Αρχεία Ιστολογίου

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ

KL7

Αν κάτι μένει έντονα χαραγμένο από τις παιδικές μνήμες των κόμικς είναι η ανυπομονησία και η αγωνία να αγοράσουμε τα νέα τεύχη κάθε εβδομάδα. Βλέπετε, η εξασφάλιση των αναγκαίων χρημάτων δεν ήταν αυτονόητη και επιπλέον όταν τα βρίσκαμε τα ξοδεύαμε συχνά στην αγορά παλαιοτέρων τευχών που μας λείπανε και τα βλέπαμε να κρέμονται στα περίπτερα. Τι πόθους ανάβανε όλα αυτά τα περιοδικά και πόσες φορές τα προσπερνούσαμε χωρίς να μπορέσουμε να τα αποκτήσουμε! Επιπλέον, υπήρχε και ένας μεγάλος κίνδυνος, γιατί τα κόμικς εκείνα γνώριζαν πολλές φορές απηνή διωγμό στο οικογενειακό περιβάλλον, μιας και στην ελληνική κοινωνία εκείνων των χρόνων θεωρούνταν περιθωριακό ανάγνωσμα και έπρεπε να πεταχτούν εις το πυρ το εξώτερον.

MIK52

Φυσικά τα ακριβότερα κόμικς ήταν και τα πιο πολύτιμα. Ανάμεσά τους οι δυο εκδόσεις Ντίσνεϋ των πρώτων χρόνων, το μηνιαίο ΜΕΓΑΛΟ ΜΙΚΥ των 10 δραχμών και τα τριμηνιαία ΚΛΑΣΙΚΑ ΝΤΙΣΝΕΫ των 15 δραχμών. Ήταν Χριστούγεννα, και εγώ ήμουν 7 χρονών όταν κατάφερα να αποκτήσω για πρώτη φορά ένα τεύχος τού Μεγάλου Μίκυ. Η χαρά μου ανείπωτη, δεν μπορούσα να το χορτάσω. Κάθε τόσο και λιγάκι το έβγαζα από το συρτάρι μου, μόνο και μόνο για να το αντικρίσω. Πού να φανταστώ ότι θα ήταν το μοναδικό τεύχος τού περιοδικού που θα αποκτούσα σε όλη την παιδική ηλικία μου! Με το πέρασμα του χρόνου χάθηκε, δεν θυμάμαι πώς, και έτσι στερήθηκα μια από τις πιο γλυκές αναμνήσεις των παιδικών μου χρόνων, περιτυλιγμένη μάλιστα με την αίγλη των Χριστουγέννων. Ας επανέλθω, όμως, σε εκείνα τα Χριστούγεννα. Τότε ήταν, επίσης, που κυκλοφόρησε και το χριστουγεννιάτικο τεύχος τών Κλασικών Ντίσνεϋ. Ήταν το Νο. 7, και στο εξώφυλλο εικονιζόταν η οικογένεια Ντακ με ένα ψεύτικο τάρανδο σε πράσινο φόντο. Το έβλεπα στη διαφήμιση του εβδομαδιαίου Μίκυ Μάους και αναστατωνόμουν κάθε φορά. Δυστυχώς δεν μπόρεσα ποτέ να εξασφαλίσω τις 15 δρχ. για να το αποκτήσω. Τα χρόνια πέρασαν και πού να το φανταζόμουν ότι,35 χρόνια μετά, θα κατάφερνα να ξαναβρώ το χριστουγεννιάτικο τεύχος του Μεγάλου Μίκυ και να αγοράσω για πρώτη φορά τα Κλασικά Ντίσνεϋ της ίδιας περιόδου! Δυο αποκτήματα τόσο πολύτιμα για μένα, έστω και σε αυτήν πια την ηλικία!

(Τα εξώφυλλα του άρθρου προέρχονται από το greekcomics.gr, όπως έχουν αναρτηθεί στο I.N.D.U.C.K.S.)

Άδεια Creative Commons
Αυτή η εργασία χορηγείται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι
Παράγωγα Έργα 3.0 Μη εισαγόμενο
.

«Το πιο λαμπερό στολίδι»

Το παρακάτω κείμενο, αποτελεί μέρος του βιβλίου «Κόμικς & Γιρλάντες» και δημοσιεύεται στο Comics Trades με την μορφή προ – δημοσίευσης σε αποκλειστικότητα, με την συγκατάθεση του δημιουργού και του εκδότη. Είναι κατοχυρωμένο πνευματικά στον δημιουργό. Κάθε μορφή αναδημοσίευσης του, μέρους ή ολόκληρου, καθώς και των φωτογραφιών που περιέχει, τις προερχόμενες από το προσωπικό αρχείο του δημιουργού, επισύρει τις προβλεπόμενες από το νόμο σχετικές κυρώσεις, περί καταπάτησης πνευματικής ιδιοκτησίας. Μάρτιος 1993 – νομοθετική διάταξη υπ` αριθμόν 2121.

© 2012 Γιώργος Σ. Κοσκινάς

Θυμάμαι την κυρά – Ειρήνη, καθισμένη στην μικρή εσωτερική αυλή του σπιτιού, πλάι στους περιστερώνες της. Έφτιαχνε τα κλουβιά, τάιζε τα περιστέρια, τα φρόντιζε. Σου έδινε την εντύπωση πως όσο κρατούσε αυτή η ασχολία, ηρεμούσε το μυαλό της, γαλήνευε. Έμοιαζε σαν να έμπαινε σε ένα άλλο κόσμο, δικό της. Εκεί που δεν υπήρχε η καθημερινότητα να της ροκανίζει τα σωθικά, όπως όλων μας. Οι δουλειές του σπιτιού, η ανατροφή των δύο γιών της. Οι καυγάδες και οι κακίες, που τρύπωναν σαν σαράκι και ροκάνιζαν τις στιγμές, τις έπνιγαν σε μια απογοήτευση. Απραγματοποίητα όνειρα, χαμένες ελπίδες. Εικόνες που πλάθαμε όλοι, ιδανικές,  που θα` μεναν στο νου, έπειτα από την σύγκρουση με την σκληράδα της ζωής. Απωθημένα, που χαράζουν τα πρόσωπα και τις καρδιές. Κάνουν τον καθένα να οπισθοχωρεί στο καβούκι του. Να κλείνεται για να είναι ασφαλής , για να διαφυλάξει όσα μπορεί περισσότερα, από κείνα που κράτησε μέσα του.

Η κυρά – Ειρήνη ήταν ένας κλειστός άνθρωπος. Με χαρακτηριστικά τραχιά, αυστηρά. Δεν σου άφηνε περιθώρια για ερωτήσεις, ούτε καν για παιδικά «γιατί». Δεν άκουγε δικαιολογίες, δεν μετρούσε κλάματα. Ήταν θα` λεγα ψημένη σε έναν άλλο φούρνο. Ο δικός της πηλός ήταν διαφορετικός,  απ` αυτό των βόλων μας. Πιο δύσκαμπτος, πιο σκληρός. Έτσι περνούσαν οι χειμώνες, με τις φωνές και τις γκρίνιες, τα χαμόγελα και τα πειράγματα, σε μια ρόδα χαλασμένου κάρου. Γύριζε μαζί με μας, μας κουβαλούσε όταν κουραζόμασταν, σταματούσε στις ανηφόρες και πάλι έμενε εκεί, έξω από την αυλή. Ο Πάνος και ο Νίκος, οι δύο της γιοί, ήταν οι αρχηγοί της γειτονιάς. Απ` αυτούς ξεκινούσε το παιγνίδι και σ` αυτούς τελείωνε. Όταν άνοιγαν τα παραθυρόφυλλα του σπιτιού τους, αυτά που έβλεπαν στην αλάνα, ξέραμε ότι είχε μπει ο επίλογος για κείνη τη μέρα. Όπως ξέραμε και ποιού πρόσωπο θα εμφανίζονταν στο άνοιγμα τους.

Ήταν οι εποχές του διωγμού των κόμικς και της κόμικς – απαγόρευσης μας. Εκατοντάδες τέτοια χάρτινοι προορισμοί, στην αχαρτογράφητη γη της φαντασίας μας, χάνονταν στα σκουπίδια, καίγονταν σε Κυριακάτικες φωτιές, σχίζονταν μπροστά μας, όταν αργούσαμε να διαβάσουμε τα μαθήματα, ή γυρίζαμε αργότερα από την επιτρεπτή ώρα. Η κυρά Ειρήνη, τα είχε βάλει μαζί τους και δεν άφηνε ποτέ να γίνουν έστω 3 ή 4. Μόλις τα έβλεπε, τα πέταγε αμέσως. Ήθελε οι γιοί της να προκόψουν. Να μάθουν γράμματα, να γίνουν κάτι στη ζωή τους. Κι εκείνα τα περιοδικά, ευθύνονταν για τους χαμηλούς βαθμούς και την ντροπή που γεννούσαν τα λόγια του δασκάλου, μέσα της. Αλλάζαμε τεύχη μεταξύ μας, ειδικά με τον Νίκο, αλλά τα δικά μου δύσκολα τα έβλεπα να επιστρέφουν. Συνήθως μου` λεγε απολογητικά ένα «συγνώμη» και έσκυβε το κεφάλι κάτω.

Το Δεκέμβρη του 1970, ενώ πήγαιναν παραδοσιακά στο χωριό τους για τις ημέρες των εορτών, αυτή τη φορά έμειναν στη γειτονιά. Πλησίαζαν οι μέρες των Χριστουγέννων. Ήταν προπαραμονή. Μέσα στη φτώχια και την ανέχεια εκείνων των χρόνων, όλοι έκαναν ότι μπορούσαν για να δείξουν μια άλλη πλευρά. Πιο χαρούμενη. Στόλιζαν τα σπίτια, γέμιζαν τα καντούνια μυρωδιές από σπιτικά γλυκά. Όλων τα πρόσωπα έπαιρναν κάτι από τη γιορτινή λάμψη. Γλύκαιναν, γίνονταν πιο φιλικοί, πιο καλοσυνάτοι, πιο φιλόξενοι. Συγχωρούσαν πιο εύκολα. Λίγες μέρες πριν, είχα αποκτήσει ένα τεύχος «Μεγάλου Μπλέκ». Περισσότερες σελίδες από το εβδομαδιαίο, μεγαλύτερο σχήμα, πιο χορταστικό και πολύ δύσκολο να έρθει στα χέρια μας, με την τιμή των δέκα δραχμών τότε. Το είχα δανείσει στον Νίκο και περίμενα να το διαβάσω ξανά. Θα ήταν μια μικρή απόλαυση, γύρω από τα λαμπάκια του Χριστουγεννιάτικου δέντρου, καθώς αναβόσβηναν. Αυτό σκέφτηκα και παρά τον φόβο που τρύπωνε μέσα μου, μήπως το είχε πετάξει η μητέρα του, έκλεισα πίσω μου την εξώπορτα και κίνησα για να το ζητήσω.

Μουδιασμένος, δίχως να μπορώ να αρθρώσω λέξη, σαν κάποιος να μου` χε κλείσει το στόμα, ένα αόρατο χέρι και με μια κρυάδα στα γόνατα, γύρισα και βγήκα από το μικρό σαλόνι. «Το πέταξα. Να μη του ξαναδώσεις άλλα, γιατί θα τα πετάξω κι αυτά.» Λόγια που έμοιαζαν να έχουν καρφωθεί στα αυτιά μου και σαν αντίλαλος, να σφυρίζουν διαρκώς. Βγήκα στον παγωμένο αέρα και κοίταξα πάνω από τα σπίτια, όσο πήγαινε το βλέμμα μου. Το σούρουπο κατέβαινε νωχελικά, βαριεστημένα και λίγο μελαγχολικό.  Αμίλητος και χαμένος στις σκέψεις μου, κάθισα στον καναπέ, δίπλα στο μικρό μας δέντρο. Δεν ήθελα να πω τίποτα στους δικούς μου, τέτοιες μέρες να` χουμε γκρίνιες και καυγάδες. Μ` όλα αυτά στο κεφάλι, ξημέρωσε η επόμενη μέρα. Παραμονή. Μέρα γεμάτη από τη μαγεία της προσμονής, για τα δώρα. Μια μέρα με αισιοδοξία, χαμόγελα και παντού «καλά παιδιά»!

Μαζεμένοι γύρω από την σόμπα, συγγενείς και λίγοι φίλοι, όλοι μαζί στριμωγμένοι σε ένα μικρό δωμάτιο, με τις ανάσες μας να χτυπάνε η μια την άλλη, τρανταχτά γέλια και ποτήρια να τσουγκρίζουν. Μια ατμόσφαιρα οικεία και ζεστή, που μηδένιζε τις αποστάσεις και έδιωχνε μακριά όσα μας χώριζαν. Έστω και για λίγο. Για ένα βράδυ. Το ραδιόφωνο έπαιζε μουσικές από μεγάλες ορχήστρες. Paul Mauriat, James Last. Τα μελομακάρονα είχαν μεγάλο σουξέ. Οι κολακείες πήγαιναν και έρχονταν, οι μικροί ανοίγαμε χαρτιά περιτυλίγματος εορταστικά και λερώναμε τα ρούχα μας στο δάπεδο. Το δικό μου μυαλό ταξίδευε σε κείνο το τεύχος «Μεγάλου Μπλέκ», με τα κατορθώματα του κυνηγού και της παρέας του. Εκείνο που έδωσα στο Νίκο και που χάθηκε στη μανία της μητέρας του, θυσία σε κάποια αταξία. Κρατούσα το πλαστικό εκείνο καλαμάκι, με τα μικροσκοπικά ζαχαρωτά μέσα, όταν άκουσα το χτύπημα στο τζάμι της πόρτας.

«Ποιος να` ναι τέτοια ώρα;», αναρωτήθηκαν οι μεγάλοι. Νομίζω ότι ήταν η μητέρα μου, αυτή που πήγε να ανοίξει. Μου είναι αδύνατον να περιγράψω πως ένοιωσα, στη θέα της κυρά – Ειρήνης… Ήταν σαν κάποιος να είχε ακούσει ότι σκεφτόμουν. Να είχε μπει μέσα μου και να αισθάνονταν τους χτύπους της καρδιάς μου. Να` βλεπε τον πόθο μου… «Δεν θα καθίσω, Μαρία. Ήρθα για δώσω αυτό το περιοδικό στο γιό σου. Το ξέχασε σπίτι και … και μπορεί να το θέλει να το διαβάσει». Η χαρά μου πρέπει να σηκώθηκε πριν από μένα! Με δυσκολία κρατιόμουν να μην φωνάξω! Η κυρά – Ειρήνη έφυγε αμέσως σχεδόν και σε λίγα δευτερόλεπτα κρατούσα ξανά στα χέρια μου, κάτι ανέλπιστο. Κάτι που είχα για χαμένο. Μετάνιωσα που δεν έτρεξα να την ευχαριστήσω. Ήταν κάτι που ποτέ δεν την είχα ικανή να κάνει. Το πρόσωπο της είχε θυμάμαι εκείνη τη γαλήνη, όπως τότε που φρόντιζε τα περιστέρια. Σαν κάτι όμορφο να την είχε κυριέψει. Μέρες μετά, εντελώς τυχαία, έμαθα από τον Νίκο ότι το περιοδικό το είχε πράγματι πετάξει και τότε… κούνησα με απλά το κεφάλι μου. «Ένα ακόμη στολίδι στο δέντρο», ψιθύρισα…  Το πιο λαμπερό. Κι είχα στο νου μου όταν τα` λεγα, τη γυαλάδα στα μάτια της κυρά  Ειρήνης…

Αποκλειστικά για το Comics Trades 2012 – 2013

Γιώργος Σ. Κοσκινάς

Άδεια Creative Commons
Αυτή η εργασία χορηγείται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 3.0 Μη εισαγόμενο .

«Μπλουζ με μια σκιά»

Το παρακάτω κείμενο, αποτελεί μέρος του βιβλίου «Κόμικς & Γιρλάντες» και δημοσιεύεται στο Comics Trades με την μορφή προ – δημοσίευσης σε αποκλειστικότητα, με την συγκατάθεση του δημιουργού και του εκδότη. Είναι κατοχυρωμένο πνευματικά στον δημιουργό. Κάθε μορφή αναδημοσίευσης του, μέρους ή ολόκληρου, καθώς και των φωτογραφιών που περιέχει, τις προερχόμενες από το προσωπικό αρχείο του δημιουργού, επισύρει τις προβλεπόμενες από το νόμο σχετικές κυρώσεις, περί καταπάτησης πνευματικής ιδιοκτησίας. Μάρτιος 1993 – νομοθετική διάταξη υπ` αριθμόν 2121.

© 2012 Γιώργος Σ. Κοσκινάς

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Για όλους εμάς, που αρνηθήκαμε νοερά να ενταχθούμε στη μορφή της κοινωνικής «συνέχειας», όσων προηγήθηκαν και ήταν αθώα, ανεπιτήδευτα και αγνά, για μας που κρατήσαμε μια σταγόνα παιδικότητας στις ψυχές μας, τα Χριστούγεννα έχουν μια άλλη λάμψη. Κάτι από το χθες, που επικαλούμαστε σε κάθε ευκαιρία, όταν όλα γύρω μοιάζουν συνθετικά, βιομηχανοποιημένα, άτεχνα, ανούσια και κουραστικά. Όταν δεν έχουν να πουν σχεδόν τίποτα και είναι απλά εικόνες της μοναξιάς κάποιων άλλων. Αυτής, που κλείνει τον κόσμο στο καβούκι του. Τον κάνει απρόσιτο, ασφαλή στην αεροστεγή του συσκευασία. Τον απομακρύνει από τα επικίνδυνα «μικρόβια» της μνήμης. Γιατί τελικά, ίσως να είναι εκείνη που φοβάται. Ότι έχει μείνει πια πίσω μας, πάντα  μπορεί να τρομάξει στη σκέψη του…


Προέλευση εικόνας: Αρχείο συντάκτη

«ΜΠΛΟΥΖ ΜΕ ΜΙΑ ΣΚΙΑ»

Το σούρουπο έπεφτε στο μικρό καθιστικό. Κι όπως έγερνε έτσι απαλά μέσα απ` τις κουρτίνες, έβαφε με μια γλυκιά πορτοκαλί απόχρωση, το ξύλινο τραπέζι. Ένας χειμώνας που αργούσε να περάσει απ` το κατώφλι μας, για ένα καπρίτσιο θαρρείς, κάτι σαν πείσμα που έμοιαζε κρυφτούλι με το χρόνο. Κοντεύανε Χριστούγεννα, κι η πόλη έμοιαζε χαμένη στις υπέρ – βολικές στιγμές ευδαιμονίας, χαμογελαστή να μας κλείνει το μάτι από ψηλά. 23 του μήνα. Προπαραμονή.

Το παλιό ξύλινο ρολόι πάνω απ` τη βιβλιοθήκη, χτύπησε 5. Πήρε το βλέμμα μου για λίγο, για μια σκέψη δρόμο. «Η ώρα που ζωντανεύουν οι σκιές», ψιθύρισα. Έτσι ασυναίσθητα. Σα να μπήκαν τα λόγια απ΄ τη χαραμάδα της πόρτας. Να τα` φερε το παγωμένο βοριαδάκι. Έτριψα τα χέρια, κι άφησα την ανάσα να βγει πάνω τους.  Τα κούτσουρα στο τζάκι έδειχναν να έχουν δεχτεί τη μοίρα τους. Μια σπίθα μόλις, αρκούσε για να σηκώσει καινούργιες φλόγες, με παλιά όψη. Γνώριμη. Ή μήπως ήταν πρόσχημα; Μια αφορμή, ένα παιγνίδι από κείνα που κρύβει σε κάθε της στροφή, το πεπρωμένο; Κάτι που ευχήθηκες δυνατά και …

Το χτύπημα στην πόρτα, συνοδεύτηκε από μια βραχνή, γνώριμη φωνή.

–          Ε, Αλέξανδρε, είσαι μέσα;

Με ένα δίλλημα, να με κρατάει γερά δεμένο στον καναπέ, άφησα τα μάτια να καρφωθούν για μερικές στιγμές, στο παλιομοδίτικο, στρογγυλό φιλιστρίνι της εξώπορτας.

–          Αλέξανδρε; Άνοιξε, κάνει κρύο!, ξανάπε η φωνή.

Άφησα ένα χαμόγελο και έκλεισα το βιβλίο πάνω στο τραπέζι. Προσεχτικά, με το σελιδοδείχτη στις τελευταίες γραμμές, να ξεκουράζεται. Το χερούλι της πόρτας, φανέρωνε μια κλειδαριά που χρειάζονταν λάδωμα.

–          Τι έκανες τόση ώρα; Ξύλιασα εκεί έξω! Μπρρ..! Θα κάνει πολύ κρύο απόψε.

Ο Μιχάλης, ήταν αυτός ακριβώς ο αεροδιάδρομος, που χρειάζονταν για να προσγειωθεί η ζωή, στους καθημερινούς ρυθμούς της. Πελάτης και φίλος, ή μάλλον πρώτα φίλος και μετά …φιλικός πελάτης! Τι σημασία έχουν όλα αυτά; Καμία, αποφάσισε το ειρηνοδικείο!

–          «Αθώος ο κατηγορούμενος!»

–          Τι πράγμα; Που τρέχει πάλι το μυαλό σου, μου λες; Έξω αρχίζει να νυχτώνει. Αν θέλεις να γεμίσει καμιά δραχμή το ταμείο, καλύτερα να ανοίξεις. Ο κόσμος βγαίνει για να ψωνίσει. Σε 2 μέρες έχουμε Χριστούγεννα, Αλέξανδρε.

–          Το ξέρω, απάντησα. Το ξέρω, Μιχάλη. Μα κοίτα, δε θέλει και πολύ κόπο. Ούτε θα πάρει χρόνο. Να, τώρα άναψα και τα φώτα απ` έξω. Σε δύο λεπτά, το τζάκι θα` ναι έτοιμο κι αυτό. Θέλεις ένα μπράντι, για να ζεσταθείς;

Έκλεισε την πόρτα πίσω του, με θόρυβο όπως πάντα. Με μια κίνηση που μ` έβαζε σε σκέψεις, για το αν θα άντεχε και για πόσο, το θολό κρύσταλλο στο φιλιστρίνι. Κρέμασε το παλτό και με κοίταξε μ` ένα χαμόγελο έτοιμο για πείραγμα.

–          Το ξέρεις ότι γερνάς; Χα! Σου πήρε 5 λεπτά για να` ανοίξεις την πόρτα. Αυτά, …δεν είναι καλά σημάδια, φίλε! Βάλε μου κάτι να ζεσταθώ. Ναι, μπράντι είναι μια χαρά. Από κείνο που μου` δωσες τις προάλλες. Το δυνατό. Ξέρεις.

–          Αχα. Κάθισε. Έρχ…

–          Α, πα πα. Απαράδεκτο! Ούτε την πινακίδα «ανοιχτό», δεν γύρισες! Κουνώντας το κεφάλι του, δεξιά – αριστερά, γύρισε την κιτρινισμένη πινακίδα στην πόρτα.

–          Τώρα, ναι. Είναι ανοιχτά! Μπορεί να μπει ο κόσμος. Μπορεί και να δουλέψεις, που ξέρεις; Αν δεν βαριούνται να σε περιμένουν, μέχρι να βάλεις κανένα ποτό! Όλα γίνονται!

Καθίσαμε με τα ποτήρια γεμάτα, παλιό καλό μπράντι, αναπαυτικά σε έναν από τους δύο ξύλινους καναπέδες. Αυτόν με τα πρασινοκόκκινα μαξιλάρια. Τον «εορταστικό», όπως τον έλεγα. Το τζάκι γεννούσε σπίθες και μες` το ημίφως του δωματίου, που έδινε μια νότα χτεσινή, κάτι από τις εικονογραφήσεις στα βιβλία μιας άλλης εποχής, κοιτάξαμε ο ένας τον άλλο και μετά βάλαμε τα γέλια! Δυνατά! Σαν να` παμε ένα μυστικό αστείο ταυτόχρονα!

–          Δεν μπορώ να σε καταλάβω, είπε. Έχεις ένα μαγαζί που σε φέρνει πίσω στο χρόνο, σα χρονομηχανή. Ταβάνι ξύλινο, ωραία ράφια, διακόσμηση, φωτισμός μμμ … καλούτσικος, αλλά αυτό το δάπεδο από πέτρα βρε φίλε, τι το θέλεις; Ξέρεις πόσο κρυώνει το δωμάτιο, ε; Τέλος πάντων. Υγεία.

Τσουγκρίσαμε τα ποτήρια χαρούμενα. Γελώντας πάλι, αλλά πιο διακριτικά.

–          Έλα. Πήγαινε να βάλεις κανένα από κείνα τα μπλουζ. Τα παλιά Αμερικάνικα. Αυτά με το γκα γκαν, γκα γκαν. Ξέρεις εσύ. Πως τα λες;

–          Δωδεκάμετρα. Κλασσικά δωδεκάμετρα. Πάνε σε …

–          Όχι αναλύσεις! Να τα ακούσουμε είπα! Αν ήταν να τα μάθω, θα πήγαινα στο τρελό –  Εγγλέζο το Μάικ, που ξέρει και κιθάρα. Άντε και βάλε μου κι άλλο ένα.

–          – Το ήπιες κιόλας;

–          Πελάτες δε θέλεις;


Προέλευση εικόνας: Αρχείο συντάκτη

Το ράφι με τους παλιούς δίσκους βινυλίου, στην αριστερή πλευρά του μπαρ, περίμενε κάτι τέτοιες στιγμές. Να νοιώσει την αμφιβολία της σωστής επιλογής, που κρέμεται απ` το αναποφάσιστο χέρι. Πάντα ένα «όλοι είναι καλοί. Ποιόν να διαλέξω», φώλιαζε στο μυαλό μου, κάθε φορά που πήγαινα κατά κει. Όμως κάθε φορά, έβρισκα κάτι ξεχωριστό. Κάτι που έβγαινε σχεδόν μόνο του, απ` τη θέση, που ξεχώριζε από τους άλλους. Που μπορούσε να ντύσει τις στιγμές. Να τις κάνει να δείχνουν μοναδικές. Καινούργιες και παλιές. Η βελόνα ξεκίνησε να βαδίζει, στο στρωμένο με γρατζουνιές δρόμο της. Κάθε πέτρα κι ένα χαρακτηριστικό λαχάνιασμα. Ένα αγκομαχητό. Καμιά φορά μου θύμιζε το θόρυβο που κάνουν τα ξύλα, στο τζάκι. Μπορεί γι` αυτό να έφτιαξα ένα. Για να δένει με το ταξίδι στα αυλάκια, των δίσκων… Το Trade Winds ξεπρόβαλε από το λαρύγγι του Bing Cosby. Ίδιο κι απαράλλακτο, όπως το `40. Μαγικά κλεισμένο στη νοσταλγία της φιάλης του.


Προέλευση εικόνας: Αρχείο συντάκτη

–          Καλά, δεν είναι αυτό ακριβώς που σου` πα, αλλά ωραία ακούγεται. Πρέπει να φτιάξεις κι ατμόσφαιρα, το ξέρεις; Αυτά με τα έλκηθρα και τις χορωδίες, που αρέσουν στον κόσμο. Σε δύο μέρες έχουμε Χριστούγεννα. Στο ξαναλέω.

–          Δεν το ξέχασα. Έχω φτιάξει μια κασέτα, γι` αυτό το λόγο. Θα την βάλω μετά.

Ήπιαμε ακόμη ένα μπράντι ο καθένας. Έπειτα, ο Μιχάλης σηκώθηκε απότομα, κοίταξε το ρολόι και έβγαλε να με πληρώσει.

–          Κοντεύει έξη. Πρέπει να φύγω. Έχω να πάρω κάτι μπιχλιμπίδια, αλογάκια, γιρλάντες, Αη Βασίληδες, καταλαβαίνεις. Θα` ρθω πιο αργά. Κράτα.

–          Το ένα είναι…

–          Δεν είναι κανένα. Κερνάω εγώ, απόψε.

–          Γιατί; Γιορτάζεις τίποτα; Ρώτησα, με μια καθαρή διάθεση για αντεπίθεση, στο πείραγμα.

–          Ναι. 45 Χριστούγεννα μαζεμένα! Δεν είναι αρκετός λόγος;

Γελάσαμε κι οι δύο με την καρδιά μας. Κι έτσι φτάσαμε στην πόρτα – προσπαθώντας να μην αφήσουμε το χαμόγελα να ξεσπάσει, κάνοντας γκριμάτσες απ` την προσπάθεια.

–          Τα λέμε, μετά.

–          Εντάξει, Μιχάλη. Πρόσεχε τα ξωτικά! Καμιά φορά – δεν ξέρεις ποτέ – κρύβονται στα παιγνίδια!

–          – Θα σου` λεγα τώρα, αλλά έχε χάρη που είναι γιορτάδες μέρες.

Η πόρτα έκλεισε ξανά, πίσω από τα χαχανητά μας. Οι πρώτες εικόνες εορταστικής εξόρμησης στα μαγαζιά, είχαν αρχίσει να κάνουν την εμφάνιση τους. Ο κόσμος έβγαινε στους δρόμους με κουμπωμένα παλτά, αλλά χαμογελαστά πρόσωπα. Ασορτί με τα λαμπάκια, που κρέμονταν στα μπαλκόνια. Αυτός ο στολισμός, πάντα έδινε μια όμορφη, μια μαγική χροιά, σε κείνες τις μέρες. Βοηθούσε να βγουν τα συναισθήματα, αυτά που κρύβονταν όλες τις υπόλοιπες μέρες του χρόνου. Κάπως έτσι, όλοι αποκτούσαν ένα παιδικό βλέμμα, ανεξάρτητα από την ηλικία τους. Έψαχναν για δώρα, χάζευαν τις βιτρίνες, ταξίδευαν με το μυαλό και την φαντασία τους. Πίσω στα δικά τους ανέμελα Χριστούγεννα, που σταματούσαν τη ροή του σχολείου. Την τραχύτητα του χρόνου. Τα σπίτια φορούσαν τα γιορτινά τους και όλη αυτή η ατμόσφαιρα, ήταν αρκετή για να σε παρασύρει σε μια διαφορετική διάθεση. Πιο κεφάτη και πιο συγκινησιακά φορτισμένη, ανάλογα με του καθενός τα αραχνιασμένα πατάρια… Ανάλογα με τα αποθέματα βιωμάτων και κιτρινισμένων εικόνων. Φωτογραφιών, από κείνες τις ασπρόμαυρες με τα δοντάκια τριγύρω, που βάφει η υγρασία, για λογαριασμό του χρόνου.


Προέλευση εικόνας: Αρχείο συντάκτη

Μου άρεσε η υφή εκείνων των φωτογραφιών. Η μυρωδιά, που μπορούσε να γεμίσει ξανά την κλεψύδρα και να την γυρίζει ανάποδα, ακούραστα. Να σε πάει εκεί και να αγγίξεις σχεδόν όλα αυτά, που μένουν στα μάτια κρεμασμένα, σαν ξελογιασμένες μνήμες… Ήταν περίεργα, να νοιώθεις τα ρούχα σου να μη σε χωρούν, ξαφνικά. Να μικραίνεις και να παιδεύεσαι να πετάξεις από μέσα τους. Να κοιτάζεις ξανά, με το κεφάλι στραμμένο ψηλά, τον κόσμο των μεγάλων. Τις φιγούρες τους που βιαζόσουν να φτάσεις σε μπόι. Σ` όλες εκείνες τις μικρές επιθυμίες, υπήρχε στολισμένο κι ένα δέντρο, κάπου εκεί, σε μια γωνιά. Μικρό, μεγάλο, ψεύτικο, αληθινό, καραβάκι, με πολλά ή λίγα φωτάκια, με γιρλάντα και σπρέι χιονιού, μερικές φορές. Με τις λάμπες να αντανακλούν χαμόγελα, γκρίνιες, δάκρυα, από χαρά ή φόβο, σαν να` ναι μαγικοί καθρέφτες. Μικροί και μοναδικοί. Ο καθένας είχε το δικό του είδωλο, τον δικό του θεατή. Είχε κάτι να πει σε κείνον και σε κανέναν άλλο.

Έσπρωξα δύο μικρά κομμάτια ξύλο στο τζάκι. Η μυρωδιά γέμιζε πια το δωμάτιο. Όλα ήταν πιο ζεστά. Πιο μαλακά. Σαν να είχαν χάσει τη σκληράδα τους. Με πιο στρογγυλές άκρες. Άγγιξα το ράφι της μικρής βιβλιοθήκης. Ο Στάινμπεκ στην ίδια γειτονιά με τον Τσάντλερ και τον Λόντον. Μια τόσο αταίριαστη συνύπαρξη, στο ίδιο έλκηθρο καθισμένη. Η λογοτεχνία στην υπηρεσία μιας εσωτερικής, ατομικής ανάγκης για διαφυγή. Για γνώση και διαφυγή.  Ξαφνικά, ένα μικρό κομμάτι χαρτί, έπεσε ανάμεσα από τα «Σταφύλια της οργής» και τον «Ασπροδόντη».  Ένα παλιό, τετράγωνο χαρτί, κάπως ταλαιπωρημένο. Στάθηκε με την μια από τις πλευρές του κενή. Το σήκωσα μηχανικά. Δεν ξέρω τι με έσπρωξε να το κάνω. Ήταν σαν οι εντολές να μην έφυγαν από το μυαλό… Τα μάτια έμειναν παγωμένα, όπως όταν βγαίνεις απότομα στο κρύο και σε χαστουκίζει ο άνεμος. Στην άλλη πλευρά, υπήρχε μια εικόνα. Μια αχνή, θολή και φευγαλέα εικόνα. Ένα αντίο σπρωγμένο στη βουή… Έξη φιγούρες, αγκαλιασμένες, στριμωγμένες στο χώρο, κι ένα μικρό, πλαστικό δεντράκι, Χριστουγεννιάτικο, πίσω τους. Βαλμένο ψηλά, για να φαίνεται στη φωτογραφία  και να αποτυπώνει αυτήν ακριβώς τη στιγμή. Αυτό τη σελίδα, του βιβλίου της ζωής. «Χριστούγεννα 1969». Φτιαγμένο με τον τρόπο που κάνανε τότε, όσοι θέλαν` να γράψουν κάτι πάνω τους. Για να το θυμόνται μετά. Με λίγο σάλιο και μετά απλωμένο στην επιφάνεια, με το χέρι. Έπειτα, το στυλό έγραφε και άφηνε πίσω του ένα λευκό σημάδι. Σαν αυλάκι, που δείχνει το δρόμο στις σκιές και τις μεγαλώνει. Τους φυσάει πνοή…


Προέλευση εικόνας: Αρχείο συντάκτη

Βυθίστηκα σ` ένα στρόβιλο ήχων και μορφών, που τόσο γλυκά σε παρέσερνε στο γύρισμα του. Στο βάθος του, σ` ένα τεράστιο λαρύγγι. Σαν να σε κατάπινε η νοσταλγία –  μια μεγάλη λευκή φάλαινα – ο Μόμπυ Ντικ της χάρτινης θάλασσας, κι ύστερα, ζαλισμένος να πέφτεις κάτω, στην παραλία του Ιωνά.

–          Το παιδί. Πιάσε το παιδί.

–          Αλέξανδρε! Έλα εδώ!

Η πρώτη φωνή, πήρε σχήμα και μορφή και άρχισε να μεγαλώνει. Μέχρι που με πέρασε στο ύψος. Σήκωσα το κεφάλι για να την συναντήσω. Μια αγαπημένη μορφή, δεμένη με τα καλύτερα χρόνια. Τα πιο λαμπερά που έζησα ποτέ.

–          Έλα, να σου βάλω το παλτό. Δε θέλεις να πάμε να ψωνίσουμε;

Ένα παράξενο κουδούνισμα, αντήχησε στ` αυτιά μου. Τόσο γνωστό και τόσο μακρινό… σαν απόηχος… Κι έπειτα, όλα άρχισαν να γίνονται μια γόμα, που σβήνει πάνω στο τετράδιο…

–          Να. Ήρθε και η Στέλιος, με τη μαμά του. Θέλεις να σ` αφήσουμε εδώ;

Η θεία μου, η Αλίκη! Με το ευγενικό εκείνο πρόσωπο, τα μαλλιά χτενισμένα σαν όστρακο και το χαμόγελο, αυτό το χαμόγελο που ξεκινούσε από τα μάτια, δίνοντας της ένα παιγνιδιάρικο ύφος. Πάντα περιποιητική, στοργική, πρόθυμη να συγχωρέσει κάθε αταξία. Ο άνθρωπος που έφερνε τα κόμικς στο σπίτι! Τα Μίκιμαου. Τα` κρυβε στην τσάντα της, προσεχτικά όμως, δεν τα δίπλωνε. Κι έπειτα, έρχονταν και μου τα` δινε στα κρυφά, ψιθυρίζοντας ένα «μη σε δει η μαμά»…

–          Έλα, Αλέξανδρε. Μπράβο. Έλα και το άλλο χέρι. Έτοιμοι είμαστε κι εμείς, Μαρία.  Ερχόμαστε.


Προέλευση εικόνας: Αρχείο συντάκτη

Άφησα τα βήματα μου να με πάνε μπροστά και τότε, αντίκρισα τις όψεις που ξεθώριαζαν στο νου, τόσα χρόνια τώρα… Στοίχειωναν ενθύμια και μαρμάρωναν το βλέμμα, πάνω τους. Η μάνα μου, η κυρία Λουκία, ο κύριος Πέτρος και ο γιός τους ο Στέλιος. Ο καλύτερος παιδικός φίλος. Όλοι τους μπροστά μου, σαν ανοιχτή βεντάλια. Χαμογελαστοί, όπως τους θυμόμουν πάντα. Προσπαθούσα να ανοιγοκλείσω τα μάτια, να κουνηθώ απότομα, να αρθρώσω μια λέξη. Ήταν αδύνατον. Σαν να με είχε ζώσει ένα μούδιασμα τόσο δυνατό, που έκοβε μ` ένα πελώριο ψαλίδι, τις κλωστές κάθε σκέψης. Κάθε εντολής. Δεν κατάλαβα για πότε βρέθηκα στο σκαλάκι της εξώπορτας. Πάντως εκεί απέναντι, στην γωνία που σχημάτιζαν οι τοίχοι των δύο σπιτιών, ήταν η αυλή που παιδεύαμε και μαλώναμε. Γελούσαμε, τρέχαμε φωνάζοντας, μιμούμενοι ήχους από όπλα… Πρόλαβα να δω μερικούς πήλινους βώλους, ξεχασμένους κοντά στις αυτοσχέδιες γλάστρες, από δοχεία τυριού… Τα γεράνια ζωντάνευαν μέσα τους, ενώ απ` έξω ο ασβέστης έσβηνε το όνομα του εργοστασίου…


Προέλευση εικόνας: Αρχείο συντάκτη

Το χνότο μου έβγαινε παγωμένο, σχηματίζοντας συννεφάκια. Άλλα έφευγαν αμέσως ψηλά, άλλα τα κατεύθυνα με το στόμα πιο χαμηλά, πάνω στις βιτρίνες. Εκεί άπλωναν και θόλωναν την επιφάνεια. Δεν προλάβαινα όμως να τα δω, γιατί το χέρι της μάνας μου με τραβούσε να συνεχίσω, σ` ένα πιο γρήγορο ρυθμό, απ` ότι θα` θελα. Έκανε κρύο. Χειμωνιάτικο και τσουχτερό. Ο κόσμος όμως δεν περνούσε βιαστικά. Χάζευε τις βιτρίνες, τα παιδιά ζητούσαν δώρα, οι μεγάλοι χαιρετιούνταν εγκάρδια.

–          Γεια σου, Μαρία.

–          Γεια σου, Ελπίδα. Τι κάνετε; Ψωνίζετε;

–          Ε, η μικρή θέλει να δει το δώρο που μπορεί να της φέρει ο Άγιος Βασίλης, άμα είναι καλή. Έτσι, Χρύσα;

«Κι άμα δεν είναι;» Να που οι πρώτες σκέψεις, εκείνες οι σκανδαλιάρικες, άρχισαν να κατεβαίνουν ξανά τα σκαλιά. Δεν τις άφηνα πάντα να βγουν απ` το στόμα. Έτσι έκανα και με κείνη. Την κράτησα για μένα, αλλά της έδωσα όμως την απάντηση. «Άμα δεν είναι… θα της πάρει δώρο η μαμά!»

Εκείνη χρονιά – ναι, να` το που θυμάμαι ξαφνικά! – είχα μια τρελή λαχτάρα για Κλασσικά Ντίσνευ! Και στρατιωτάκια! Και …το περιπολικό; Όχι, σίγουρα όχι! Α, ναι! Τη φαρέτρα με τα βέλη! Όχι αυτή του Γουλιέλμου Τέλου, την ινδιάνικη με τα κρόσσια! Είχα και το καπέλο από τις περασμένες απόκριες, οπότε όλο και θα κόντευα να του μοιάσω στ` αλήθεια! Θα` βαφα και το πρόσωπο με μολύβια… Κόκκινο και πράσινο. Λωρίδες στα μάγουλα. Κάθε ινδιάνος πρέπει να` χει βαμμένο το πρόσωπο του. Που ξέρεις; Μπορεί να ξεσπούσε πόλεμος ξαφνικά… Βέβαια, αυτά ήταν τα δικά μου τα «θέλω». Όμως περνούσαν από το πορτοφόλι της οικογένειας και καμιά φορά, έμεναν «θέλω»…


Προέλευση εικόνας: Αρχείο συντάκτη

Περάσαμε την πλατεία με την εκκλησία φωτισμένη, να φεγγοβολά από τα ανάγλυφα, ζωγραφισμένα παράθυρα και να προαναγγέλλει χαρμόσυνα, την γέννηση του Θεανθρώπου. Μπροστά στο άγαλμα, η αγαπημένη φάτνη, του στήνονταν κάθε χρόνο. Μια ξύλινη κατασκευή, που έφερνε στο νου τις κουβέντες της δασκάλας, στο σχολείο. Όταν μας διηγούνταν την ιστορία της Γέννησης. Σιγή επικρατούσε στην αίθουσα. Άτακτοι και επιμελείς, όλοι στήριζαν τους αγκώνες στο πρόσωπο και άκουγαν με προσοχή. Ρουφούσαν κάθε λέξη, σαν να την άκουγαν για πρώτη φορά. Ο καθένας με τον δικό του τρόπο, ζούσε την αφήγηση και έπλαθε εικόνες. Το κεφάλι μου στράφηκε αυτόματα σχεδόν, με μια δύναμη συνήθειας και λαχτάρας. Στα αριστερά, πίσω από την φιγούρα του Ιωσήφ, ήταν ο πάγκος με τις εφημερίδες και τα περιοδικά. Εκεί που τα μάτια μας άστραφταν φωτιές, μόλις αντικρίζαμε! Κρεμασμένα στα μανταλάκια, ή απλωμένα το ένα δίπλα στο άλλο, ανάμεσα από Καζαμίες, ημερολόγια, οικογενειακά περιοδικά, σταυρόλεξα, βίπερ, ξεχώριζαν στα μάτια μας τα πολύχρωμα εξώφυλλα τους. Χριστούγεννα. Όλοι, φορούσαν τα καλύτερα τους ρούχα, τα πιο πλατιά χαμόγελα. Και μέσα σ` αυτή την ανάσα χαράς και καλοσύνης, τα δάχτυλα γλιστρούσαν στις τσέπες και τις τσάντες, για να βγάλουν τις δραχμές εκείνες, που θα κέρδιζαν ολόψυχα «ευχαριστώ», παιδικά πρόσωπα λαμπερά. Κάπως έτσι, ένα κόκκινο τομάκι, αντικείμενο πόθου και προσδοκιών πολλών μηνών, με μια πανέμορφη μυρωδιά να βγαίνει απ` τις σελίδες του, βρέθηκε στα παγωμένα μου χέρια. Μαγική στιγμή.

–          Είσαι ευχαριστημένος τώρα; Δεν έχεις παράπονο, έτσι; Έλα. Πάμε στο ζαχαροπλαστείο.

Χριστούγεννα 1969. Ένα παιδί δεν θα μπορούσε να ξέρει, τι το διαφορετικό ίσως να` ρχονταν με μια καινούργια δεκαετία. Τι αλλαγές να έφερνε μαζί του. Αλλά πόσο διαφορετικά να γίνονταν όλα τριγύρω; Να πηγαίναμε σε διαφορετική τάξη; Να μεγαλώναμε; Σιγά. Και πάλι δεν θα φτάναμε τους μεγάλους. Πάλι μικροί θα μέναμε και πάλι στις αυλές θα αλωνίζαμε. Δεν άλλαζε κάτι. Όχι ακόμη… Ήταν τόσο, μα τόσο μακριά από μας, σαν τα 30 χρόνια, που λέγαμε μικροί με ένα τέτοιο τρόπο, που γέμιζε το στόμα με απόσταση. «Τριάαααααντα χρονών! Το σκέφτεσαι; Πω πω! Πώς να` ναι;» Ο ένας πείραζε τον άλλο, του έλεγε πως θα του πέσουν τα μαλλιά, θα ασπρίσουν, δεν θα` χει δόντια, θα κουβαλάει μαγκούρα, κι όλοι μετά προσποιούμαστε τους γέρους! Κουτσαίναμε, μιμούμασταν τις φωνές τους… Ένας αιώνας δρόμος… «Μέχρι τόοοοοοοτε! Ου! Έχουμε ακόμα…» …

Christmas Blues, με την νωχελική φωνή του Dino, να γαργαλάει τις νότες στον ουρανίσκο. Κόκκινες, κίτρινες, πράσινες γιρλάντες, λαμπάκια σε σχήμα αστεριού, πολύχρωμα, φώτιζαν το μεγάλο δέντρο στη γωνιά. Οι φωνές των πελατών μπερδεύονταν μεταξύ τους. Γίνονταν ένας ήχος χαμογελαστός, γιορτινός. Με απαιτήσεις, όνειρα, ελπίδες, μέρες πιο φωτεινές. Τα τραπεζάκια ήταν όλα γεμάτα παρέες και οικογένειες. Η μυρωδιά του φρεσκοψημένου τσουρεκιού και των μελομακάρονων, πλημμύριζε το ζαχαροπλαστείο. Γέμιζε κάθε σημείο. Έφτανε σε κάθε ρουθούνι. Σακούλες και δέματα με εορταστικά περιτυλίγματα, αυτά σκίζαμε με τόση ανυπομονησία, κρέμονταν από τα χέρια όλων. Ο καλοκάγαθος κυρ – Αλέξης, τους εξυπηρετούσε όλους πρόθυμα, με ένα τεράστιο χαμογελαστό μουστάκι. Πολλές φορές πίστευα, ότι αν υπήρχε αλήθεια ο Άγιος Βασίλης, τότε σίγουρα πρέπει αν είχαν κάποια συγγένεια! Ήταν το ίδιο στρουμπουλός και με χιονισμένα μαλλιά. Κι η φωνή του, ήταν κάπως χοντρή, βαθιά.

Καθίσαμε σε ένα τραπεζάκι, που μόλις άδειασε. Ο Στέλιος πήγε να μου τραβήξει την καρέκλα, αλλά πρόλαβα!

–          Ε! Καθίστε ήσυχοι! Αλέξη! Δεν έχει μου και μα! Κάθισε γιατί …γιατί δεν είναι σωστό.

–          Έλα, Στέλιο. Τι πράγματα είναι αυτά; Τέτοια μέρα; Δεν ντρέπεσαι;

Ποιος να ντραπεί και γιατί άραγε; Αν το σκεφτόμουν πρώτος, θα το` κανα εγώ! Πρόλαβε εκείνος, αλλά την επόμενη φορά θα ήμουν εγώ! Μπορεί να μην ήταν Χριστούγεννα, να μην ήμασταν στο ζαχαροπλαστείο. Όμως  πάλι το ίδιο θα κάναμε, πάλι κάποιος θα ήταν πιο γρήγορος στην σκέψη από τον άλλο. Οι ντροπές θα έρχονται πιο μετά και θα` χαν άλλη μορφή, αλλά αυτό ακόμη δεν το γνωρίζαμε. Δεν είχαμε χαθεί στα πλοκάμια της πολυπλοκότητας και των συμβιβασμών τους. Για μας, για όλα εκείνα τα παιδιά, η κάθε μέρα είχε κι ένα ρούφηγμα δικό της. Ήταν μια ανεξερεύνητη ζούγκλα των τροπικών, ένα ξεχασμένο νησί, ένα πελώριο βουνό, μια παραλία με φοίνικες και απέραντες αμμουδιές.

Η νύχτα είχε αρχίσει να κουνάει τη μπέρτα της, πάνω απ` τα κεφάλια μας. Τα φώτα έμοιαζαν ακόμη πιο μαγικά. Θόλωναν στα μάτια μας, όταν τα κοιτούσαμε πολύ ώρα. Τρεμόπαιζαν κάτω από το παγωμένο αεράκι και μας έδειχναν τον δρόμο της επιστροφής. Είχαν περάσει ώρες; Είχαμε βαρεθεί να γυρίζουμε στα μαγαζιά; Μας πονούσαν τα πόδια; Ποιος ξέρει, άλλωστε τι σημασία να είχε; Γεμάτοι εικόνες, με πεταρίσματα στις καρδιές, απ` ότι δεν είχαμε δει και βρίσκονταν στις πολύχρωμες συσκευασίες, με τους φιόγκους επάνω, γυρίζαμε στο σπίτι. Στο ορμητήριο όλων. Εκεί που ψάχναμε να βρούμε θέσεις και κρυψώνες, για ότι γνωρίζαμε και ότι δεν γνωρίζαμε. Γι` αυτά που μπορούσαμε να δούμε και τα άλλα, τα άπιαστα, που πετούσαν πάνω από τα ταβάνια, ψηλά σους ουρανούς μας.

Το σαλόνι έδειχνε να έχει αιχμαλωτίσει τον χρόνο. Να τον κρατάει εκεί, στα καλύμματα και τα χαλιά του κλεισμένο και να μας περιμένει καμαρώνοντας, για το κατόρθωμα του. Κοίταξα πάνω από το έπιπλο με τα μαχαιροπήρουνα και τα σερβίτσια και συνάντησα το φετινό μας δέντρο. Λίγο μικρό για τις προσδοκίες μου, λίγο πιο κοντά στην πραγματικότητα, μ` αυτήν που θα καυγαδίζαμε συχνά, αλλά ακόμη δεν την ήξερα…

–          Μαρία, Λουκία, ελάτε να βγάλουμε μια φωτογραφία! Ελάτε! Πέτρο! Στέλιο! Αλέξανδρε! Ελάτε.

–          Ποιος θα μας βγάλει;

–          Φώναξα τον κυρ Τάσο από δίπλα.

–          Βρε Αλίκη, ξέρεις πως θα μας βγάλει ο Τάσος. Σα να` μαστε σε καράβι! Θα την κουνήσει.

–          Δεν πειράζει. Ας την κουνήσει. Ας βγάλουμε μια και ας είναι κουνημένη. Χριστούγεννα είναι. Να` χουμε κάτι να θυμόμαστε, όταν γεράσουμε.


Προέλευση εικόνας: Αρχείο συντάκτη

Κι εκεί, καθώς μαζευόμασταν ο ένας δίπλα στον άλλο, ενώ ο καλόκαρδος κυρ Τάσος περιεργάζονταν την φωτογραφική μηχανή και έψαχνε το κουμπί, το φως άρχισε να λιγοστεύει. Μέχρι που έμειναν μόνο τα φωτάκια από το δέντρο και ένα μεγάλο πορτατίφ, αναμμένα. Τότε, άρχισαν οι σιλουέτες όλων μας να αποκτούν μια προέκταση. Μια άλλη διάσταση. Κάτι μακρόστενο και σκοτεινό, που ζούσε από το φως μας, ανέβαινε προσπερνώντας κάθε εμπόδιο. Χόρευε πάνω στις γωνίες, μέχρι που ξεπερνούσε το μπόι μας και χάραζε το ταβάνι. Εκεί, συναντιόνταν όλες οι σκιές. Στο δικό τους βασίλειο.

–          Δεν είναι καλύτερα, έτσι;

–          Ε, ναι. Ωραία ατμόσφαιρα.


Προέλευση εικόνας: Αρχείο συντάκτη

Την προσοχή μου είχε αποσπάσει μια απ` όλες τους, που καθώς κινούνταν σαν από μόνη της στο τοίχο, έμοιαζε σαν να` ταν ζωντανή. Σαν να` χε κόψει τα δεσμά από τον αφέντη της. Να λειτουργούσε αυτόνομα, αυτόβουλα. Απλά δεν είχε πρόσωπο.  Η βραχνή φωνή του Armstrong, βούιζε στα αυτιά μας. Ούτε το φλας της φωτογραφίας, δεν στάθηκε ικανό να την διακόψει. Να την κάνει να τρεμοπαίξει. Εκτός από κείνη τη φωνή, που έσκισε στα δύο τον χρόνο, το χώρο, το σκοτάδι.

–          Παιδί μου; Τι κάνεις εκεί; Τρελάθηκες; Με τη σκιά χόρευες;! Χάλασες τη φωτογραφία! Ω, Θεέ μου, τι θα κάνω με σένα!

Όλα έσβησαν. Όλα βυθίστηκαν σε ένα μαύρο, βελούδινο χρώμα, κι άρχισαν να γυρίζουν με ταχύτητα. Πιο γρήγορα κι απ` τραινάκι στο Λούνα Παρκ. Πιο γρήγορα κι απ` το νου. Εικόνες που ξεφύλλιζαν σαν εικονογραφημένο, σαν τα παλιά κινούμενα σχέδια. Μια ζάλη πρωτόγνωρη και μοναδική, άρχισε να περνάει από τα μάτια στο σώμα και να το κυκλώνει. Σαν κι εκείνη πριν …πριν πόση ώρα… τότε… τότε που τι…

–          Αλέξανδρε! Αλέξανδρε! Είσαι καλά; Ξέρεις πόση ώρα σου μιλάω;!

–          Ε…ε…

–          Τι ε; Τι κάνεις με τα μάτια ανοιχτά σα χαμένος; Έπαθες τίποτα;

–          Εγώ… όχι. Όχι, ήμουν αφηρημένος.

–          Σίγουρα είσαι. Γιατί δεν ακούς ούτε τη βελόνα, που χαλάει πάνω στο δίσκο. Μπορείς να μου πεις τι έγινε; Που ταξίδευες;

–          Τίποτα. Όλα είναι εντάξει. Ε…

–          Ναι;

–          Ε… άκουγα το τραγούδι και …

–          Και χάθηκες στις νότες, ποιητή μου; Τέτοια μέρα διάλεξες;

–          Και …χόρευα. Ναι, χόρευα!

–          Χόρευες; Τι είναι αυτά που λες; Με ποιόν χόρευες;

Κοίταξα την παλιά φωτογραφία στο χέρι μου. Έστεκε εκεί, ακίνητη, άψυχη. Κι όμως, ήταν σαν να μη σιγοψιθύριζε ένα ξεχασμένο ρυθμό… Σαν κάτι να κρύβονταν στις γωνιές της…

–          Χόρευα μπλουζ, με μια σκιά…

—–

Αποκλειστικά για το Comics Trades 2012 – 2013

Γιώργος Σ. Κοσκινάς

Άδεια Creative Commons
Αυτή η εργασία χορηγείται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 3.0 Μη εισαγόμενο .