Αρχεία Ιστολογίου

ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ΤΕΥΧΗ ΚΟΜΙΚΣ 14. ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ(ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΚΡΕΚΑ) ΤΕΥΧΟΣ 4

 

Έχουμε δει με τα μάτια μας την τύχη να παίρνει τις πιο περίεργες όψεις, τις πιο περίτεχνα καμωμένες, αυτές που μοιάζουν να έχουν βγει από τα όνειρα και τις επιθυμίες μας, σαν να σκεφτήκαμε κάποτε δυνατά… Προσωπικές αποκαλύψεις, τώρα, χθες, αύριο… Ένα προσωπικό ραντεβού με το πεπρωμένο, ένας ψίθυρος πίσω απ` τις γρίλιες, μια λαχανιασμένη οπτασία… Μέσα από συγκυρίες και περίεργα ραντεβού με τον χρόνο, κάποια στιγμή όλα αυτά συναρμολογούνται και παίρνουν σχήμα. Είναι τότε που η προσοχή στρέφεται αλλού, κι έτσι ανυποψίαστος πατάς τα κλαράκια που σκεπάζουν την παγίδα… Μια παγίδα φτιαγμένη απ` τα δικά σου χέρια, ένα κενό που είχε σκοπό να τραβήξει μέσα του κάτι τελείως διαφορετικό, αλλά οι ρόλοι αλλάζουν και τα σενάρια ανατρέπονται. Κι έτσι γίνεται σχεδόν πάντα. Ένα σφύριγμα που κάπου το έχουμε ξανακούσει. Κάτι θυμίζει. Με κάτι μοιάζει, αλλά οι θύμησες ξεμάκρυναν… Γι` αυτό λατρεύουμε να μας πιάνουν στον ύπνο οι ξαφνικές συναντήσεις των «συνέταιρων στην παρανομία», των συντρόφων στο παιγνίδι και την αταξία. «Ρε συ, ο Πάνος είσαι;» Ξέρετε πως ξεχωρίζουν εκείνες οι μορφές, που μαζί τους πολεμήσαμε με ξύλινα σπαθιά; Απ` τα μάτια. Έχουν τα ίδια χρώματα απ` τη φωτιά που πετάγονταν μπροστά στα πόδια μας, τα βράδια του Άη Γιαννιού. Το μπλε που κοιτάζαμε ξαπλωμένοι στο χορτάρι της πλατείας. Το λευκό της μπουγάδας στην αυλή. Το πορτοκαλί του ροδάκινου που λέρωνε τα κοντομάνικα. Κυλούν το ίδιο όπως οι διψασμένες σταγόνες νερού κάτω απ` τη βρύση, στο σούρουπο του παιγνιδιού. Έχουν κρατήσει την αθωότητα μέσα στις ζαρωμένες τους φωλιές. Το υπόλοιπο πρόσωπο μπορεί να κρύψει κάτι. Αυτά όχι. Η πλαστελίνη που μας έδωσε την τελική μορφή, βράχηκε φαίνεται με νερό μετά και έτσι το σχήμα πέτρωσε και δεν λυγίζει… Όταν αυτά τα κομμάτια έρχονται κοντά, μόνο τότε μαλακώνουν και κολλάνε το ένα πάνω στο άλλο, όπως στα χέρια μας κάποτε. Είναι μια φράση που μας ενώνει με το προηγούμενο κεφάλαιο του βιβλίου. Κι έπειτα όλες οι παρτίδες «τοίχο» που έμειναν στη μέση, από καυγά ή τις φωνές για φαγητό, ξαφνικά σε σκουντάνε στον ώμο. «Έλα! Θα ρίξεις παιδάκι μου; Τι περιμένεις;»

 

Μεγάλωσα στη ζεστή πλευρά του τοίχου, αυτήν που έβλεπε στον ήλιο. Μόλις άνοιγε η εξώπορτα, κάτι ακανόνιστου σχήματος σκουριασμένα δοχεία λαδιού και τυριού φέτα, πλημμύριζαν φύλλα βασιλικό, μπουμπούκια γαρύφαλλου, κατακόκκινα τριαντάφυλλα. Όλα βαλμένα ανάκατα πάνω στο χώμα. Εκεί ανάμεσα τους, μέσα στα αγριόχορτα, ήτανε οι δικές μου ζούγκλες και τα χαρακώματα. Οι ερυθρόδερμοι, οι Βίκινγκς, οι Βόρειοι και οι Νότιοι, οι Γερμανοί, οι Άγγλοι, όλος ο στρατός του χάρτινου κουτιού που στριμώχνονταν κάτω απ` το κρεβάτι, ξεχύνονταν στις φυσικές κρυψώνες αυτές. Πολεμούσε, λερώνονταν, φώναζε, νικούσε, έχανε…  Απέναντι υπήρχαν οι «κανόνες». Εδώ, στη γεμάτη υγρασία πλάτη του καντουνιού όμως, ο χρόνος έχανε κάθε του νόημα. Που και που το βλέμμα σηκώνονταν απ` το έδαφος, για να φωτογραφίσει το φως, τους διαβάτες, τους «αντίπαλους», που σιγά – σιγά έφερναν τους δικούς τους στρατούς πιο κοντά. Κι έτσι οι φωνές πλήθαιναν και άλλαζαν χροιά. Κροταλίσματα πολυβόλων και ήχοι από βόμβες, κάλυπταν τα μεσημέρια και ξυπνούσαν γαυγίσματα. Η γειτονιά ζωντάνευε. Οι πόλεμοι από προσωπικοί γίνονταν ομαδικοί και το αντίθετο. Όλοι είχαν τις έγνοιες και τον μικρόκοσμο τους και εμείς την δική μας χρονορουφήχτρα. Ζούσαμε μέσα στην πραγματικότητα που αποτύπωνε ο κινηματογραφικός φακός, σε εκείνες τις αξέχαστες ασπρόμαυρες ταινίες με τον Αυλωνίτη και τον Σταυρίδη και όχι μέσα από αυτές, καθισμένοι σε έναν καναπέ αναπαυτικά… Ήταν τα δικά μας ασπρόμαυρα χρόνια, με τις έγχρωμες οφθαλμαπάτες…

Ήταν η μόδα της εποχής. Χαρτάκια από σοκολάτες και τσίχλες, με φιγούρες ηθοποιών, ποδοσφαιριστών, εξερευνητών, σημαίες από χώρες, ενδυμασίες, ανέκδοτα και κουίζ γνώσεων, πόλεις και πρωτεύουσες, γεωγραφία, γεωλογία, λαογραφία, ιστορία, αθλητισμός. Αν έμπαινε σε μάθημα αυτό το ταξίδι στον χρόνο και το χώρο, θα ήμασταν όλοι μαθητές του 10! «Έχεις τον Αρχιμήδη;» – «Χα χα! Είσαι καλά; Τρίδιπλο τον έχω!» – «Θες μήπως την Μάλτα;» – «Αν μου δώσεις και την Γουατεμάλα αλλάζουμε». Μια «περιουσία» άλλαζε ιδιοκτήτες, πολύτιμα «μονά», άνευ αξίας «διπλά», χαμόγελα και ικανοποίηση για καθημερινές συναλλαγές. Η απληστία, φαινόμενο γνώριμο όλων των μικρών κάθε ηλικίας, έδωσε μια παραλλαγή που στην τελική της μορφή μόνο κακίες άφησε πίσω. Η ανταλλαγή έγινε τρόπος για κέρδος μονόπλευρο, ατομικό, κι η χαρά περιορίστηκε στο πρόσωπο του νικητή, αφήνοντας τους χαμένους μήνες πίσω, όταν ξεκινούσαν να συγκεντρώνουν αυτές τις κάρτες. Ο τοίχος απέκτησε κι άλλη χρήση, εκτός από την αναπήδηση της μπάλας στις κλωτσιές μας. Κρατώντας προσεκτικά την κάθε κάρτα, προσπαθούσαμε να αγγίζουμε τις άλλες που βρίσκονταν κάτω. Αυτήν που αγγίζαμε(έστω και στο ελάχιστο), την κερδίζαμε. Δεν ξέρω ποιος το ανακάλυψε αυτό. Ήρθε στην παρέα κάποιο χειμώνα με λιακάδα, για να μας αλλάξει το παιγνίδι και το κατάφερε. Χάθηκαν πολλά σ` αυτό το πέταγμα της κάθε κάρτας. Χαρτάκια, περιοδικά, στρατιωτάκια, αυτοκινητάκια. Μια ρουλέτα αναμνήσεων, που αν δεν είχες μάρκες έδινες αντίστοιχης αξίας αντικείμενα. Σε ένα τέτοιο απογευματινό παζάρι, πάντα με το ρίσκο να καρφώνεται σαν πέτρα στο στομάχι και την αγωνία να τρεμουλιάζει τα χέρια, κάτι στις αποχρώσεις του μπλε μαγνήτισε τα μάτια μου. Με μια κόκκινη γραμματοσειρά να περικλείει τα σαββατοκύριακα των εξερευνήσεων και τις καθημερινές της μουτζούρας στα βιβλία, με μια λέξη – τσίμπημα για να πεταχτείς απ` το θρανίο, αδιαφορώντας για το χρώμα στο πρόσωπο του δασκάλου, ήρθε και κάθισε πάνω στα μάτια μου και κείνα χόρτασαν τόσο πολύ, που δεν μπορούσαν να δουν πίσω της. Ούτε οι βώλοι οι γυάλινοι, με εκείνα τα περίεργα στρογγυλά σχήματα μέσα, δεν είχαν μαγνητίσει τις αισθήσεις μου μέχρι τότε. Μια λέξη, ένα περιοδικό, μια πρόκληση, μια σκέψη που είχε κάνει κατάληψη στο νου και κρύβονταν πίσω από κάθε σκέψη. «Περιπέτεια».

Γύρω στο `72 – `73, το περιοδικό που είχε σταθερούς αναγνώστες ανάμεσα μας και πιστούς συνάμα(δεν το άλλαζαν με τίποτα), ήταν η «Δράσις» με τα εξώφυλλα που ζωντάνευαν την ίδια μας την φαντασία, έτσι υπέροχα χρωματισμένα, και ξυπνούσαν τους στρατούς μας από τις κρυψώνες. Ξυπνούσαν την ίδια την πολεμοχαρή μας υπόσταση, την δίψα για επικράτηση, τη δημιουργία τεχνασμάτων και τεχνικών. Ήταν τα σενάρια του αυτά που οδηγούσαν τις επιλογές μας σε «πλευρές» και «στρατόπεδα». Τα σκίτσα του ήταν μόνιμη πηγή έμπνευσης για επιθέσεις αεροπορικές, μάχες στη ζούγκλα, ή βομβαρδισμούς στα χαρακώματα. Τα κόμικς δεν είχαν ποτέ μια διάσταση και αυτό το ανακαλύψαμε μετά, όταν όλα εκείνα τα απογεύματα περνούσαν με ταχύτητα στα φύλλα ενός φωτογραφικού άλμπουμ, σαν τα πρώτα κινούμενα σχέδια του Ντίσνευ. Η «Δράση» και η μυθική «Μάχη» (πόθος του μισού παιδόκοσμου και προνόμιο λίγων οικονομικά «δυνατών», εκείνα τα χρόνια…), έδιναν το έναυσμα για συρράξεις σε εκατοντάδες αυλές. Κι ότι δεν κατάφερναν τα στρατιωτάκια, το κάναμε εμείς και μάλιστα ρεαλιστικά! Μπορεί να μην είχαμε σφαίρες, αλλά τα τραύματα ήταν αληθινά. Με ιώδιο και γδαρσίματα. Καρούμπαλα και σχισμένα παντελονάκια. Γκρίνιες και καυγάδες στο σπίτι. Η αντανάκλαση τους, δεν μπορούσε να μείνει έξω απ` αυτό. Σε αυτό το σκηνικό και με τους ίδιους λίγο έως πολύ πρωταγωνιστές, μια σειρά από καινούργια σενάρια ήρθε για να προσθέσει κομπάρσους και να αλλάξει ονόματα. Τίτλος «Περιπέτεια». Όνομα και πράγμα! Αδελφάκι κι αυτό της «Δράσις» και της «Μάχης», με μικρότερη εξάπλωση στην πιτσιρικαρία, έκανε τις συμπλοκές μας αρκετά διαφορετικές, με στοιχεία όπως το μυστήριο, το θρίλερ, το αστυνομικό, το κατασκοπικό και πολλά ακόμη. Το είχα βάλει στο μάτι από εκείνη τη «αναμέτρηση» στον τοίχο. Όλο κάτι έμπαινε ανάμεσα μας όμως. Το μόνο που είχα καταφέρει, ήταν να το διαβάσω, αλλά όσο περνούσαν τα χρόνια, ξεχάστηκε ακόμη και ο τίτλος. Η υπόθεση μιλούσε για κυνηγητά στις ζούγκλες της Σιγκαπούρης, στον δρόμο του οπίου και της διαφοράς. Σε μια από τις στιγμές που από το πουθενά έρχονται ψήγματα αναμνήσεων και σε θαμπώνουν με τη λάμψη τους, το αναζήτησα. Κι έπειτα από μερικά χρόνια ξανά και ξανά. Στο διάστημα αυτό είχα βρει πολλά παραπάνω από αυτά που είχα διαβάσει τότε. Τα ράφια της βιβλιοθήκης γέμιζαν διαρκώς, αλλά κάτι έλειπε… Μια «Περιπέτεια». Όχι οποιαδήποτε. Μια συγκεκριμένη. Χωρίς να το επιδιώξω, αλλά και χωρίς να διώξω ποτέ την επιθυμία μου για αυτό το τεύχος, σε μια από τις στροφές που κάνουν τα πεζοδρόμια κάτω απ` τα πόδια μας, συνάντησα πριν λίγο καιρό ένα από εκείνα τα ζευγάρια μάτια που θύμωναν και γελούσαν, ανάλογα με τα καμώματα του «τοίχου» και την εξέλιξη του παιγνιδιού. Όχι ένα οποιοδήποτε ζευγάρι από εκείνα τα μάτια των πρωταγωνιστών. Αυτό που κάποτε κρατούσε στα χέρια του πρόθυμος να προσφέρει σαν αντάλλαγμα το τεύχος 4 της «Περιπέτειας», με τίτλο «Τιγροπαγίδα»! Η τρίτη σελίδα ήταν όλα τα λεφτά, με μια φανταστική ζωγραφιά τίγρης, ενώ μια ενδιαφέρουσα διαφοροποίηση σε σχέση με το χρώμα των εικονογραφημένων της εποχής, ήταν οι μισές – μισές ασπρόμαυρες και πρασινόμαυρες σελίδες! Τα σκίτσα σε έμπαζαν στην ιστορία με την πρώτη ματιά. Ήταν σίγουρο ότι κάποια στιγμή θα έφερνα την κουβέντα εκεί ακριβώς. Στην «Περιπέτεια» εκείνη και στο σημείο που αφήσαμε την παρτίδα, πριν τον φωνάξουν οι δικοί του. Στα χέρια του που κρατούσαν το περιοδικό που έψαχνα απ` τα 8 μου χρόνια. Εκείνο που δεν ήταν σίγουρο, ήταν να το θυμάται, να το έχει και να μου το χαρίσει 38 χρόνια μετά…

Κάποια σημεία, εκεί όπου συναντιέται ο ουρανός με τον θαλασσί ορίζοντα, εκεί όπου η ρίζα του δέντρου συναντάει το πράσινο γήινο χαλί, έχουν μια μαγνητική ικανότητα να τραβούν κοντά τους το χθες και να πετούν μακριά όλες τις σελίδες που έκαναν το μάθημα ανιαρό, δίνοντας μας λίγη απ` την ανεμελιά που μας έκλεψαν… Είναι μοναδικό και απερίγραπτο, να μπορείς να ζήσεις μια τέτοια στιγμή.

Αλέκο σε ευχαριστώ

Γιώργος Κοσκινάς

Τα πιο πάνω κείμενο υπογράφεται από τον Γιώργο Κοσκινά και είναι προστατευμένο και κατοχυρωμένο πνευματικά. Οποιαδήποτε αντιγραφή μερική ή ολική χωρίς την συγκατάθεση του δημιουργού, επισύρει τις προβλεπόμενες από το νόμο κυρώσεις.

Όλα τα κείμενα της σειράς αυτών των παρουσιάσεων, που δημοσιεύονται κατ` αποκλειστικότητα στο Comics Trades και αποτελούν τμήματα ενός εκ των νέων βιβλίων για τα Ελληνικά κόμικς που θα κυκλοφορήσουν από τις εκδόσεις Αιγόκερως, μπορείτε να τα βρείτε συγκεντρωμένα στην υπό – κατηγορία «ΙΣΤΟΡΙΕΣ & ΤΕΥΧΗ«.

http://wp.me/PKxow-1j2

ΧΡΗΣΙΜΟ – ΠΟΛΕΜΙΚΑ ΚΟΜΙΚΣ & LINKS

Έπειτα από την ζήτηση εκ μέρους σας, στοιχείων για τα πολεμικά κόμικς που διαβάζαμε(και διαβάζουμε ακόμη!), στην Ελλάδα, σχετικά πάντα με την προέλευση τους, κάναμε μια μικρή έρευνα και σας παρουσιάζουμε τα αποτελέσματα.

Όλα ξεκίνησαν αμέσως μετά το τέςλος του Β` Παγκοσμίου Πολέμου, οπότε και ήταν «ζεστό» το θέμα, αλλά στην επόμενη δεκαετία, αυτή του`50, ήρθε η καθιέρωση τόσο του είδους – όσο και των εταιρειών που ασχολήθηκαν με αυτό. Οι ηρωισμοί των συμμάχων κατά την διάρκεια του πολέμου, ήταν το θέμα με το οποίο καταπιάστηκαν. Το πεδίο άλλαζε και εναλλάσονταν μεταξύ Ευρώπης και τροπικών κλιμάτων, στα συμπλέγματα νησιών κοντά στην Ιαπωνία. Τους κακούς της υπόθεσης του ξέρετε, το ίδιο και τους «καλούς», φαντάζομαι. Αυτά που ίσως δεν γνωρίζετε, ακολουθούν πιο κάτω.

Αρχικά, η εκδοτική IPC ή για τους φανατικούς αναγνώστες αλά Fleetway, ήταν αυτή που ξεκίνησε με τα έντυπα της, την εξιστόρηση αυτών των εικονογραφημένων παραλειπόμενων. Αφού στρατολόγησε καλλιτέχνες απ` όλα τα μήκη και πλάτη της υδροηγείου, ξεκίνησε την πορεία της σε αυτό το είδος κόμικς και ουσιαστικά το λανσάρισε. Δημιουργοί όπως ό Ιταλός Ferdinando Tacconi(μαζί με τον Alfredo Castelli έφτιαξαν και τους Αριστοκράτες), ή ο συμπατριώτης του Gino D` Antonio(που άφησε πίσω του την υπέροχη σειρά Η Κατάκτηση της Δύσης), αλλά και μεγάλοι της έννατης τέχνης, όπως ο Hugo Pratt(Κόρτο Μαλτέζε κ.α.), έδωσαν μορφή στα σενάρια αυτά και κέρδισαν σε σύντομο χρόνο τους αναγνώστες. Ακολούθησαν οι Giorgio Trevisan, Kurt Caesar, Aurelio Bevia, Roy d`Ami, ο Ισπανός Ferran Sostres, οι Άγγλοι Bill Lacey και Stephen Chapman, ο Αυστραλός Virgil Reilly και πολλοί ακόμη, σε περιοδικά που εξελίχθηκαν θρύλος παραγματικά, όπως τα War Picture Gallery, Airforce Picture Library, Battle Picture Library, War at Sea, κλπ.

Σύντομα τα περιοδικά αυτά, βρήκαν ανταγωνιστές στην μάχη για την κυριαρχία των πολεμικών κόμικς, από τίτλους σαν το Commando, Βattle, κ.α. Αυτή η δεύτερη γενιά πολεμικών κόμικς, ήρθε στην χώρα μας από τις εκδόσεις Γκρέκα, του Θεοφάνη Πάγκαλου, μέσα από τα Δράσις, Μάχη, Φλόγα, Αστραπή, Κομάντο, ενώ η πρώτη φουρνιά της Fleetway, αποδείχτηκε φλέβα χρυσού για την Πηδάλιο Πρες του κ. Δραγούνη, με τίτλους όπως τα Πόλεμος, Έφοδος, Κράνος και Τάνκς. Σε επόμενο άρθρο, θα μιλήσουμε και για τις υπόλοιπες Ευρωαιπκές σχολές, όπως την Γαλλική. Τέλος, να σας πούμε ότι αμέσως μετά το αφιέρωμα στις γουέστερν εκδόσεις στην Ελλάδα, θα ακολουθήσουν οι αντίστοιχες παρουσιάσεις πολεμικών κόμικς.

Πολλά περισσότερα στοιχεία και εξώφυλλα, μπορείτε να βρείτε στα

http://dezskinn.com/IPC-Fleetway/

http://www.internationalhero.co.uk/i/ipc.htm

http://www.britishcomics.20m.com/BATPICS.htm

http://www.bookpalace.com/PicLibs/War/INDEX.HTM

http://www.britishcomics.20m.com/pocket.htm

http://www.whereeaglesdare.eu/stats.htm

http://www.tuniques-bleues.com/albums.php

Επιμέρους στοιχεία για τους δημιουργούς, μπορείτε να βρείτε στo

http://www.lambiek.net