ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ΤΕΥΧΗ ΚΟΜΙΚΣ 18. ΖΑΓΚΟΡ ΤΕΥΧΟΣ 178 «ΤΟ ΦΡΙΧΤΟ ΤΕΛΟΣ»

 

Ανέκαθεν τα καλοκαίρια κρατούσαν τις πιο φανταχτερές χάντρες στη χούφτα τους. Κόκκινες, γαλάζιες, κίτρινες, σαν αυτές που ξέβραζε καμιά φορά το κύμα στα πόδια μας. Το μάτι καθοδηγούσε το χέρι και γίνονταν δικές μας. Πολύτιμα αποκτήματα, όπως και τα όστρακα, ή οι λαμπερές επιφάνειες του βότσαλου, με τα καφετιά σχήματα πάνω του, που τόσο ανεξήγητα μας τραβούσαν κοντά. Έμοιαζαν τόσο μοναδικά, δίχως ταίρι γύρω τους. Βαλμένα εκεί επίτηδες, για να μας προκαλέσουν να τα αγγίξουμε, να τα πάρουμε μαζί στην πλαστική μάσκα με λίγο νερό, για να μην ξεθωριάσουν. Πάντα όμως ξεθώριαζαν. Έχαναν τα χρώματα τους πριν καν φτάσουμε σπίτι. Έτσι, που πολύ δύσκολα μπορούσαμε να θυμηθούμε τη στιγμή που τα πρωτοείδαμε, ή την αμμουδιά που ξάπλωναν πριν μας μαγνητίσουν. Με τον ίδιο τρόπο χάνονταν και τα χρόνια, κυλώντας στα βρεγμένα μας ρούχα. Στέγνωναν και ζάρωναν… Κι έπειτα, όλες οι αξίες και οι αταξίες έμπαιναν σε μικρά τετράγωνα χαρτάκια, άλλα με χρώμα κι άλλα δίχως, σε κάτι μεγάλα δερματόδετα «τετράδια» με χοντρή ράχη. Έμεναν εκεί για πάντα, ή για όσο του καθενός ορίζει ο χρόνος τη διάρκεια και την αντοχή. Στα μάτια στέκονταν μόνον ο καυτός ήλιος, που σε έκανε να γυρίζεις αλλού το κεφάλι μετά από λίγα λεπτά, με κάτι απ` τη φλόγα του να γίνεται ένα με το βλέμμα και να κολλάει σε κάθε εικόνα τριγύρω. Ένα «κλικ» φωτογραφικό, χαμένο στις μουσικές από τις ψαρόβαρκες, που μεταμόρφωνε σε πλάνα την χαρούμενη στιγμιαία αφέλεια. Κάθε ανοιγοκλείσιμο του ματιού και ένα «κλικ». Οι φέτες από το καρπούζι και τα ηλιοκαμένα πρόσωπα, τα πάνινα καπέλα και οι διαφημιστικές ομπρέλες, οι βουτιές στα καταγάλανα νερά, το διπλωμένο βιβλίο στην πετσέτα… Φωνές, κλάματα, γέλια, πλαστικά τάπερ με κεφτέδες, μπύρες και παγωτά, στρώματα και σωσίβια, δέκα – δεκαπέντε γειτονιές με τα καβούκια τους, σα τα μικροσκοπικά πλάσματα με το σκληρό κέλυφος, που κατάπιναν με περίσσια υπομονή τα μέτρα μέχρι το νερό. Οι «σκαρτσιμάδες» όπως τους λέγαμε. Το καλύτερο δόλωμα για τους ψαράδες, κι ένα ακόμη παιγνίδι στα χέρια μας… Όλοι εμείς και όλα εκείνα, μια αταίριαστη συνύπαρξη στο χώρο, σε μια Κυριακάτικη οικογενειακή εξόρμηση, απ` αυτές που πάνω τους κάναμε τραμπάλες τα συναισθήματα. Πότε πάνω – πότε κάτω… Πότε ο ένας «καλός» – πότε ο άλλος… Ένα τίναγμα του κεφαλιού έξω απ` το νερό καλοσύνη, ένα πέταγμα της μπάλας κακία… Τόσο γρήγορα τα ζούσαμε όλα, χωρίς βαρεμάρα, χωρίς κάτι κοινότυπο να τα διαποτίζει. Ήταν όλα τόσο μοναδικά σαν τα όστρακα που έβρισκε ο καθένας και που πάντα του άλλου ήταν καλύτερα… Κρίμα που κανείς δεν μας είχε πει για το βερνίκι εκείνο, που μπορούσε να τους δώσει λάμψη παντοτινή με μια μόνο επικάλυψη… Ίσως και να μην υπήρχε τότε. Πάντως έτσι μια ισότητα φώλιαζε σε κάθε δωμάτιο. Όλα μα όλα, είχαν εκείνο το ξασπρισμένο του ήλιου άγγιγμα και τίποτα δεν διέφερε. Κι αν υπήρχε παράπονο, τότε ήταν κοινό και τόσο μεγάλο, που μπορούσε να μας σκεπάσει κάτω από την επιφάνεια του όλους…

Υπήρχαν οι εβδομαδιαίες, υποχρεωτικές παρουσίες με την οικογένεια και οι δικές μας, οι ατομικές καθημερινές και πάντα τόσο ξεχωριστές, που όσες φορές κι αν περνούσαν τα ξυπόλητα πόδια απ` την ίδια άμμο, πάντα άφηναν διαφορετικά αποτυπώματα… Δεν είχαν τα απαγορευτικά και τις ανούσιες, βαρετές συμβουλές, ούτε τα προστάγματα που άφηναν στη μέση το παιγνίδι και τη μαγεία της ανακάλυψης. Ακόμη κι αν είχε συννεφιά, ή αν έπεφταν Αυγουστιάτικες, απρόβλεπτες ψιχάλες, δεν ήταν ικανό να μας φέρει στο δρόμο του γυρισμού. Χωρίς τα «μη καμπουριάζεις! Βάλε ένα καπέλο, θα σε βαρέσει ο ήλιος στο κεφάλι! Βούτηξε τα μαλλιά σου! Έλα να φας!», η όψη όλων γύρω έμοιαζε να μην έχει ήχο. Σαν κάποιος τεχνικός να τον είχε αφαιρέσει. Μόνο τα εφέ της φύσης. Απλά και μαγευτικά. Το κύμα πάνω στα βράχια, τα τζιτζίκια, ένα σύρσιμο στα φύκια από τη σαύρα που φεύγει βιαστική, το αεράκι πάνω απ` τα κεφάλια μας, που ζωντάνευε τα φύλλα των θάμνων, ένα γλίστρημα στο νερό από τον κάβουρα, που πεθύμησε το σπίτι του κάτω απ` το βράχο… Αυτά όλα έδιναν μια ακόμη μεγαλύτερη πρόκληση και τα σενάρια ζωντάνευαν στο μυαλό. Ο ναυαγός στην παραλία και η μάχη για την επιβίωση! Σκηνές από καλάμια και ψάρεμα πάνω στο βράχο, με το βλέμμα καρφωμένο μάταια πολλές φορές, στην επιφάνεια της θάλασσας, μήπως κουνηθεί το αρμίδι.  Εξωτικά σκηνικά αντικαθιστούσαν τις γνωστές εικόνες και όλοι οι υπόλοιποι έμοιαζαν κομπάρσοι στην παραγωγή μας. Έπαιζαν τους ρόλους τους και δεν μας ενοχλούσαν στα πιο ουσιώδη και σημαντικά κομμάτια της ταινίας. Αυτά των πρωταγωνιστών. Τα πλάνα του καθενός ήταν διαφορετικά, όπως και η περιπέτεια που ζούσε. Καμιά φορά ενώνονταν όλες αυτές οι ιστορίες και έφτιαχναν ένα κολάζ – χωρίς μοντάζ – εμπειριών, γεμάτο αλμύρα και μια εικόνα πλατιά σαν σινεμασκόπ. Σαν τα χαμόγελα της ικανοποίησης στα πρόσωπα μας, όταν κοιτούσαμε στα χέρια τα ευρήματα μιας αλλιώτικης μέρας. Κι όλες ήταν αλλιώτικες. Διαφορετικές και δικές μας. Υπήρχε κάτι κρυμμένο σ` αυτές, για κάθε ενδιαφερόμενο. Ένας καινούργιος τρόπος για να βουτήξει στα ρηχά, δίχως να χτυπήσει, μια πέτρα πιο ελαφριά από τις άλλες, μια άλλη πιο λεία και λεπτή, που μπορούσε να κάνει περισσότερα πηδήματα στο νερό, μια γωνιά απόμακρη με περισσότερη σκιά και λιγότερα βράχια, που δεν την είχε ανακαλύψει ακόμη κανείς, ένα πιο περίεργο όστρακο, ενθύμιο από το τελευταίο μακροβούτι, ένα πιο ζουμερό και απολαυστικό ροδάκινο, που ήρθε στον αθλητικό σάκο μαζί με τη μάσκα και τον αναπνευστήρα. Μια βαρύτητα που δεν πήγαινε στον πάτο, αλλά επέπλεε, ανάσαινε, είχε σάρκα και οστά, τραγουδούσε στο νου χωρίς να ακούγεται και έκανε σιγόντο σε ότι ζούσαμε. Ήταν το δροσερό νερό που έσβηνε τη δίψα μας. Κι όλα αυτά μπορούσαν να πετούν ψηλά σα φλόγες πάνω από τα αναμμένα ξύλα, να χορεύουν και να παίρνουν σχήματα και μορφές, να τρέφουν τη φαντασία μας. Αρκούσε απλά να είχε περπατήσει ως εκεί ένα τεύχος κόμικς.

Για πολλά χρόνια οι παραλίες είχαν καρέ και βινιέτες από χάρτινα κατορθώματα και περιπέτειες σε κοκκινόμαυρες συνέχειες. Η πιο ενοχλητική στιγμή, αυτή που διέκοπτε την ανάγνωση του σεναρίου και κρατούσε ζωντανή την προσμονή για το επόμενο πολύχρωμο εξώφυλλο, ήταν η φράση στην τελευταία σελίδα του τεύχους. Αυτή που προσπαθούσαμε να σκεφτούμε πως θα ήταν αν δεν υπήρχε, αν γίνονταν ένα λάθος από το τυπογραφείο και η ιστορία δημοσιεύονταν ολόκληρη! Βέβαια αυτό δεν έγινε ποτέ, αλλά δεν μας εμπόδισε να το φανταζόμασταν! «Στο επόμενο : …» Όπου τελείες και ο τίτλος του επόμενου τμήματος της ιστορίας, κάτι που μεγάλωνε την ανυπομονησία για να φύγει όσο πιο γρήγορα γίνονταν, μια ακόμη εβδομάδα. Ούτε αυτό έγινε ποτέ, αλλά πάντα το ελπίζαμε! Μέχρι που κάποτε έφτασε ο καιρός και το απευχόμασταν… Αλλά από τότε μέχρι το μεσημεράκι στην παραλία, των 15 μόλις καλοκαιριών ύπαρξης, υπήρχε πολύ μεγάλη απόσταση… Ή μήπως έτσι μας φάνηκε τελικά; Αυτά τα ημιτελή επεισόδια, των εικονογραφημένων μας ταξιδιών του νου, ήταν ατελείωτα. Πολλά και διαφορετικά. Κάποιες φορές οι εικόνες που είχαμε πλάσει για την συνέχεια, διέφεραν πολύ από ότι διαβάσαμε τυπωμένο. Ίσως το δικό μας «μελάνι» να μην έβρισκε το δρόμο για το τυπογραφείο, όμως είχε πολύ ενδιαφέρουσες πτυχές και ανατροπές, τόσο που αν μας άκουγαν όσοι έφτιαχναν αυτά τα κόμικς, να δημιουργούσαν κάτι ακόμη πιο ελκυστικό και ιδιαίτερο. Να έρχονταν πιο κοντά, σε ότι περιμέναμε από εκείνους τους ήρωες και τα κατορθώματα τους. Εννοείται ότι ούτε αυτό έγινε ποτέ, όμως παρ` όλα αυτά δεν μας εμπόδισε να στρώνουμε εναλλακτικές εξελίξεις και εμπόδια στα πόδια των ηρώων. Υπήρξαν στιγμές που η προνοητικότητα να φέρουμε 2-3 τεύχη μαζί μας, του ίδιου περιοδικού και μάλιστα συνεχόμενα σε αρίθμηση, «τράβηξαν» κάπως χρονικά την απόλαυση και την έκαναν να μοιάζει μεγαλύτερη. Πάλι όμως εκείνο το «Στο επόμενο:…», έφερνε ξανά τα πράγματα στις κανονικές τους διαστάσεις, αφήνοντας μας με το διφορούμενο εκείνο χαμόγελο, των συγκρουόμενων συναισθημάτων. Πολλές φορές ακόμη και κατά την επιστροφή στην οικογενειακή πραγματικότητα, τα επεισόδια έμεναν με κενά ανάμεσα, αφού δεν είχαμε την πολυτέλεια να τα ενώσουμε μεταξύ τους. Ήταν μάλλον πολυτέλεια στα χρόνια εκείνα, να έχεις παραπάνω από 5-6 το πολύ συνεχόμενα τεύχη ενός περιοδικού. Κάτι οι τιμωρίες και τα οι «διωγμοί», κάτι το λιγοστών δυνατοτήτων χαρτζιλίκι, μας εμπόδιζαν να διαβάσουμε ολοκληρωμένες τις ιστορίες. Κι έτσι αυτά μας έμειναν απωθημένα και τώρα στα 40φεύγα(κάποιοι πιο τυχεροί και με λιγότερο αυστηρούς γονείς, ενωρίτερα), προσπαθούμε να τα βρούμε, έστω και μεταγενέστερα, μήπως και νοιώσουμε συγχρόνως λιγάκι από τον ιδρώτα στο μέτωπο, σε εκείνα τα μακρινά καλοκαίρια. Όμως δεν είναι το ίδιο, όσο κι αν το θέλουμε – όσο κι αν το αρνούμαστε. Κι αυτό γιατί δεν τα είχαμε διαβάσει τότε. Τότε που ήταν οι μνήμες ακόμα νωπές και η ανυπομονησία υπερνικούσε μεγαλύτερες επιθυμίες, όπως αυτήν μιας αναρρίχησης στην ιεραρχία της επιχείρησης και των μεγαλύτερων οικονομικών απολαβών… Ήταν το «τότε» και είναι το «σήμερα», αυτά που πάντα θα βάζουν λεπτές μα ορατές γραμμές, ανάμεσα τους και σε όσα περικλείουν το καθένα. Γι` αυτό και ότι απέμεινε από εκείνα τα σκονισμένα ενθύμια, τα χιλιοδιαβασμένα, έχει τον τρόπο να μας γυρίζει πίσω. Όλα τα υπόλοιπα είναι «συμπληρώματα» του καθενός της ματαιοδοξίας και εγωιστικά αποκτήματα δίχως ψυχή… θα μου πείτε «κι εμάς που μας τα πέταξαν;». Ότι πετάχτηκε – πετάχτηκε. Πήγε. Έφυγε για πάντα. Αυτό που θα βρείτε σήμερα, τόσα χρόνια μετά, θα έχει επάνω χαραγμένα κάποιου αλλού τα σημάδια για να το γνωρίζει, όταν το δάνειζε σε φίλους. Καμιά φορά και τα δικά του ορνιθοσκαλίσματα, πράξεις αριθμητικής, μουντζουρωμένες φάτσες με πρόσθετα γένια στους πρωταγωνιστές, ή λεκέδες από το διάβασμα την ώρα του φαγητού… Είναι αυτά που άφησε πίσω του εκείνος, κι όχι «δικά» μας… Δεν απομυθοποιώ τη συλλογή κανενός, ή την θέληση να κρατάει ζωντανά καλοκαιρινά όνειρα. Αυτές είναι εσωτερικές «ανάγκες» που ξεπερνούν και τη λογική σαν ύπαρξη. Καλό είναι όμως να βλέπουμε και πίσω από τον καθρέφτη… Καμιά φορά το είδωλο που αντανακλάει, δεν δίνει ολόκληρη την εικόνα… Έπειτα, οι μνήμες δεν είναι μπαταρίες laptop, για να τις γεμίζεις έτσι εύκολα στην κοντινότερη πρίζα…

Ένα χρόνο πριν μπούμε στα `80ς, με τα ηλεκτρό –ποπ μουσικά πειράματα, τα κολεγιακά φούτερ με στάμπες σαν το Glass of 84, την έξαρση της βιντεοκασέτας και των εισαγόμενων προϊόντων μαζικής κατανάλωσης, υπήρχαν ακόμη μερικά απλά πράγματα, που μπορούσαν να σταματήσουν τον χρόνο για λίγο και να μας ενώσουν με το «χθες». Ένα απ` αυτά ήταν και ένα παλιό εικονογραφημένο, που είτε το διάβαζες μετά την εποχή του, είτε το είχες μαζί σου στο σάκο με τα ατομικά εφόδια εκδρομών. Τον Ιούνιο του`79, ένα ζεστό πρωινό από κείνα που σου κλείνουν το μάτι, για να ξεκινήσεις να βρεις τα δροσερά νερά μιας παραλίας, μέσα σε αυτά που χώρεσαν στο σχολικό σακίδιο ήταν κι ένα τεύχος του Ζαγκόρ, αγαπημένου παιδικού συντρόφου από τα παιδικά χρόνια. Ήταν ένα τμήμα με την ιστορία που διαδραματίζονταν στην μακρινή Μπριτάνια, ένα υποθετικό προτεκτοράτο της Αγγλικής αποικιοκρατίας, κάπου κοντά στην εξωτική Ταϊτή. Μια από τις αγαπημένες μου ιστορίες του ήρωα με το τσεκούρι και την παράταιρη με την εποχή του λογική, πιο κοντά στην υπεράσπιση των ιδανικών και όσων υπέφεραν από την ανθρώπινη κακία σε όλες της τις εκφάνσεις, πολύ μακριά από το στυλιζαρισμένο, μοντέρνο πρότυπο κάποιων άλλων χάρτινων ηρώων. Ήταν απ` αυτές που σου ξυπνούν μια κατάφορη γεύση αδικίας, αλλά που δεν γίνεται να αντικατασταθεί από ένα happy end, γιατί απλά η ζωή είναι ένα γλυκόπικρο μπισκότο, με μια επίγευση που ερμηνεύει ο ουρανίσκος του καθενός… Από τις πιο φορτισμένες συναισθηματικά περιπέτειες που έγραψαν οι δημιουργοί του ήρωα, με ενδεχομένως υποβόσκοντα μηνύματα, γεμάτη δράση αλλά και έντονο προβληματισμό, έννοιες όπως η ελευθερία και η καταπίεση, το συμφέρον που ισοπεδώνει ότι βρίσκει μπροστά του, η άσβεστη δίψα για εξουσία που λειώνει κάτω από τη  βαριά της μπότα τα αγριολούλουδα, ο θυμός, η αγανάκτηση, το μάταιο κυνήγι ενός ουτοπικού ταξιδιού, η θυσία. Θυμάμαι ότι οι σελίδες του τεύχους αυτού πάντα έβρισκαν τον τρόπο να περνούν σε δεύτερη μοίρα τα κωμικά παθήματα του χοντρούλη Τσίκο και να σουφρώνουν απαισιόδοξα το πρόσωπο μου. Ζούσα μέσα από εκείνα τα καρέ την κάθε αποτυχημένη προσπάθεια για μια ευχάριστη κατάληξη, που ποτέ δεν ήρθε. Τις περισσότερες φορές που διάβασα το τεύχος 178, ή και ολόκληρη την ιστορία, μου έρχονταν πολλοί εναλλακτικοί επίλογοι, πιο χαρούμενοι. Ίσως όμως αυτό το στοιχείο του ανεκπλήρωτου, να τις πρόσδιδε ακόμη περισσότερη μαγεία και μοναδικότητα και να με έσπρωχνε να την διαβάζω ξανά και ξανά. Μπορούμε να πούμε πολλά για τον ρόλο των κόμικς στην διαπαιδαγώγηση ενός παιδιού και για την επιρροή τους στην διαμόρφωση του χαρακτήρα του. Ακαδημαϊκά και ψαγμένα, πολύπλοκα και δυσνόητα. Δεν θα έλεγα όχι σε κανένα τέτοιο κείμενο, αρκεί αυτός που το υπογράφει να έχει σκύψει πρώτα σε μια σκιά και να έχει διαβάσει ένα τέτοιο τεύχος, συντροφιά με το πλατσούρισμα της αθερίνας στα φύκια. Να μπορεί δηλαδή να μιλήσει βιωματικά και όχι απαγγέλλοντας κεφάλαια από τα βιβλία της σχολής που φοίτησε. Έτσι, δεν μπορεί να δει μέσα από τα μάτια ενός αναγνώστη. Είναι μάταιο και φορμαρισμένο σε καλούπια εγχειρίδιων. Για να δείξεις τον «δρόμο» και να βγάλεις συμπεράσματα απ` αυτά που αξίζει να ακούσει κανείς, πρέπει να μιλάς με τη γλώσσα της ψυχής. Όλα τα υπόλοιπα μοιάζουν σαν ξενόγλωσση ταινία δίχως υπότιτλους, όπου οι ιδιωματισμοί χάνονται στα λίγα που μπορεί να καταλαβαίνει ο θεατής. Παρερμηνεύονται…

Εκείνο το τεύχος του Ζαγκόρ είχε στις σελίδες του την άνιση μάχη και το «φριχτό τέλος» ενός σκοπού, όπως και ο τίτλος του άλλωστε. «Το Φριχτό Τέλος». Μάιος του`74. Οι Σεμινόλες και ο αρχηγός τους Μανετόλα, μαζί με τον νέγρο Λίμπερτυ και τους δύο γνώριμους από τόσες περιπλανήσεις ήρωες(Τσίκο & Ζαγκόρ), αποχαιρετούσαν μια φιλία και γίνονταν έρμαιο στις ορέξεις των άβουλων και σκληρών υποχείριων του κυβερνήτη του νησιού, που έμελε να γίνει ο τάφος τους… Οι φίλοι μας γλύτωσαν, για να μπορέσουν να αφηγηθούν αυτή την ιστορία και να ζήσουν μαζί μας κι άλλες πολλές περιπέτειες. Οι φουκαράδες οι Σεμινόλες όμως άφησαν εκεί την τελευταία τους πνοή και ελπίδα για ελευθερία, κάτω από τα συντρίμμια του βομβαρδισμένου παλιού φρουρίου. Πολύ δυνατές σκηνές, τραγικές φιγούρες και από τις δύο πλευρές, καρέ που σου έσφιγγαν τα δόντια… Με μεγάλη ανακούφιση έρχονταν οι σελίδες του Κάπτεν Μίκυ, με μια πιο ανάλαφρη αφήγηση και πλήρως αποφορτισμένη. Λειτουργούσαν σαν καταλύτης, για να μείνει ικανοποιημένος ο αναγνώστης και όχι κάτω από τη βαριά ατμόσφαιρα της προηγούμενης ιστορίας. Σκέφτηκα πολλές φορές ποια να ήταν η πιθανή εξήγηση αυτής της αναίτιας αιματοχυσίας, αυτού του παρατεταμένου αρνητισμού και της αχόρταγης ανθρώπινης φύσης, της τόσο ανικανοποίητης, αλλά ακόμη και σήμερα, σε εντελώς ρεαλιστικούς και υπαρκτούς εφιάλτες, δεν μπόρεσα να βγάλω άκρη, ούτε να δώσω ερμηνεία. Τα κόμικς καταγράφουν και εξιστορούν μια πραγματικά σκληρή εικόνα, με σκίτσα για να μη γίνονται αντιληπτά; Μήπως πάλι ότι γίνεται γύρω μας και πληγώνει τόσους ανθρώπους, να είναι μια έμπνευση της ζωής από τα κόμικς; Μια απλή μεταφορά της εικονογράφησης; Ένα απ` αυτά πάντως που μου έμεινε χαραγμένη απορία από τότε, είναι ότι ένα ευτυχισμένο τελευταίο καρέ αποτελεί κάτι δύσκολο ακόμη και για ένα εικονογραφημένο… Ίσως κι αυτά να προσπαθούν με τον τρόπο τους να μας εισαγάγουν σε real time καταστάσεις, απ` αυτές με τις οποίες θα ερχόμασταν μελλοντικά αντιμέτωποι… Μακάρι να ήταν σαν τα τηλεοπτικά σποτάκια, αλλά δυστυχώς φίλοι μου …reality bites!

Γιώργος Κοσκινάς

Το πιο πάνω κείμενο υπογράφεται από τον Γιώργο Κοσκινά και είναι προστατευμένο και κατοχυρωμένο πνευματικά. Οποιαδήποτε αντιγραφή μερική ή ολική χωρίς την συγκατάθεση του δημιουργού, επισύρει τις προβλεπόμενες από το νόμο κυρώσεις.

Διαβάστε τις αποκλειστικές για το Comics Trades πρό – δημοσιεύσεις όλων των παρόμοιων κειμένων(τμημάτων ενός νέου βιβλίου για τα κόμικς & τις αναμνήσεις, από τις εκδόσεις Αιγόκερως), στην υπό – κατηγορία «ΙΣΤΟΡΙΕΣ & ΤΕΥΧΗ».

http://wp.me/PKxow-1j2

About Corto

Ασχολούμαι με τα κόμικς και τον γραπτό λόγο. Και στις δύο περιπτώσεις αφήνω το συναίσθημα να με καθοδηγήσει σε παρορμητικά νερά. Οι επιρροές είναι εκεί έξω, η ίδια η ζωή καθώς κυλά σαν σταγόνα διψασμένη. Μισώ την υποκρισία, την όψη της αχαριστίας, χαμένης σε ψιθύρους ιδιοτέλειας και ανάσες φόβου. Αρκούμαι στις μικρές στιγμές, που μπορούν να είναι παντού. Στη θέα ενός δέντρου, στον ήχο του κύματος, σε ένα σκίτσο φτιαγμένο με ψυχή...

Posted on 12 Ιουνίου 2011, in Arts, Blog News, Bonelli, Books, Comics, Comics Archive, Comics Characters, Comics Covers, Comics Creators, Comics History, Comics Legends, Comics News, Comics Stories, Comics Trades, Comics Treasures!, Comics Tributes, CT Exclusive, Culture, Greek Comics, Guido Martina, Italian Comics, Άρθρα Μελών, Άνθρωπος, Έρευνα, Απόψεις, Αποσπάσματα, Αποκλειστικότητες, Αρχείο, Αφιερώματα, Αναμνήσεις, Ανεμοδουράς, Βινιέτες, Γιώργος Κοσκινάς, Δημιουργοί, Εργασίες Κοινότητας, Εργασίες Μελών, Εσωτερικές Σελίδες, Ειδήσεις, Ειδήσεις Κοινότητας, Εκδόσεις Αιγόκερως, Ελληνικά Κόμικς, Εξώφυλλα Κόμικς, Ζαγκόρ, Η Ζωή, Η Ιστορία των Κόμικς, Ιστορίες από το Ζαγκόρ, Ιταλικά Κόμικς, Κόμικς, Κόμικς Έρευνα, Κόμικς Αναμνήσεις, Κόμικς Ειδήσεις, Κόμικς Θρύλοι, Κόμικς Θησαυροί!, Κόμικς Ιστορίες, Κόμικς Καταγραφή, Κόμικς Παρουσιάσεις, Κόμικς Χαρακτήρες, Κάποτε στην Ελλάδα!, Καθημερινότητα, Κοινωνία, Νέες Κυκλοφορίες Βιβλίων, Νέες Προσθήκες Κατηγοριών, Οπισθόφυλλα, Προ - Δημοσιεύσεις, Παραλειπόμενα, Πολιτισμός, Σπάνια Κόμικς, Στυλιανός Ανεμοδουράς, Συγγραφείς, Τέχνες, Western Comics, Zagor and tagged , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , . Bookmark the permalink. Σχολιάστε.

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.