πιο περιζήτητα τεύχη για τους συλλέκτες του Φάντομ, είναι εκείνα που κυκλοφόρησαν από την εταιρεία Indrajal Comics στην δεκαετία του, στην Ινδία και μάλιστα μεταφρασμένα στα Αγγλικά! Να μνημονεύσουμε και την εταιρεία Hermes Press, που κάνει τις επανεκδόσεις παλαιότερων ιστοριών και τευχών, σε όμορφες βιβλιοδεσίες, από το 2009. Πολύ καλή δουλειά πάνω σ` αυτό, είχε κάνει στο διάστημα 1972 – 1975 και η εταιρεία Avon Publications.

Ο ήρωας του Falk γνώρισε και τηλεοπτική μεταφορά, όπως και κινηματογραφικές. Η πρώτη από τις περιπέτειες του μασκοφόρου τιμωρού του εγκλήματος, που πέρασε στην μεγάλη οθόνη(και προάγγελος της τηλεοπτικής μεταφοράς), ήταν ένα φιλμ του 1943, με τίτλο The Phantom . Ακολούθησε με πολλές διαδικαστικές διαμάχες για τον τίτλο της, η ταινία τον The Adventures of Captain Africa το 19955, για να φθάσουμε στο 1961 και στον Roger Creed που υποδύθηκε τον Φάντομ. Το 1986 είχαμε και ταινία κινουμένων σχεδίων, με τίτλο Defenders of the Earth, με τον ηθοποιό Peter Mark Richman να δανείζει την φωνή του στον Φάντομ. Ο Billy Zane έγινε ο Φάντομ του 1996, στην πιο επιτυχημένη εμπορικά κινηματογραφική εμφάνιση του χαρακτήρα που δημιούργησε ο Falk, ενώ το 2008 είχαμε μια ανακοίνωση αλλά έκτοτε κανένα νέο! Η εταιρεία Sherlock Symington Productions ανέλαβε την παραγωγή της νέας ταινίας, με τίτλο The Phantom : legacy και τον ηθοποιό Sam Worthington στον πρωταγωνιστικό ρόλο, με έμφαση στην μυθολογία που συνοδεύει τον ήρωα, αλλά και με πολλούς από τους δευτερεύοντες χαρακτήρες των περιπετειών του να εμφανίζονται. Τα γυρίσματα ξεκίνησαν στην Αυστραλία, αλλά ακόμη δεν υπάρχει νεότερο σχετικά με την εξέλιξη τους. Στα παραλειπόμενα, να αναφέρω και μια παρωδία – εμφάνιση του Φάντομ, σε ένα φιλμ κινουμένων σχεδίων δίπλα στο Ποπάυ(!), με τίτλο Popeye Meets the Man Who Hated Laughter, το 1972, μια εμφάνιση στο περίφημο Yellow Submarine των Beatles, αλλά και την Τουρκική ταινία που βγήκε στις αίθουσες χωρίς καμία συγκατάθεση των δικαιούχων, με τίτλο Kızıl Maske(Κόκκινη Μάσκα), το 1968! Παρά τις αυστηρές προειδοποιήσεις εξ Αμερικής, ο σκηνοθέτης Ismet Erten προχώρησε και σε δεύτερη ταινία το 1971, με τίτλο Kızıl Maske’nin Intikamı( Η εκδίκηση της Κόκκινης Μάσκας)! Αν θέλετε να μάθετε ακόμη περισσότερα για τον Φάντομ, μπορείτε να επισκευτείτε τα παρακάτω link.

http://www.sneakpeek.ca/2010/02/phantom-reappears.html

http://en.wikipedia.org/wiki/The_Phantom

http://www.internationalhero.co.uk/g/ghwhowlk.htm

http://www.edrhoades.com/phantom/

http://www.fanpop.com/spots/the-phantom-comics

http://www.comicvine.com/the-phantom/29-7957/

http://indrajalonline.blogspot.com/2011_01_09_archive.html

 

Ας δούμε τις εκδοτικές περιπέτειες του Φάντομ, στην χώρα μας. Ξεκίνησε το `68(αν δεν κάνω λάθος), σε ημερήσια Αθηναική εφημερίδα σαν στριπ σε συνέχειες(πιθανολογώ χωρίς να είμαι σίγουρος, ότι ήταν η «Ακρόπολις». Την διάβαζε ο παππούς μου). Το 1970, πέρασε από το Βέλος του κ. Τερζόπουλου και λίγο μετά(το`71), από το οικογενειακό περιοδικό Ταχυδρόμος, σε μονοσέλιδες συνέχειες, κάθ εεβδομάδα. Πάμε τώρα στην έκδοση του κ. Καμπανά. Ο Φάντομ σε μικρό σχήμα, ξεκίνησε να εκδίδεται σε εβδομαδιαία βάση, στις 25 Ιουνίου του 1975, με αρχικό κόστος 5 δραχμές, 68 σελίδες και σε ασπρόμαυρο σκίτσο(ή μάλλον κοκκινόμαυρο, που ήταν ακόμη στην μόδα!). Οι ιστορίες που δημοσίευε ήταν αυτοτελείς. Με αυτή την μορφή, κυκλοφόρησε συνολικά 80 εβδομαδιαία τεύχη, που από το 27ο τεύχος κι έπειτα, ήταν με δύο σελίδες έγχρωμες και δύο ασπρόμαυρες. Ακόμη, κυκλοφόρησε και 16 τόμους, πάντα σε μικρό σχήμα, με περιεχόμενο τρία τεύχη ο καθένας, αλλά χωρίς εξώφυλλα, ενώ πολλές φορές δεν συναντούσες το ίδιο τεύχος στον ίδιο τόμο!

Σε κάποιες μάλιστα περιπτώσεις, έμπαιναν και εκτός Φάντομ ιστορίες και τεύχη, όπως για παράδειγμα Μπάρμπαρα(ένα κοριτσίστικο περιοδικό του εκδότη)! Ήταν γενικά μια περίπτωση «λαχείο», αυτοί οι τόμοι, που πάντα αιφνιδίαζαν τον αναγνώστη – αγοραστή! Στα οπισθόφυλλα τώρα, είχαμε συνήθως καταχωρήσεις των επόμενων τευχών του Τιραμόλα και του Σεαραφίνο, ενώ αυτό που καταχωρείται σαν θεματική σειρά, ήταν τα αντίγραφα χαρτονομισμάτων, που οι αναγνώστες έκοβαν ακολουθώντας το περίγραμμα γύρω απ` αυτά και κολλούσαν στο «Άλμπουμ των Εκατομμυριούχων», έναν διαγωνισμό που είχε κάνει ο εκδότης. Τα οπισθόφυλλα εκείνα, δημοσιεύονταν και στο Τιραμόλα. Πολλά από αυτά τα τεύχη δυστυχώς, δεν έχουν οπισθόφυλλο, όπως καταλαβαίνετε… Αν θέλετε, μπορείτε να μάθετε περισσότερες λεπτομέρειες, σε παλαιότερο μας σχετικό άρθρο, που βρίσκεται στην υπό – κατηγορία «ΕΝΘΕΤΑ & ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΑ». Εκεί θα βρείτε και το ίδιο το «Άλμπουμ των Εκατομμυριούχων», έτσι όπως δημοσιεύτηκε στις κεντρικές σελίδες του Σούπερ Σεραφίνο. Ας δούμε όμως τι περιείχε εντός των 68 αυτών σελίδων ο Φάντομ, στην έκδοση του κ. Καμπανά. Οι ιστορίες του ήρωα που δημοσιεύτηκαν, ήταν σχεδιασμένες από τους Ray Moore (ξεχωρίζει για την κάπως απλοική μορφή σχεδίασης, όπου όλοι οι κακοί είναι κακομούτσουνοι!), Wilson McCoy (στα πρώτα 8 τεύχη αν δεν κάνω λάθος, με χαρακτηριστική έμφαση του σχεδιαστή στις σκιές και στην λεπτομέρεια του background), ενώ οι περισσότερες που διαβάσαμε ήταν σχεδιασμένες από το χέρι του Sy Barry. Τα σφάλματα του Έλληνα εκδότη ήταν ορατά και μέχρι ενός σημείου κουραστικά, στις εσωτερικές σελίδες των ιστοριών. Από την μια η διαρκής του αναφορά στο παρελθόν του ήρωα, με τα ίδια και τα ίδια καρέ να μπαίνουν σε διαφορετικά τεύχη(θα πρέπει αν το εμπαίδωσαν οι αναγνώστες, καλύτερα κι από τα μαθήματα τους στο σχολείο!), κι απ` την άλλη τα ίδια καρέ από το πάνελ της ιστορίας, που έμπαιναν καμιά φορά και δίπλα – δίπλα, ώστε να γεμίσουν οι σελίδες! Ένα άλλο κουραστικό της έκδοσης, ήταν και η μεγέθυνση των καρέ, που φαίνονταν και στο πιο ανεπιτήδευτο μάτι, την στιγμή μάλιστα που για να συμπληρωθούν κάποιες εικόνες, παρενέμβαινε Έλληνας σκιτσογράφος, συνεργάτης του κ. Καμπανά προφανώς, ο οποίος προσέθετε δέντρα, βράχους κλπ, αλλά ήταν τόσο παράτερο, που έβγαζε μάτια και ενοχλούσε!

Σαν συμπληρωματικές ιστορίες, για να συμπληρωθεί η ύλη του περιοδικού, επιλέχθηκαν δημιουργίες από το ρεπερτόριο της εταιρείας King Features, από την οποία έρχονταν τα πνευματικά δικαιώματα του Φάντομ στην χώρα μας. Ήταν οι Τίμ Τάιλερ(Περίπολος της Ζούγκλας), ο διαστημικός εξερευνητής Φλάς Γκόρντον, ο μυστικός πράκτορας Φίλ Κόριγκαν, ο Μπάζ Σώγιερ και οι περιπέτειες του στο πολεμικό ναυτικό, ο κωμικός Χένρυ(δίχως μαλλιά από μικρός!), ο επίσης κωμικός στρατιώτης Μπίτλ και οι ξεκαρδιστικές ιστορίες του Χάγκαρ του απαίσιου(εξαιρετική παρωδία Βίκινγκς). Κι εδώ είχαμε κάτι μάλλον αρνητικό. Σχεδόν σε όλες αυτές τις παρουσίες των πιο πάνω, τα καρέ είχαν υποστεί σμίκρυνση, με αποτέλεσμα να θέλεις μεγεθυντικό φακό για να τα διαβάσεις! Νομίζω ότι αν και η Ελληνική έκδοση του Φάντομ δεν απέτυχε όπως λέμε, θα μπορούσε να έχει πολύ μεγαλύτερη διάρκεια, αν ο εκδότης την είχε προσέξει περισσότερο. Για παράδειγμα, εκτός όλων όσων ανέφερα πριν, τα αυθεντικά εξώφυλλα που είδαμε, ήταν ελάχιστα, ενώ τα περισσότερα έρχονταν από επιχρωματισμό εσωτερικών καρέ, άλλων τευχών! Ένα γενικό μπάχαλο, με όλη τη σημασία της λέξης! Κρίμα, γιατί άξιζε πολύ καλύτερης αντιμετώπισης… Δεν σας αναλύω την περίπτωση του κάθε ήρωα, απ` τους πιο πάνω, γιατί υπάρχουν αναλυτκές παρουσιάσεις σχεδόν όλων, στην υπό – κατηγορία «ΕΡΕΥΝΑ & ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ», με δύο λόγια για τους δημιουργούς τους.

Όσοι δεν έχουν ακόμη παρουσιαστεί, θα προστεθούν μελλοντικά, σε ξεχωριστά άρθρα. Νιμίζω ότι έτσι είναι καλύτερα, αφού θα μπορείτε να διαβάσετε ταυτόχρονα και ορισμένα βιογραφικά στοιχεία των δημιουργών τους. Άφησα για το τέλος την σκιαγράφηση του ήρωα, για να σας μείνει σαν τελευταία γεύση!

Το «φάντασμα που περπατά», «αυτός που δεν μπορεί να πεθάνει», είναι ένας θνητός σαν όλους μας, που επιζώντας από μια επίθεση πειρατών στην θάλασσα, αφιερώνει την ζωή τους στην καταπολέμηση του εγκλήματος. Βαφτίζεται Φάντομ, φοράει μια κόκκινη ολόσωμη φόρμα και μια μάσκα για να μην φαίνεται το πρόσωπο του και με ορμητήριο την άγρια ζούγκλα της Βεγγάλης, ξεκινάει τον αγώνα του. Όλα αυτά έγιναν τον 14ο αιώνα. Από τότε η κυριαρχία του Φάντομ δεν αμφισβητήθηκε ποτέ, ούτε το αίσθημα δικαιοσύνης του, καθώς το βασίλειο περνούσε …σόι! Από πατέρα σε γιό, γενιές Φάντομ συνέχισαν αυτή την παράδοση και συντήρησαν μέχρι θανάτου τον θρύλο. Η σπηλιά σε σχήμα κρανίου, είναι ο χώρος που ζει και αποθηκεύει τα κειμήλια των προγόνων του. Απίστευτα αντικείμενα, πολύτιμα, που αναζητεί σύσωμη η αρχαιολογική κοινότητα μέχρι σήμερα, όπως το σπαθί του βασιλιά Αρθούρου, το ποτήρι του Μέγα Αλέξανδρου, είναι μόνον μερικά από αυτά! Στην σπηλιά βρίσκεται και το κοιμητήριο των Φάντομ. Ένας ιερός τόπος, όπου σε σαρκοφάγους αναπαύονται οι πρόγονοι του ήρωα. Στο πλάι βρίσκονται πάντα οι πιστοί του πυγμαίοι με τα δηλητηριώδη βέλη, που κρατούν μακριά από τα περίεργα μάτια όλα αυτά, ο σοφός Γκουράν, ο αρχηγός τους, το άλογο του και ο λύκος ονόματι Δαίμονας. Εξέχουσα θέση στην κληρονομιά των Φάντομ, έχει και και το νησί της Εδέμ. Με τα πιράνχας να αποτελούν μεγάλο κίνδυνο για τους επίδοξους καταπατητές, τα ζώα συμβιώνουν χωρίς έχθρες. Λιοντάρια και αντιλόπες μαζί, τρέφονται με ψάρια που τους πετούν οι ψαράδες. Ακόμη, η «Χρυσή Ακτή» στο Κήλα Γουέι, με την αμμουδιά της που αποτελείται από χρυσόσκονη, είναι ένα από τα «ακίνητα» της οικογένειας Φάντομ και πολλές φορές συγκεντρώνει την απληστία των ανθρώπων και τα βλέμματα μας σε σενάρια που διαδραματίζονται σε αυτό.

Έχει βέβαια και το απαραίτητο ρομάντζο, που συντηρείται επί σειρά ετών στο πρόσωπο της αγαπημένης του μασκοφόρου εκδικητή του εγκλήματος και της πειρατείας. Είναι η Νταιάνα Πάλμερ, αυτή που κάνει συχνά την εμφάνιση της στις ιστορίες. Το σημάδι της νεκροκεφαλής στο δαχτυλίδι του Φάντομ, σημαδεύει πολύ συχνά τα πηγούνια του κακοποιών, ενώ υπάρχει και σαν απαγορευτικό σε τοποθεσίες που δεν θέλει να επισκεφθούν περίεργα μάτια. Αντίθετα, το «καλό σημάδι» έχει άλλο σχήμα και έννοια. Είναι δύο ξίφη που διασταυρώνονται και είναι αυτό που δηλώνει την προστασία του ήρωα. Στην μεγάλη ποικιλία των σεναρίων που καλείται να αντιμετωπίσει, έχουν ξεχωριστή θέση εκείνες με συμπρωταγωνιστές τους μικροσκοπικούς ανθρώπους, που αποκαλούνται «Χρυσοί Άνθρωποι» και τον πρίγκηπα Βλάντ. Περίεργη και η σχέση υπακοής στις διαταγές του Φάντομ, με τον αρχηγό της αστυνομίας της περιοχής, ο οποίος τον υπακούει τυφλά και δεν τον έχει δει ποτέ! Τα έγγραφα που του στέλνει ο ήρωας, τα βρίσκει μαζί με τις εντολές του στο χρηματοκιβώτιο του, την απόμενη μέρα, σε ένα δωμάτιο που δεν έχει παράθυρο και η πόρτα είναι μονίμως κλειδωμένη! Να μην σας πω κι άλλα όμως, για να μείνουν και κάποια να εξερευνήσετε!

Χαρακτηριστικά καρέ με διπλή εμφάνιση στο ίδιο τεύχος ή σελίδα, αλλά και προσθήκη συμπληρωματικών σχεδίων στις σελίδες.

Χαρακτηριστικά οπισθόφυλλα του Φάντομ

Για το Comics Trades

Γιώργος Κοσκινάς

Όλα τα καρέ, οι εσωτερικές σελίδες, τα οπισθόφυλλα και τα εξώφυλλα, είναι από το αρχείο του συντάκτη.

Διαβάστε όλες τις παρουσιάσεις μας, στην ομώνυμη σχετική υπό – κατηγορία.

http://wp.me/PKxow-198

ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ΤΕΥΧΗ ΚΟΜΙΚΣ 19. ΒΕΛΟΣ ΤΕΥΧΟΣ 80 «ΤΟ ΕΙΔΩΛΟ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ»


Υπάρχει ο «κανονικός» χρόνος και ο πλασματικός. Αυτός που είναι αόριστος, ασαφής και πάντα σχεδόν υπέρ – βολικός(«σε δύο λεπτά είμαι εκεί»…), κι ο άλλος, αυτός που περιγράφει με ακρίβεια και αγχωμένη διάθεση συνέπειας, το που θα βρίσκεται ο νους μας για την επόμενη ώρα(«σε περίπου μισή ώρα – 40 λεπτά το πολύ, θα έχω επιστρέψει»…), ώσπου να υλοποιήσουμε ότι μόλις είπαμε. Την πρώτη μορφή, τοποθετημένη σε μια σειρά φράσεων που αντανακλούν μια μάλλον συνήθεια, φθαρμένη και παραφρασμένη, ερμηνευμένη σύμφωνα με του καθενός τις ανάγκες, την συναντήσαμε για πρώτη φορά τότε που όλα αυτά έδειχναν να είναι απλά …δύο λεπτά απόσταση από το σημείο που βρισκόμασταν, χρονικά πάντα. Τότε που ο χρόνος είχε έναν άχαρο μάλλον ρόλο στις ζωές μας και καμία δύναμη για μας ορίζει, σαν αιωρούμενες μέσα στα γρανάζια του προσωπικότητες, Ήταν μια διακοσμητική σχεδόν παρουσία, σαν τα ρολόγια με τον ξεχαρβαλωμένο κούκο στο σαλόνι, που ούτε φωλιά του ήταν – ούτε έγιναν ποτέ, ούτε και τον είδαμε να βγαίνει και να αφήνει εκείνη την χαρακτηριστική φωνή, όπως στις ταινίες, που όλα δούλευαν …ρολόι… Ήταν εκεί όμως, πάνω απ` το τραπέζι και τα κεφάλια μας, όταν καθόμασταν για να φάμε τα μεσημέρια. Τον κοιτούσαμε και κείνος ή ήταν καλά κρυμμένος, ή είχε πετάξει εδώ και καιρό, αφήνοντας άδειο το ξύλινο σπιτάκι του. Εγώ πάντως, δεν τον πρόλαβα «ζωντανό», για κανένα από εκείνα τα 11 χρόνια στο πρώτο σπίτι. Πριν αρχίσουν οι μετακομίσεις. Γιατί μετά, έμεινε πίσω, για να δίνει τροφή στα ερωτήματα του επόμενου ένοικου. Ο χρόνος, το στοιχείο που μας «έδενε» με τη μεγαλίστικη συμπεριφορά, αυτήν που αγνοούσαμε επιδεικτικά και αρνούμασταν να γίνουμε μέρος της πεισματικά, δεν έλειψε από κανένα πρωινό, μεσημέρι, απόγευμα, ή βράδυ. Κανέναν χειμώνα, άνοιξη, καλοκαίρι και φθινόπωρο. Σαν ένα ανεπαίσθητο «τικ τακ», μετρούσε με χτύπους το κάθε μας βλέμμα, βήμα, σκέψη. Πρόσθετε τα πάντα, με μαθηματική ακρίβεια, ακόμη κι αν ήταν ανόμοια μεταξύ τους. Διακριτικά μας μάθαινε  να ζούμε με δεσμεύσεις, απαγορεύσεις, επιπτώσεις, υποχρεώσεις… Ήταν η ατομική μας κλεψύδρα, που αναποδογύριζε την άμμο της και κρατούσε τον έλεγχο, κι ας το αρνούμασταν τότε. Έπειτα από χρόνια, όταν πετάξαμε τις ίνες από το «κουκούλι» και εκκολαφτήκαμε, άλλοι πολύχρωμοι κι άλλοι ασπρόμαυροι μεταξοσκώληκες, κατανοήσαμε πλήρως την χρησιμότητα του και του δώσαμε την πραγματική υπόσταση. Τα ρολόγια χειρός με τον Μίκυ και τα χρωματιστά λουράκια, έγιναν πιο σοβαρά, πιο κοντά στην όψη μας, ασορτί με τις έγνοιες και τα άγχη. Ήταν όλα μαζί στο εσωτερικό του, δίπλα στους λεπτοδείκτες, μέσα στα γρανάζια, που μας ρούφηξαν στα θολά τους νερά και έκτοτε ζούμε μια χρονομετρημένη ατελή οφθαλμαπάτη… Σε μια ώρα… Σε μισή ώρα… Σε κάθε ώρα… Σε κάθε λεπτό… Το αφελές και απρόβλεπτο του ενθουσιασμού και του αυθορμητισμού, τυποποιήθηκε και χώρεσε σε δεδομένα. Άφησε να του περάσουν «φράχτες» ολόγυρα και να αποκτήσει «σύνορα». Άμεση επαφή με το ανεβοκατέβασμα του ήλιου, πιο δεσμευτική, πιο αναγκαία σαν συνύπαρξη. Το κίτρινο στεφάνι εκεί ψηλά, που σήμαινε με τις αποχρώσεις του την έναρξη ή την λήξη της ζωντάνιας και της χαράς, έγινε ένα τόσο δα σχηματάκι σε κάποιους τύπους αγχωτικών βραχιολιών, που άφηναν σημάδια στους καρπούς. Σημάδια υπακοής και ενσωμάτωσης στον κόσμο των συμβιβασμών… Ότι φόβο άφησε μετέωρο, σα το κορδονάκι του άφωνου κούκου, τον ενσάρκωσε και τον αποτύπωσε, έτσι που τελικά μας έκανε δέσμιους του. Κι ότι αρνηθήκαμε γυρίζοντας του την πλάτη, το πήραμε πίσω και βαδίσαμε πλάι – πλάι. Τα «δύο λεπτά» που ποτέ δεν τηρήσαμε, έγιναν «μισή ώρα» ικανή να κυλάει σταγόνες ιδρώτα στο πρόσωπο… Υπευθυνότητα και μεθοδικότητα. Πλαίσια και «φόρμες». «Μπα; Είχε έργα στο δρόμο; Και γιατί δεν πήγες από αλλού, για να μην αργήσεις;»….

Με το πέρασμα των εποχών, που σα να αύξαιναν διαρκώς το ρυθμό στο βήμα τους, τόσο που ζαλιστήκαμε και σταματήσαμε να τις μετράμε πια, μια από τις λέξεις που προστέθηκαν στις γνώσεις μας και δυνάμωσαν τις γραμματικές μας δυνατότητες , ήταν και η «αμετροέπεια», που ήταν απόλυτα συνυφασμένη με την σωστή χρήση του χρόνου. Η εκδρομή στην παραλία είχε αρχή και τέλος, είχε «μέτρο» στην διάρκεια της και όλα γύρω είχαν αυτό το «μέτρο» κι αυτήν την «διάρκεια». Όποιος τα αγνοούσε, γνώριζε και την λέξη που προσδιόριζε το σφάλμα του. Την γνώριζε μέσα από παρατηρήσεις άλλων, ή με τις συνέπειες που είχε η μη αναγνώριση της, σαν βασική αρχή της συνύπαρξης με το κοινωνικό προφίλ, του οποίου το «κλαμπ» αριθμούσε όλο και περισσότερα μέλη. Ένα ντόμινο καταστάσεων, που μόνο δυσάρεστες θα μπορούσε κανείς να τις αποκαλέσει, ήταν δεμένο με χοντρό καραβόσκοινο, με τις αποφάσεις και τις επιλογές, ή την μη αποστήθιση των «κανονισμών»(παλιός γνώριμος από το βιβλίο της Ιστορίας…), ή έστω τις όποιες σπασμωδικές προσπάθειες άρνησης των «ορίων», που αυτομάτως οδηγεί στην γωνία των «περιθωρίων»…  Μια γωνιά με χροιά σχολικής τιμωρίας, απομόνωσης και την θέα της πλάτης στραμμένης στον τοίχο … Μα ποιος είπε ότι οι «τιμωρίες» σταμάτησαν με το απολυτήριο του στρατού στο χέρι; Υπήρχαν και πάντα θα υπάρχουν, όπως και οι μικρές ή μεγάλες «ανταμοιβές», όταν θα έρχεται η επιβράβευση μιας συνολικής εφαρμογής και ένταξης, στον «νέο κόσμο». Αυτά είναι αλληλένδετα. Το ένα φωνάζει το άλλο για να παίξουν παρέα, σε κάθε ευκαιρία. Πάντως, έμειναν οι στιγμές της «αμετροέπειας», της αμετανόητης ξέφρενης λογικής του «πότε;» – «ποτέ!». Κάτι υπάρχει για να θυμίζει την σχέση απόρριψης μας για τον χρόνο, την αδιαφορία μας για τα πρωινά κουδουνίσματα του. Ήταν αυτά που ζήσαμε χώρια του, με το κεφάλι να κουνιέται δεξιά – αριστερά στη κάθε του εμφάνιση, με το χαμόγελο για όπλο κόντρα στον ορθολογισμό και τα προστάγματα του. Ήταν οι εποχές της αμφισβήτησης για κάθε περιορισμό, όσο ελκυστικά κι αν ήταν καμουφλαρισμένος πίσω από τις γλάστρες. Τον βρίσκαμε και μετά τον απομυθοποιούσαμε στο κρυφτοκυνηγητό, βγάζοντας τον έξω από το παιγνίδι. Οι μέρες του Δον Κιχώτη στο ύφος και του δόγματος «τίποτα δεν τελειώνει» στα χείλη, που έζησαν μαζί μας σε κάθε άνοιγμα της εξώπορτας. Όσο κι αν έτριζε εκείνη, όσο κι αν άκουγαν στο διπλανό δωμάτιο, όσο κι αν έβρεχε, όσο κι αν σκοτείνιαζε, όσα μαθήματα κι αν είχαν μείνει αδιάβαστα. Εκείνες οι μέρες με τη βροντή στη δύση τους, με το κροτάλισμα του πολυβόλου στο στόμα του συμμαθητή και με τη σιγουριά της «νίκης» στα πρόσωπα όλων, την ίδια πεποίθηση, την ίδια αισιοδοξία, ήταν αυτές που μας έμαθαν να αδιαφορούμε για την κλωστή που μπορεί αβίαστα να κόψει ο χρόνος. Μια κλωστή τόσο λεπτή και φθαρμένη, που κρατούσε κόντρα στον άνεμο  ζωντανά μερικά τετραγωνικά αφέλειας και αγνότητας. Μα κι όταν κόβονταν, πάντα υπήρχε κάποιος για να την ενώσει και όλα να αρχίσουν ξανά από εκεί που τα αφήσαμε. Κι αυτό δεν είχε χρονικούς περιορισμούς, παρά μονάχα διαλλείματα, όπου σε αντίθεση με το σχολείο, εδώ έπαιζαν αντίθετο ρόλο. Καθόριζαν την απόσταση του επόμενου ραντεβού με το παιγνίδι και έμπαιναν σφήνα σ` αυτό. Πρόσδιδαν μεγαλύτερη ανυπομονησία. Ήταν τα διαλλείματα της συνύπαρξης μας με τον χρόνο και τον χώρο. Αυτά, που κάποτε θα μας κρατούσαν αιχμάλωτους στη ζάλη τους, κάνοντας τα πάντα να γυρίζουν ανάποδα. Να αντιστρέφονται οι θέσεις στο τραπέζι, να αλλάζει το τραπεζομάντηλο, να αρχίζει ξαφνικά ο κούκος να πετάγεται από το ξύλινο του σπιτάκι…

Με όλη αυτή τη φασαρία που κάνει η σβούρα του χρόνου πέρα – δώθε, ξεχνιόνται πολλά. Δε προλαβαίνουμε να τα σταματήσουμε και εκείνα όλο και πιο πολύ στριφογυρίζουν. Γίνονται ένα συνονθύλευμα χρωμάτων, όμοιο με τους πίνακες μοντέρνας ζωγραφικής. Αφηρημένους σα το βλέμμα μας, που ξενυχτάει στο τραπέζι με τη σβούρα. Δεν υπάρχει διαθέσιμη στιγμή για ξόδεμα, time out, break, ξαπόσταμα. Είναι όλα σε μια γραμμή ζυγισμένα και στοιχισμένα και πρέπει να τα τραβήξουμε όπως τους κόμπους του σκοινιού. Σα χάντρες κομπολογιού. Μια κοντά στα δάχτυλα, δύο μακριά απ` αυτά… Όταν φτάνει στο τέρμα η σβούρα και σταματά, στην τελευταία χάντρα του κομπολογιού, τότε μόνο ελευθερώνεται η σκέψη και μπορεί να βγει απ` το καβούκι της. Τότε είναι η ώρα για τον απολογισμό. Που σκόρπισαν όλα, που μαζεύτηκαν, σε ποιού βαρελιού τον πυθμένα. Τότε ξεκουράζεται η μνήμη και κάθεται στο σκουριασμένο παγκάκι. Είναι η ευκαιρία για το καθιερωμένο μας παραμύθι μαζί της. Εκείνη το αφηγείται και εμείς καθηλωμένοι από τον τόνο της φωνής, καθώς αραδιάζει τα ρήματα και τα φωνήεντα με στόμφο, το ακούμε και μας φαίνεται ολοκαίνουργιο σα παιγνίδι, με φρέσκιες μυρωδιές ξύλου. Με μια επιφάνεια λουστραρισμένη, που κυλάει το άγγιγμα. Το έναυσμα για κάτι σαν κι αυτό, δεν χρειάζεται παρά μονάχα τη θέληση και την αφορμή. Την αιτία που κάνει «τσα!» στην ανάγκη. Μια βγαίνει πίσω απ` τον τοίχο και μια κρύβεται πίσω του. Τι είναι αυτό που την κάνει να βγει απ` τη φωλιά της και να παίξει μαζί μας; Εμείς! Όταν το ταβάνι μοιάζει να έχει κατέβει τόσο πολύ χαμηλά, που κοντεύει να αγγίξει τα μαλλιά μας, όταν το βάρος στο στήθος είναι ασήκωτο, όταν η φωνή δε μπορεί να βγει απ` τα χείλη, όταν όλα γύρω δείχνουν ασφυχτικά στενάχωρα. Όταν τα δάχτυλα φεύγουν το ένα πίσω από το άλλο από το πρόσωπο. Ναι, είναι η εσωτερική μας ανάγκη για πισωγύρισμα, αλλά δεν ήρθε ακάλεστη. Βρήκε το γράμμα, το τσαλακωμένο από τα πετάγματα ψηλά πάνω απ` τα δέντρα, από κείνα που κάναμε στα όνειρα μικροί, κι ήρθε να μας συναντήσει. Να δει από κοντά πως μοιάζουμε πια, απόμαχοι ονειροπόροι, ονειρομαχητές του χάρτινου παράδεισου… Το …τέλος του Γουλιέλμου, μας βρήκε ακόμη με το μήλο στο κεφάλι, ή με το τόξο στο χέρι… Ημιτελές απωθημένο, σφραγισμένο στα βάζα με τα γλυκά, στο πιο ψηλό ράφι της κουζίνας… Εκεί που δεν μας σήκωσε καμιά καρέκλα, κανένα παγκούλι πάνω στην καρέκλα, ούτε οι «πόντες» στα δάχτυλα του ποδιού. Έμεινε εκεί ψηλά, στο τελευταίο σύνορο των ματιών πριν το μέτωπο. Δεν έπεσε με κανένα μεταλλικό κουτί, ή σκουπόξυλο. Μια γεύση που έμεινε απαγορευμένη και προκλητική, όσα ρούχα κι αν πετάξαμε από πάνω μας, όσα σπίτια κι αν αλλάξαμε, όσες φωτιές κι αν σβήσαμε. Με το ανάλαφρο θαλασσινό αεράκι να χορεύει τους κόκκους της σκόνης στο δωμάτιο και τα καλοκαιρινά σύννεφα να φοβερίζουν τα ταλαιπωρημένα, χορταριασμένα κεραμίδια, μια πνοή μπαίνει απ` το ανοιχτό παράθυρο, καθαρή και ξεχωριστή. Είναι η ανάσα της φυγής, η αύρα της νοητής και ανόητης ευθυγράμμισης του χρόνου, που βάλθηκε να εξισώσει ότι πιο ανόμοιο και μακρινό και να τα πετάξει σα ζάρια στο πάτωμα.  Πέντε – δύο. Ώρα για εφτάρια νοσταλγίας. Τέσσερα – ένα. Ένα ψάθινο καπέλο με πεντάρια θύμησες, πέφτει απ` την ντουλάπα. Τριάρες. Οι  μέρες της ανύποπτης λαχτάρας, από κάπου ξεπήδησαν κι άρχισαν το πείραγμα , τρείς – τρείς μαζί. Έξη – δύο. Οκτώ περισσότερες υγρές ματιές, χαμένες στης μνήμης τη λίμνη… Όλα τα τερτίπια του ζαριού, βγάζουν το ίδιο άθροισμα ψυχής… Και να μια γόμα απ` το πουθενά, προσγειώνεται στο ξύλινο έπιπλο, χοροπηδώντας ελαστικά, σχεδόν αθόρυβα. Η προσοχή σ` αφήνει ακίνητο και πάει να την αγγίξει. Μα μόλις φτάνει κοντά της, εκείνη γκελάρει ξανά και πέφτει πιο κάτω. Όσο την κοντεύεις – εκείνη ξεμακραίνει. Το μόνο που παγώνει είναι η εικόνα, κι εκείνη στιγμιαία, τόσο γρήγορα που δεν προφταίνει να αφήσει πίσω της ίχνη. Σαν αυτά που άφηνε στο χαρτί «εκείνη», όταν ζωντάνευε στα δάχτυλα…

Από κάτι τόσο σημαντικά «ασήμαντο», οι χειρολαβές στο λεωφορείο του πόθου του καθενός φουσκώνουν περηφάνια και σφίγγουν γύρω απ` τις παλάμες. Τις κρατούν με τέτοιο ασύγκριτο πετάρισμα στο στήθος, όπως οι σκιές κάτω απ` τα πράσινα, καλοκαιρινά φύλλα στα δέντρα, που ενώθηκαν μεταξύ τους για τις αφήσουν να περπατήσουν μαζί με τα όνειρα τους, χέρι – χέρι πιασμένες, δίχως «τικ τακ»… Πιάνω το φθαρμένο απ` το πέρασμα του χρόνου μικρό τεύχος και το κοιτάζω σα να περιμένω να μου μιλήσει. Να αρχίσει να συλλαβίζει τη δική μας γλώσσα, στον δικό μας κώδικα. Ο μασκοφορεμένος ήρωας στο εξώφυλλο καβάλα στο άσπρο του άλογο, σηκώνει το πρόσωπο απ` τον πιστό του σκύλο και με ακινητοποιεί στο βλέμμα του. «Γιατί;» ρωτάει. «Γιατί ποιο;» απαντάω. «Γιατί εγώ;» ξαναρωτάει, με τις λέξεις να βγαίνουν κοφτές από το σφιγμένο του στόμα. «Γιατί τώρα;» πετάει πριν προλάβω να απαντήσω. Κι έπειτα στέκεται ευθυτενής και σταυρώνει τα χέρια στο στήθος, πάνω στην κόκκινη του φόρμα. «Είσαι το Φάντασμα», λέω αποφασιστικά. «Το Φάντασμα που περπατά. Αυτό που σέρνει πίσω του τη δίψα για περιπέτεια. Αυτό που κάνει τη θλίψη να λυγίζει…» Δεν αποκρίνεται. Σα να σκέφτεται, ανέκφραστα πάντα. Και συνεχίζω. «Θυμάσαι όταν γνωριστήκαμε για πρώτη φορά; Μπορούμε να ζήσουμε ξανά σε κείνες τις σελίδες;». Συνοφρυώνεται και σφίγγει ακόμη περισσότερο τα χαρακτηριστικά. «Όχι, δε γίνεται. Ποτέ δε θα γίνει. Μπορούμε όμως να κάνουμε κάτι άλλο…» Με την απογοήτευση ζωγραφισμένη παντού πάνω μου, στα ρούχα, στο πρόσωπο,  ψελλίζω ένα «δηλαδή;» Δεν μπορώ να μαντέψω την απάντηση, ούτε την αντίδραση. Μουδιασμένα μόνο προλαβαίνω να ετοιμαστώ για κάτι πολύ περίεργο. Μια πρόταση με χωρίζει. Μια φράση ίσως. Κι αυτός εξακολουθεί να στέκεται ακίνητος, σα να ψάχνει μέσα μου να βρει συναισθήματα. Να με προβλέψει. Να δει τις σκέψεις μου. «Μπορούμε να θυμηθούμε για λίγο. Μέχρι να φτάσω στη σπηλιά. Μετά θα σ` αφήσω. Ξέρεις το δρόμο;» Τα λόγια κάθισαν στη γλώσσα αμήχανα… Βουβά. Μετά τα έσπρωξα με δύναμη και αποφασιστικότητα! «Ναι! Τον ξέρω» είπα. «Ανέβα πάνω. Δεν είμαστε μακριά» Κι έτσι ξαφνικά, η ύλη που όριζε την απόσταση χάθηκε μονομιάς, αφήνοντας μια πινελιά καπνού να κυκλώσει το παλιό εκείνο περιοδικό. Έτσι απλά, δίχως περίσσιες ερμηνείες, με ένα πετάρισμα μόνο των ματιών, βρέθηκα στη ράχη του λευκού αλόγου, στον καλπασμό για την μυστική είσοδο στον καταρράκτη!

Τώρα τι μέρα θα `τανε δε θυμάμαι, αλλά ήτανε καλοκαίρι. Με κάτι τρελά χρώματα παντού, να θέλεις να τα πιάσεις όλα και να τα πάρεις μαζί σου! Που; Ξέρω κι εγώ; Σε καμιά κρυψώνα του σπιτιού! Όσα χωράνε, τι πάει να πει! Οικονομίες θα κάνουμε και στα πλάνα του ονείρου; Έτσι όπως ήτανε όλα μεθυστικά και φουντωμένα με προκλήσεις στα κλαδιά που λέτε, ο μικρός Γιώργος κατεβαίνει από το τελευταίο σκαλοπάτι του λεωφορείου. Σα υπνωτισμένος. Μόνο το τράνταγμα του ποδιού στο πεζοδρόμιο και η παραλίγο πτώση, ξύπνησε κάτι από την πραγματικότητα και γλύτωσε τα χειρότερα! Στο δρόμο για την οικογενειακή επιχείρηση – αγγαρείας γαρ ημέρα & θελημάτων η στιγμή – το «παφ» της επιστροφής στον κόσμο που είναι λίγο πιο πάνω απ` το κεφάλι, καθοδήγησε το υπόλοιπο κορμί με μαεστρία μπορώ να πω, αφού το κουμαντάρισε ακόμη και στις διαβάσεις, ανάμεσα στα θυμωμένα οχήματα που σκούζανε. Κι έτσι με το ένα πόδι στην καλοκαιρινή καθημερινότητα και το άλλο στη ζούγκλα με τα σαρκοβόρα φυτά και τα εξωτικά πτηνά στα δέντρα, κάπου μεταξύ των μοναδικών φαναριών που είχαμε για να ρυθμίζουν την κυκλοφορία στο νησί τότε(κι αυτά στο πορτοκαλί τους χοροπηδητό παρατημένα!), και του γραφείου με την κοκκινοκίτρινη ξενική γραμματοσειρά πάνω απ` την πόρτα, ο ελλοχεύων μόνιμος πειρασμός ξεπρόβαλε ως συνήθως, στην ίδια θέση που χρόνια στέκονταν και περίμενε να συναντήσει τις φάτσες μας. Κλασσική και λατρεμένη στάση, πάντα με κάτι καινούργιο για να γαργαλίσει τα μάτια, ή με κάτι παλιό που έμοιαζε καινούργιο. Το ίδιο έκανε. Διαφορές δεν υπήρχαν. Μόνον διαφορετικοί περιπατητές και μετανάστες στη μακρινή γη της φαντασίας. Ο κάθε ένας τους είχε κι από ένα ατομικό κίνητρο, για να απλώσει το κέρμα προς τον πάγκο. Ένα προσωπικό όραμα, που ζωντάνευε στη θέα μιας χάρτινης βάρκας, γεμάτης υποσχέσεις. Πόσα μεταλλικά τέτοια αντίτιμα για εισιτήρια δώσαμε! Ατελείωτα! Αμέτρητα! Και κάθε έργο ήταν τόσο ζωντανό! Τόσο …κοντά στα χέρια και το πρόσωπο! Σε άλλο σημείο ήταν οι νέες κυκλοφορίες, της εβδομάδας, ενώ σε μια γωνίτσα στα αριστερά(αν θυμάμαι καλά), κοντά στο ξύλινο κουτάκι που έπαιζε το ρόλο του ταμείου, ήταν τα παλιά, τα μεταχειρισμένα, που τα αγόραζες φθηνότερα από τα` άλλα. Πολλές φορές η τσέπη …σήκωνε μόνον αυτά. Και πάλι διαφορά δεν υπήρχε, παρά μονάχα στη μυρωδιά από τα καημένα τα δέντρα, που γίνονταν πολτός για να τυπωθούν οι σελίδες. Τα παλιά μύριζαν αλλιώς. Δεν είχαν τον φρεσκοτυπωμένο εκείνο τόνο, ούτε στην υφή. Ήταν πιο μαλακά. Οι σελίδες τους γύριζαν πιο εύκολα. Σα να είχαν ήδη ένα δρόμο χαραγμένο, που πάνω του είχαν βαδίσει οι διαβάτες και είχαν πατήσει τα χορτάρια, κάνοντας τον μονοπάτι σίγουρο, χωρίς πολλούς κινδύνους στο πέρασμα του. Έμοιαζε για να καταλάβετε, σα το έδαφος κάτω από τα πόδια του καγκουρό που χοροπηδάει! Μια «Σκίπυ» από τα απογεύματα της ΥΕΝΕΔ, που χαρούμενη κουβαλάει στο μάρσιπο τη δίψα για περιπέτεια, σε κάθε επεισόδιο, σε κάθε δάσος! Εκεί, στα ήδη εξερευνημένα απ` άλλους νησιά και παραλίες, υπήρχαν σεντούκια γεμάτα θησαυρούς, μισάνοιχτα, με λαμπερά σμαράγδια να ξεχειλίζουν! Ήταν η στιγμή που το «ένα συν ένα» της αριθμητικής, γίνονταν «όσα ήθελε ο καθένας»! Ότι ποθούσε το μάτι του να γευτεί! Μόνο ένας «φράχτης» έστεκε ανάμεσα του και στο θησαυρό, κι αυτός δεν ήταν δα και τόσο ψηλός, που να μην μπορούσε να τον πηδήξει! Το «Φάντασμα» το γνώρισα εκεί, μια μέρα σαν τις άλλες, με το παλιό του όνομα, διαβασμένο για πρώτη φορά από έναν ανήσυχο αιθεροβάμονα, το Γενάρη του 1970. Μεσολάβησαν στάχτες μπόλικες, μαΐστρα, πανιά φουσκωμένα, σταγόνες στα αλουμινένια πρεβάζια, φύλλα ξερά πεταγμένα στην εξορία, μέχρι να φτάσει στα δικά μου χέρια. Είχε ένα περίεργο σχήμα, λίγο στενό, λίγο μακρύ, λίγο παράταιρο από τα «αδελφάκια» του. Στέκονταν δίχως να χάνει τη λάμψη του περήφανα, όπως κι η φιγούρα στο εξώφυλλο. Δίχως να το αναλύσω, δίχως να το καταλάβω, έγινε η φωλιά για να ξαποστάσει η κουρασμένη φαντασία μου, εκείνη τη μέρα των «οικογενειακών υποχρεώσεων». Κι όταν επέστρεψα στο σπίτι, μπήκε στο κουτάκι απ` τα παπούτσια και χώθηκε ανάμεσα στα υπόλοιπα κατορθώματα, στους ήδη καλά κρυμμένους θησαυρούς. Βγήκε και ξαναβγήκε πολλές φορές. Με πήγε μέχρι τη σελίδα με το «περίμενε στο επόμενο, να διαβάσεις τη συνέχεια», ξανά και ξανά και δεν έχασε γραμμάριο από τη λάμψη και τη μοναδικότητα του. Κι ας ήταν ημιτελές. Ο «Φάντομ» ήρθε λίγο αργότερα με τα αυτοτελή του σενάρια, αλλά δεν ήταν το ίδιο. Με κάποιο τρόπο είχε αλλάξει. Δεν ήταν μόνο το όνομα. Κι εμείς τα αλλάζαμε στο παιγνίδι πάνω. Ο «Κάπτεν Φίδι», ο «Μόργκαν ο ατρόμητος», ο «Τυφώνας»… Αυτό που άλλαζε δεν ήταν η απουσία του ναύτη που κατάπινε σπανάκι απ` την κονσέρβα, ούτε οι περιπέτειες που ήταν εξίσου γοητευτικές. Ήταν ο χρόνος, που φεύγοντας από το σώμα του είχε αφήσει ουλές… Σημάδια ανεξίτηλα… Σιωπές και δισταγμούς… Τα χώριζε το ακαθόριστο και ρητορικό «πετάγομαι να φάω»… Τα ένωνε μόνο ο ήχος του θρυμματισμένου δευτερόλεπτου, που σκορπίζει στα πόδια και μετά σβήνει σα το φως της πυγολαμπίδας… Ξάφνου η ράχη του αλόγου άδειαζε και στέκονταν μόνο η φιγούρα του άρχοντα της μακρινής ζούγκλας, του τιμωρού της αδικίας με το δαχτυλίδι της νεκροκεφαλής, αυτό που σημάδευε τα πρόσωπα των «κακών» σε κάθε ιστορία… Εγώ δεν ήμουν πια μαζί του… Ήμουν απ` έξω και κοίταζα μέσα… Ο χρόνος ο «κανονικός», μας τα `χε κλέψει όλα τα άλλα…

Γιώργος Κοσκινάς

Τα πιο πάνω κείμενο υπογράφεται από τον Γιώργο Κοσκινά και είναι προστατευμένο και κατοχυρωμένο πνευματικά. Οποιαδήποτε αντιγραφή μερική ή ολική χωρίς την συγκατάθεση του δημιουργού, επισύρει τις προβλεπόμενες από το νόμο κυρώσεις.

Διαβάστε και τα υπόλοιπα, αποκλειστικά για τους αναγνώστες του Comics Trades παρόμοια κείμενα, τμήματα του νέου βιβλίου για τα Ελληνικά κόμικς των εκδόσεων Αιγόκερως, στην υπό – κατηγορία «ΙΣΤΟΡΙΕΣ & ΤΕΥΧΗ».

http://wp.me/PKxow-1j2

MORE COMICS VIDEOS!

Είχατε δει ποτέ Τζώννυ Λόγκαν σε καρτούν; Όχι; Τι πάει να πει όχι; Κι εμείς γιατί είμαστε εδώ δηλαδή; Βέβαια είναι Ιταλιάνικο, αλλά τι να κάνουμε; Έστω κι έτσι είναι κάτι μοναδικό για μας που απλά τον διαβάζαμε το`76! Μαζί του σας έχουμε τον οδοστρωτήρα Άλαν Φόρντ, λιγάκι Φάντομ, αλλά και την «Μπαλάντα της Αλμυρής Θάλασσας» με τον Κόρτο Μαλτέζε! Όλα αυτά μπορείτε να τα δείτε στην νέα μας υπό – κατηγορία «ΔΙΑΦΟΡΑ»!

http://wp.me/PKxow-nJ