Αρχεία Ιστολογίου

ΕΝΑ ΚΑΡΕ ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ! 16.

Αυτή τη φορά θα περάσουμε σε παιδικό καθαρά σκίτσο και κόμικς. Από τις μέρες του «Κάσπερ» λοιπόν και της παρέας του(εκδόσεις Γκρέκα), είναι το καρέ που επιλέξαμε γι`αυτή την εβδομάδα. Δεν είναι ένα, όπως λέει και ο τίτλος, αλλά δύο, κι αυτό για να βγάλετε ασφαλέστερα συμπεράσματα για όσα απεικονίζει! Είναι κάτι σαν μια εκδοχή του Ντοστογιέφσκι, σε εικονογραφημένο! Αρκετά παραφρασμένο βέβαια, έως πολύ! Τεύχος 3(7 Σεπτεμβρίου 1970), και ο διαβολάκος του περιοδικού, τιμωρεί αυτούς που τολμούν να τον ενοχλήσουν, με ένα όχι ακριβώς πρωτότυπο τρόπο, αλλά σίγουρα αποτελεσματικό!

Δείτε όλα τα καρέ, που επιλέγουμε για σας κάθε Τρίτη, συγκεντρωμένα εδώ.

CASPER – THE FRIENDLY GHOST

Πολύ αγαπημένο καρτούν και εικονογραφημένο, με όχι όμως τόσο μεγάλη αναγνώριση στο Ελληνικό κοινό, όταν ξεκίνησε το 1970 από τις εκδόσεις του κ. Πάγκαλου(Γκρέκα). Νομίζω ότι αν είχε επιμεληθεί την έκδοση του κάποιος άλλος οίκος, με μεγαλύτερη ειδικότητα στα παιδικά κόμικς, θα πήγαινε πολύ καλύτερα σε πωλήσεις, γιατί θα μπορούσε να είχε προωθηθεί καλύτερα και πιο άμεσα στους μικρότερους ηλικιακά αναγνώστες. Ο κ. Πάγκαλος κυκλοφορούσε κυρίως πολεμικά εικονογραφημένα(και το «Τόπ Κάτ», για το οποίο θα μιλήσουμε σε προσεχές άρθρο). Τ

ο “Casper – the friendly ghost”(«Κάσπερ – το φντασματάκι»), ήταν μια ιδέα του Αμερικανού Seymour Reit από το 1940(περίπου), σε σκίτσα Joe Oriolo. Ο Reit όμως δεν κράτησε την δημιουργία του αυτή(ίσως γιατί δεν πίστεψε σ` αυτήν, ή απλά ήταν καλή η προσφορά που δέχτηκε…), οπότε κατέληξε στα Famous Studios. Γίνονταν πολλά τέτοια εκείνα τα χρόνια, στα πρώτα βήματα όλων αυτών που στη συνέχεια έγιναν βιομηχανία ολόκληρη. Ο Reit βέβαια μετάνοισω – όπως ήταν φυσικό – αλλά συνέχισε με άλλες ιδέες του στον χώρο, όπως τα Archie & Little Loulou(Άρστι & Μικρή Λουλού), για τα οποία έγραψε σενάρια. Με τα πολλά το Casper πέρασε το 1943 στο σχεδιαστή Joseph Oriolo, που ανέλαβε την εικονογράφηση του, όταν η κινηματογραφική εταιρεία Paramount εξαγόρασε τα Fleischer Brothers Studios. Ο σχεδιαστής μετακόμισε οικογενειακά στο New Jersey και ξεκίνησε να δουλεύει στις ιστορίες του Κάσπερ. Το 1958 ο Oriolo γνωρίζεται με έναν άλλο πρωτοπόρο σχεδιαστή καρτούν της εποχής, τον δημιουργό του Felix(Φέλιξ, θα μιλήσουμε και γι` αυτόν μελλοντικά), τον Otto Messmer. Ο Oriolo έγινε στη συνέχεια συνέταιρος του Pat Sullivan, ανιψιού του ιδιοκτήτη των πνευματικών δικαιωμάτων του Φέλιξ, William O. Sullivan. Μαζί θα γνωρίσουν τεράστια επιτυχία σαν συνεργάτες, με τα καρτούν του Φέλιξ και του Κάσπερ, που προβάλονταν για πολλά χρόνια στην Αμερικάνικη τηλεόραση. Ο Oriolo δεν δημιούργησε άλλους χαρακτήρες και απεβίωσε το 1985, σε ηληκία 68 ετών.

Όλα τα άρθρα αυτού του τύπου θα τα βρείτε στην κατηγορία Ήρωες & Δημιουργοί.

ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ΤΕΥΧΗ ΚΟΜΙΚΣ 15. ΚΑΣΠΕΡ ΤΕΥΧΟΣ 2

 

Όταν οι σχολικές «επιδόσεις» και το ύφος του «καλού μαθητή», ήταν ακόμη από τα πιο απαραίτητα στοιχεία(και εχέγγυα θα συμπληρώσω!), για μια θριαμβευτική είσοδο στο σπίτι, απ` αυτά που εξασφάλιζαν μια μερική ασυλία για τις όποιες αταξίες προέκυπταν στην διάρκεια της ημέρας, υπήρχαν τα «καρότα» και επιβραβεύσεις. Ουσιαστικά ήταν το ίδιο πράγμα. Το «καρότο» συμβόλιζε την επιβράβευση και το μεγαλείο της, ενώ διέθετε και την δύναμη ενός πολύ ισχυρού κίνητρου. Τα ρητά σαν το «φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντες», δεν είχαν την δύναμη να πονηρεύουν τα μυαλά των ανυποψίαστων, γιατί αυτά τα μαθήματα ήταν από άλλες τάξεις, πιο μακρινές. Έτσι μια προσφιλής εφεύρεση των γονιών, να δίνουν το έπαθλο στον μαθητή που προόδευε, ικανοποιούσε και τις δύο πλευρές, ενώ ταυτόχρονα εμπλούτιζε και την κόμικς – βιβλιοθήκη μας(μέχρι να τα πάρουν στο κρανίο οι μανάδες και στην πρώτη κοπάνα να φύγουν απ` το παράθυρο, ή να μπουν κατευθείαν στα σκουπίδια!). Τα μικρά αυτά τρικ όμως, είχαν προλάβει να ρίξουν μπόλικο μπαχάρι στην καθημερινότητα και να θυμίσουν κάτι από τα εξωτικά πιάτα, που γεύονταν οι αγαπημένοι μας ήρωες στις περιπέτειες τους. Η ρουτίνα έσπαγε στα δύο(όπως το βάζο πάνω στο τραπέζι), ή και στα τρία, τέσσερα κομμάτια, ανάλογα με το υλικό της! Άλλες είχαν αντοχή, κι άλλες ήταν φτιαγμένες από πηλό. Η ρουτίνα του καθενός είχε διαφορετική υφή και όψη. Ήταν πλασμένη κατά παραγγελία και ταίριαζε μόνο στην δική του πόρτα. Σαν το ξύλινο πλαίσιο γύρω της. Εφάπτονταν στην εντέλεια με τις ανάγκες των ενοίκων και είχε μάτια μόνο για κείνους. Ήταν μια προκαθορισμένη σχέση συμβιβασμών επιβίωσης και καμουφλάζ για τύψεις και ενδοιασμούς. Όσο την αρνιούνταν κάποιοι, τόσο ενδόμυχα την επιζητούσαν. Ακριβώς όπως και στις μέρες μας. Αυτές οι διαχρονικές εξαρτήσεις δεν αλλάζουν. Ακόμη κι εμείς, οι άτακτοι γόνοι, εκπρόσωποι μιας νεολαίας δυνατοτήτων και με οργιώδη φαντασία, κέντρο του σύμπαντος για αυτούς που στα μάτια μας έβλεπαν να συμβολίζεται η δική τους ανύπαρκτη επανάσταση, επιζητούσαμε μια βαρετή, καθημερινή κόπια των δευτερολέπτων και των ημερών μας. Δίχως αυτήν, η ανασφάλεια μπουμπούνιζε πάνω απ` τα κεφάλια μας επικίνδυνα, σαν τη βροχή που έδειχνε τα δόντια της πριν πέσει στους δρόμους και στις στέγες. Ήταν σαν να έβγαινες να συναντήσεις τις χοντρές σταγόνες δίχως ομπρέλα. Υπήρχαν κάποιοι που βάδιζαν με το κεφάλι ψηλά στη βροχή, αλλά ήταν πολύ λίγοι και οι περισσότεροι έβγαιναν από τις σελίδες των περιοδικών ή απ` τις τηλεοράσεις. Ήταν τα πρότυπα που έδειχνα ένα άλλο δρόμο, όμως η επιρροή τους είχε συγκεκριμένες διαστάσεις και ο χρόνος της διάρκειας της κατρακυλούσε στην κλεψύδρα με ταχύτητα. «Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον»… Τα δολώματα συνεπώς που ξεκαθάρισαν προσωρινά το τοπίο και έβγαζαν φευγαλέες ακτίνες ήλιου στα ταβάνια, είχαν πολύ πριν εφαρμοστεί σε κάθε μας διατροφική κατανάλωση, μια ημερομηνία λήξης. Έρχονταν και παρέρχονταν. Ανακούφιζαν και κατσούφιαζαν τις φάτσες των πρωταγωνιστών. Την μια ήσουν ο «καλώς τον κανακάρη μου!» και την άλλη «για μπες μέσα. Πως πήγε σήμερα στο σχολείο; Καλά ε; …» Στην πρώτη περίπτωση δεν ωφελεί να μαρτυράμε τι αποκόμιζε ο καθένας μας! Ειδικά τώρα που πέρασαν και τα χρόνια. Να μην τα απομυθοποιούμε όλα! Στην δεύτερη πάλι, …είναι μάλλον εύκολο να φανταστεί κανείς τις συνέχεια του «έργου», αφού παρά το γεγονός ότι η φαντασία μας πια νότισε από την υγρασία, μπορεί ακόμη κι έτσι να φέρει στο νου γνώριμες εικόνες! Η δραματική αλλαγή στο οικογενειακό κλίμα και το πέρασμα απ` το ένα συναίσθημα στο άλλο, ήταν μια διαδρομή επώδυνη αλλά οικεία. Την είχες δει να ξετυλίγεται άπειρες φορές, σε σημείο που να νομίζεις ότι ζεις σε μια φαρσοκωμωδία, ένα θέατρο της Δευτέρας. Ή ένα θέατρο του παραλόγου. Από την καθολική αναγνώριση, στην γνωστή ή άγνωστη(ανάλογα με το ρεπερτόριο και την εφευρετικότητα του κάθε γονέα), τιμωρία. Αυτό τον τροχό του λούνα πάρκ, με τα πολύχρωμα λαμπάκια και τις ζώνες ασφαλείας, τον ανεβοκατεβήκαμε οικειοθελώς, αλλά όχι απαραίτητα με ευχαρίστηση. Μια εποχή πρωτοποριακής διαπαιδαγώγησης λοιπόν, αλλά και συναισθημάτων κοκτέιλ! Γι` αυτήν θα ξοδέψουμε μνήμες τούτη τη φορά. Για τα μικρά και μεγάλα «βραβεία», που σαν καρότα πλούτιζαν τις σαλάτες μας. Αυτές που φάγαμε, κι αυτές που φτιάξαμε. Οι δεύτερες ήταν κάπως διαφορετικές, αφού μας τάισαν αλλά δεν μας χόρτασαν…

Μια επιτυχημένη «παπαγαλία», σε ένα κεφάλαιο της ιστορίας της τετάρτης δημοτικού, ήταν αρκετή για να μου εξασφαλίσει όχι ένα, ή δύο, αλλά πολύ περισσότερα βραβεία! Κι όχι μόνο αυτό, αλλά τα βραβεία είχα την δυνατότητα να τα επιλέξω εγώ, διαχειριζόμενος το ποσό των 20 δραχμών παρακαλώ! Όσοι ζήσατε την τρύπα στις δεκάρες και την αξία της δραχμής, καταλαβαίνετε τι μεγέθους χαμόγελο μπορούσε να φυτρώσει στο πρόσωπο ενός δεκάχρονου, στη θέα ενός τέτοιου νομίσματος! Μαγεία κύριοι! Η ρευστοποίηση της υπακοής σε όλο της το μεγαλείο! Κάτι τέτοιες στιγμές το «καροτάκι» χάνονταν από το αγκίστρι και η αναζήτηση νέου «δολώματος» άρχιζε ξανά! Διαδικασία για τολμηρούς, που δύσκολα όμως της γύριζες την πλάτη. Ήταν κάτι σαν την «τρουλουλού». Γύριζες τη σβούρα με τις διάφορες εντολές σε κάθε πλευρά και περίμενες να δεις που θα σταματήσει. Αν ήταν «δώστα όλα», έμενες ρέστος! Αν αντί γι` αυτό όμως έγραφε «πάρτα όλα», ήσουν ο κερδισμένος της παρτίδας! Πολύ μικρή η απόσταση που χώριζε τις δύο έννοιες. Η αξία αυτού του «πονταρίσματος» πάντως, ήταν γεμάτη αδρεναλίνη! Πρόκληση σκέτη! Οι πιθανότητες ήταν ίδιες σε κάθε περίπτωση. Σε μια από εκείνες λοιπόν τις τυφλόμυγες της τύχης, βρέθηκα στην πλευρά των κερδισμένων, που συμπτωματικά ήταν στην ίδια πλευρά του πεζοδρομίου με το «μικρό μαγαζάκι των πειρασμών»! Τι ήταν αυτό; Το κατάστημα της γειτονιάς(ψιλικατζίδικο), που ανάμεσα στα τσιγάρα χύμα και τα βάζα με τις βανίλιες, είχε και τα τρία μαγεμένα ράφια με τα κόμικς! Μαγεμένα γιατί κάθε φορά γέμιζαν με διαφορετικούς θησαυρούς, αλλά και γιατί άδειαζαν με απίστευτη ταχύτητα, τέτοια που καμιά φορά δεν προλάβαινες να τα δεις καν! Μπορεί να τα ράντιζαν με «εξαφανιζόλ», όπως λέγαμε τότε! Πάντως εκείνη τη μέρα είχαν αρκετά ελκυστικό περιεχόμενο, στρωμένο επάνω τους. Εκείνη η στιγμή της επιλογής, ήταν κάτι το μοναδικό, το ανεπανάληπτο! Και εκατό και διακόσιες δραχμές να είχες, δεν ήξερες τι να διαλέξεις και πάντα κάτι άφηνες πίσω, ικανό να σε κάνει να βαδίζεις προς το ταμείο με την πλάτη γυρισμένη και την αμφιβολία ζωγραφισμένη στο πρόσωπο σου. «Και το Αστερίξ ωραίο είναι όμως. Και δεν έχω κανένα. Μήπως να άφηνα το Λούκυ Λούκ;»

Ένα άλλο όμορφο στοιχείο αυτής διαδικασίας(που παρακαλούσες να μην τελειώσει),  ήταν και όλα εκείνα τα τεύχη που δεν έβρισκες στα περίπτερα, άλλων εποχών, που μπορούσαν να αυξήσουν ακόμη περισσότερο τις επιλογές και να μεγαλώσουν τα διλλήματα φυσικά. Εννοείται! Χωρίς αυτά δεν είχε νόημα αυτή η μικρή καθημερινή απόλαυση. Θυμάμαι τις στιγμές που δεν μπορούσαμε παρά μονάχα να πάρουν ένα – δύο το πολύ τεύχη(κι αυτά καλά που ήταν). Μετέωροι πάνω από τα ράφια, ή σκυφτοί και σκεπτικοί, προσπαθούσαμε να διαλέξουμε το πιο λαχταριστό απ` όσα η τσέπη μας μπορούσε να αντέξει. Τότε ήταν που σε ξυπνούσαν οι φωνές του γέρο – ιδιοκτήτη. «Ε! Τι κάνετε εκεί τόση ώρα; Πάρτε ότι είναι να πάρετε να τελειώνουμε!» Ο άνθρωπος είχε και ένα μόνιμο άγχος – άλλοθι, το οποίο εμείς δεν το καταλαβαίναμε. Μετά που κάποιοι από εμάς άνοιξαν μαγαζιά, τον θυμήθηκαν τον γεροντάκο… Ήταν ο φόβος της κλεψιάς, αυτός που κάποιες φορές τον θύμωνε περισσότερο. Η αμφιβολία για τις προθέσεις μας. Τελικά παντού και πάντα αυτές οι ριμάδες οι «εξετάσεις»! Βαρεθήκαμε να τις δίνουμε κάθε μέρα. Μεγαλώσαμε με δαύτες και ακόμη δεν αποφοιτήσαμε… Ένα ατελείωτο σχολείο, με μεγάλα διαλλείματα … Η μέρα εκείνη του`74, ήταν δοσμένη σε μια έντονη γεύση νιρβάνα! Απόλαυση! Από όλα όσα βρίσκονταν εμπρός μου, όλα αυτά τα χάρτινα καραβάκια με τα ταξίδια στα ανεξερεύνητα νερά, το χέρι μου στάθηκε πάνω από μια σειρά πολύχρωμα εξώφυλλα. Μικρά και παλιά. Δεν τα είχα ξαναδεί. Στον τίτλο έγραφαν «Κάσπερ» και ο ήρωας πρέπει να ήταν εκείνο το φαντασματάκι. Με τέσσερα τέτοια τεύχη πήγα στο ταμείο. Μπορούσα να πάρω ακόμη περισσότερα, αλλά εντελώς συμπτωματικά στην ίδια πλευρά του δρόμου υπήρχε και το κατάστημα παιγνιδιών! Το εικοσάρικο άντεχε ακόμη δύο κουτιά στρατιωτάκια airfix! Αυτές ήταν μέρες που χαιρόσουν να είσαι 10 χρονών! Ήταν στιγμές που μείνανε κλεισμένες σφιχτά στην παλάμη, όπως τα «έπαθλα» μιας συνέπειας στις σχολικές υποχρεώσεις. Μια υπακοής η επιβράβευση. Σαν την συνύπαρξη στις σελίδες του καλοκάγαθου φαντάσματος και του απολαυστικού διαβολάκου. Η διφορούμενη ερμηνεία του ρίσκου… Όσο για τη μαγισσούλα την Γουέντυ, αυτή απλά κρατούσε την παραίσθηση και την ευδαιμονία της κάθε στιγμής.

Καμιά φορά γυρίζω την παλάμη και κοιτάζω τα δάχτυλα, προσπαθώντας να θυμηθώ πότε άνοιξε έτσι απότομα και χάθηκαν όλα αυτά… Όλες αυτές οι προσμονές και τα συναισθήματα…Σαν αυτά τα υπέροχα σκίτσα που ξεπηδούσαν μέσα από τις σελίδες των τεσσάρων εκείνων «Κάσπερ», που πριν καλά – καλά το καταλάβω, τα τρία απ` αυτά χάθηκαν στις …αταξίες! Ήταν η άλλη πλευρά του νομίσματος. Το δεύτερο όμως τεύχος γλύτωσε, γιατί βρήκε καταφύγιο στην σχολική τσάντα! Για αρκετό καιρό πηγαινοέρχονταν σε διάφορες κρυψώνες, μέχρι που οι απειλές βαρέθηκαν να ασχολούνται μαζί του. Κι έτσι στολίζει το ράφι των αναμνήσεων μου, στα φανερά πια. Ήταν το μόνο από εκείνα τα «έπαθλα» που έμεινε ζωντανό.

Γιώργος Κοσκινάς

Διαβάστε όλα τα αποσπάσματα με την μορφή των πρό – δημοσιεύσεων αυτών, στην υπό – κατηγορία «ΙΣΤΟΡΙΕΣ & ΤΕΥΧΗ».

http://wp.me/PKxow-1j2

Τα πιο πάνω κείμενο υπογράφεται από τον Γιώργο Κοσκινά και είναι προστατευμένο και κατοχυρωμένο πνευματικά. Οποιαδήποτε αντιγραφή μερική ή ολική χωρίς την συγκατάθεση του δημιουργού, επισύρει τις προβλεπόμενες από το νόμο κυρώσεις.