Αρχεία Ιστολογίου

ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ΤΕΥΧΗ ΚΟΜΙΚΣ 5. ΜΠΛΕΚ ΤΕΥΧΟΣ 349.

Είναι περίεργο, πως μπορούν και έχουν τη δύναμη να μας γυρίζουν πίσω στο χρόνο, μερικά πολυκαιρισμένα φύλλα χαρτί, ποτισμένα υγρασία και μνήμες… Το κάθε ένα από αυτά φαντάζει σαν ένα μικρό καλειδοσκόπιο, που αντί για τα ιριδίζοντα χρώματα του ουράνιου τόξου, αφήνει ναν ξεχυθούν απαλές εικόνες, οικείες στον καθένα, μέσα από ένα πέπλο στις αποχρώσεις του κίτρινου και του πορτοκαλί, όπως οι παλιές φωτογραφίες με τα «δοντάκια» γύρω – γύρω, που κρατάμε στις ζελατίνες των άλμπουμ, για να μας θυμίζουν σκηνές από το φιλμ της ζωής μας… Αυτή μοναδικότητα της ανάπλασης οπτασιών, τοποθετημένες εκεί ακριβώς που ορίζουν οι «φράχτες» της καλής γειτονίας, μέσα στους οποίους ζήσαμε κάποτε, αυτή η λάμψη που νικά τη θαμπάδα και τις καθημερινές ομίχλες, μοιάζει να μην έχει εξήγηση παρά μονάχα κρησφύγετο. Ο νους, οι χαραγμένες σα νότες παλιού δίσκου αναμνήσεις, είναι το κρυφό συρτάρι που επιλέγουμε να ανοίξουμε ενίοτε, ίσως όταν το «σήμερα» πληγώνει, ή όταν το «αύριο» φοβίζει. Εκεί κατοικεί αυτή η μαγεία, εκεί φωλιάζει η ατομική «απόδραση» κάθε ενός από εμάς. Ανασύρουμε ψήγματα της, γνωρίζοντας καλά μέσα μας ότι το ποτάμι έχει πλούσιες φλέβες χρυσού, όμως δεν είμαστε διατεθειμένοι να τις εξαντλήσουμε. Με τα χρόνια, ανακαλύπτεις ότι ο «πλούτος» είναι ένα πολύ περίεργο φυτό, που φυτρώνει σε δύσβατες περιοχές, χωρίς πρόσβαση και αχαρτογράφητες. Η αναζήτηση του, έχει να κάνει με τους ανεμόμυλους που διαλέγουμε να χτυπάμε, με ή χωρίς ένα Σάντσο Πάντσο στο πλάι… Ο Λορέντσος Μαβίλης, είχε πιει κάποτε νερό από μια πηγή, για να γράψει σε ένα από τα ποιήματα του, της τότε Τετάρτης Δημοτικού κάποιων από εμάς

«…κι όποιος από δω τα χείλη βρέξει, στα γονικά του πια δε θα γυρίσει…»

Ίσως, εκεί να βρίσκεται ο λόγος όλων αυτών… Η εξήγηση, οι απαντήσεις… Για όποιον τις ψάχνει, βέβαια…

Τρείς μέρες πριν ο «κουτσο – Φλέβαρος» του 1975 εκπνεύσει, οριακά στα σύνορα Φθινοπώρου και Άνοιξης, ένα γνωστό κι αλλιώτικο συνάμα  λογότυπο, μια λέξη που συνόδευσε τα παιδικά μου χρόνια και σημάδεψε την πορεία των εφηβικών, διακρίνονταν κρεμασμένη σε έναν από τους πάγκους που πουλούσαν εφημερίδες και περιοδικά. Κοντοστάθηκα και κοίταξα με περιέργεια αυτόν τον «γνωστό – άγνωστο». Είχε μεγαλώσει σαν κι εμένα, ίσως μαζί μου, έδειχνε ολοκαίνουργιος και μοντέρνος, αρκετά ελκυστικός και θαρρείς ζωντάνευε στην πνοή του ανέμου. Τα φύλλα του γύριζαν σαν τα κινούμενα σχέδια, αλλά το περιεχόμενο δεν ήταν ευδιάκριτο και η ιστορία έμοιαζε ακαταλαβίστικη. Δεν σκέφτηκα πολύ θυμάμαι, για να αφήσω το χέρι να χωθεί στην τσέπη του παντελονιού και να τραβήξω μέσα από αυτήν τις 7 δραχμές που θα έλυναν όλες αυτές τις απορίες ενός εντεκάχρονου.  Ένας αυθορμητισμός, που έμελε να συνεχίσει να βαδίζει πλάι μου σαν σκιά, για πολλά χρόνια, με έφερε να κρατώ στο χέρι το πρώτο τεύχος του Μπλέκ μιας νέας εποχής…

Μεγάλο σχήμα, σαν τις προσδοκίες που τριγύριζαν στα μάτια μας, μικροί χάρτινοι ήρωες μέσα τυπωμένοι, σαν αυτούς που υποδυόμασταν καθημερινά… Από το μικρό νοσταλγικό σχήμα αυτού του περιοδικού, μέχρι το φτερούγισμα του νέου εικονογραφημένου μεταξοσκώληκα του κ. Ανεμοδουρά, με τα πολύχρωμα φτερά και τις ασπρόμαυρες ανταύγειες, είχαν μεσολαβήσει οκτώ ακόμη εβδομάδες, που το βλέμμα μου είχε αγνοήσει. Αυτή η φυσική εξέλιξη των παιδικών μας αναγνωσμάτων, ξένισε πολλούς και αιφνιδίασε ακόμη περισσότερους, που αναζήτησαν το βολικό στην τσέπη και τη σχολική τσάντα εκείνο τευχάκι, κι όταν δεν το είδαν νόμισαν ότι απλά σταμάτησε… Πολύ αργότερα, μάθαμε να διαβάσουμε τις εσωτερικές καταχωρήσεις και να μαθαίνουμε για τα νέα εκδοτικά σχέδια και τις επερχόμενες αλλαγές. Μέχρι τότε όμως, αυτό που μας βύθιζε σε άλλους κόσμους, ήταν τα εικονογραφημένα θροίσματα των δέντρων, τα δροσερά ρυάκια, οι πολεμικές ινδιάνικες κραυγές, το τραγούδι των κυνηγών του Μπλέκ… Αυτά ζωντάνευαν την φαντασία και τις έδιναν τα φτερά για να πετάξει πάνω, ψηλά από τα σπίτια της γειτονιάς… Όπως και να έχει, οι συνεχείς μεταμορφώσεις ήταν κάτι που έπρεπε να εναρμονιστούμε με αυτό και δεν περιορίζονταν στα κόμικς. Ήταν παντού γύρω μας και ο ρυθμός εξάπλωσης τους πολύ γρήγορος για τα μάτια. Οι μονοκατοικίες έδιναν τη θέση τους σε μεγάλα κτήρια, όπου ζούσαν οι φίλοι με τις οικογένειες τους. Τα αυτοκίνητα κορνάριζαν και εμείς τρομαγμένοι μαθαίναμε να κοιτάμε τους φωτεινούς σηματοδότες, πριν περάσουμε …απέναντι… Όσοι φυσικά περάσαμε, γιατί κάποιοι έμειναν πίσω τρομαγμένοι…

Το τεύχος που άνοιξα με μεγάλη προσμονή και συνέχισα να διαβάζω βαδίζοντας, ήταν το 349ο του ήρωα των κυνηγών, αλλά η εικόνα του απουσίαζε από το εξώφυλλο, ενώ η ιστορία που φιλοξενούσε στις σελίδες εκείνες, δεν ήταν καν πρώτη! Λέω πρώτη, γιατί η έκπληξη μεγάλωσε ακόμη περισσότερο, όταν αντίκρισα συνολικά 7 διαφορετικές ιστορίες σε συνέχειες, όσες και οι δραχμές που μου κόστισε για να το αγοράσω… Το περιοδικό είχε περάσει στην δεύτερη του περίοδο έκδοσης και είχε δώσει χώρο εκτός από τον Μπλέκ και στον Ρίνγκο, τον Τόμ, τον Ρόκ τον Αόρατο(που άνοιγε αυτό το χάρτινο γαϊτανάκι), τον Λοχαγό Μάρκ, σε έναν μάλλον Μικρού Ήρωα χαρακτήρα, που κρύβονταν πίσω από τον τίτλο «Ο Μεγάλος Πόλεμος» και την …Έμμα, που έμοιαζε να είχε βγει από κάποιο περιοδικό που διάβαζε η αδελφή μου! Όλα αυτά σε ένα νέο περιοδικό, που ρούφηξα με μιας, κάθε του γραμμή και συννεφάκι! Υπέροχο! Στην τελευταία σελίδα οι μπισκοφρέτες Αλλατίνη σε έγχρωμη διαφήμιση, πρόσδιδαν ακόμη μια νέα νότα και υπενθύμιζαν μια ακόμη καινούργια λιχουδιά! Μια σελίδα πριν, μαθαίναμε όσοι δεν το είχαμε καταλάβει(κι εγώ ήμουν μέσα σε αυτούς), ότι εκτός του Μπλέκ κυκλοφορούσαν κι άλλα νέα οχήματα φαντασίας και απόδρασης, γεμάτα παλιούς και νέους χάρτινους ήρωες. Ο Μικρός Ήρως, ο Τζάγκουαρ, ο Τζώννυ Λόγκαν και φυσικά ο Μεγάλος Μπλέκ. Όλα τους απέκτησαν θέση στο μικρό κομοδίνο και με ταξίδεψαν μακριά, για πολλούς ακόμη «κουτσούς» τελευταίους μήνες του Φθινοπώρου… Περισσότερους από όσο πίστευα…

Κάθε κείμενο του γράφοντα, είναι προστατευμένο και κατοχυρωμένο πνευματικά. Οποιαδήποτε αντιγραφή μερική ή ολική χωρίς την συγκατάθεση του δημιουργού, επισύρει τις προβλεπόμενες από το νόμο κυρώσεις.

Το πιο πάνω κείμενο, θα το βρείτε και στην κατηγορία ΙΣΤΟΡΙΕΣ & ΤΕΥΧΗ, μαζί με όλα αυτά που οι μνήμες ανασύρουν κάθε φορά.