Category Archives: «Κόμικς & Γιρλάντες»

Σπίθες…

20 ct

Λαξεύοντας του χρόνου τα λιθάρια, ξεπροβάλουν σχήματα, μορφές, ουράνια τόξα… Σπίθες από της μνήμης τη φλόγα, ενώνουν τις φωνές, φτιάχνουν φωτιές… Ξάφνου, όλο το μέταλλο που θάφτηκε στη γη, πετάγεται με μιας ψάχνοντας το μαγνήτη…

Γεννηθήκαμε μέσα στη ζεστασιά της φαρέτρας, πριν ο άνεμος μας δώσει τροχιά… Πριν γενούμε βέλη στης ζωής τα πέρατα  καρφωμένα… Ακίνητα, με τα φτερά να μαδούν στα καλοκαίρια… Ψυχές σα μαργαρίτες, στης αιτίας τα φτερά, στης αφορμής το ταξίδι, στο φεύγα του ματιού, στης δίψας τη σταγόνα…

Σε μια στροφή του χρόνου, σε ένα από εκείνα τα απροειδοποίητα βλέμματα που ρίχνει πάνω μας, που σε κάνει να νομίζεις ότι ζεις ξανά το ίδιο σκαρφάλωμα στο βουνό, ότι αντικρίζεις τον ίδιο ορίζοντα,  το ίδιο γαλάζιο του ουρανού, πατάς τα ίδια ξερά φύλλα του χειμώνα, η μνήμη μένει μετέωρη, σαν τον θεατρικό από μηχανής θεό και πασπαλίζει λίγη απ` την αστερόσκονη του «θείου Γουώλτ». Είναι αυτοί οι αόρατοι κόμποι που μας κρατούν δεμένους μ` ότι ζήσαμε και που πάντα θα σέρνουμε στο διάβα μας. Σαν αλυσίδες μυστικές, του καθενός που ορίζουνε τη ρότα. Κι αν ο σαλτιμπάγκος ξεγελά με γκριμάτσες το νου, εκείνος ο χωρατατζής που ξέρει να θολώνει τη σκέψη χαρίζοντας λησμονιά, σα χαρτοπόλεμο σκορπισμένη ολούθε, πάντα μένει η πόρτα μισάνοιχτη πίσω του. Η «επιστροφή» απέχει λίγα μόλις μέτρα. Ώσπου να ξεμακρύνει το βήμα σβήνοντας το γλυκό τούτο μούδιασμα, τα μάτια τραβούν αχόρταγα μέτρα ταινίας. Καταπίνουν εικόνες λαίμαργα, κι έπειτα τις μοντάρουν. Τους δίνουν το τελικό σχήμα.

Ο ήλιος πάλευε να κρατήσει μακριά την παγωνιά, ανοίγοντας διάπλατα το μεγάλο παραθύρι. 17 Δεκεμβρίου, 8 μέρες πριν τα Χριστούγεννα, κι όμως η πόλη δεν έδειχνε να συμμερίζεται την προσμονή των παιδιών. Έμοιαζε χαμένη μέσα στις επικεφαλίδες των ρεπορτάζ, μέσα σε μια λεία και αιχμηρή πραγματικότητα, σαν τα παγοπέδιλα που χαράζουν τον πάγο. Μηχανικά βήματα στα πεζοδρόμια, χαμόγελα που σβήνουν σε σφιγμένες μορφές. Συναισθήματα βαλμένα στον τοίχο, περιμένουν να γυρίσει η μέρα σελίδα. Κάτι απ` το χθες, κάτι απ` το σήμερα, κάτι που ξέμεινε στο ντουλάπι και μπαγιάτεψε. Κι όλα αυτά πίσω απ` τον ίδιο καθρέφτη, εκείνον που στριμώχνονται όλοι να χωρέσουν στην όψη του.

Αναρωτιόμουν τι να με θέλει πρωί – πρωί ο Έκτορας, όταν έσπρωξα την μικρή ξύλινη πόρτα του μαγαζιού. Η μυρωδιά του παλιού που κερδίζει τη μάχη με το καινούργιο, ξεπηδούσε από κάθε γωνιά. Το ξύλο, το γυαλί, το χαρτί, μυρωδιές που ορθώνουν το παράστημά τους αγέρωχα, ζωντανές, έτοιμες να ανοίξουν τα φτερά τους. Ν` απλωθούν παντού. Μέσα από τους λιγοστούς διαδρόμους του παλαιοπωλείου, σκουντώντας σε αιώνες κι εποχές, η θέα του ιδιοκτήτη ξεχώριζε σαν λες κι από φιγούρα του Τζάκ Λόντον. Ένας θαλασσόλυκος στο τιμόνι, που αγωνίζεται να τιθασεύσει τα κύματα.

          Α! Ήρθες! Καλημέρα, καλημέρα! Κάθισε κι έρχομαι αμέσως.

          Να ρωτήσω πού, ή θα ακουστεί συνηθισμένο;

          Το συνηθισμένο μπορεί να περιμένει μια μέρα, γιατί σήμερα έρχεται ο εχθρός του. Η έκπληξη! Καφεδάκι;

          Ξάφνιασέ με και σ` αυτό. Αν είναι να διώξουμε τη ρουτίνα, ας γίνει ολοκληρωμένα.

          Πάντα κεφάτος το πρωί, έτσι;! Ξέρεις, Βασίλη, όσο πιο πολύ αντιστέκεσαι στο απρόσμενο, τόσο πιο εύκολα σε πιάνει στον ύπνο! Να μη το ξεχάσω. Σου βρήκα το κουτάκι που έψαχνες. Εκείνο από τα μπισκότα. Είναι απέναντι από τον Παπαδιαμάντη, στα δεξιά του καθρέφτη.

          Έκτορα, πας γυρεύοντας να σε αφορίσει η λογοτεχνία! Όπως και να`χει, να ξέρεις ότι  εγώ θα σταθώ δίπλα σου στη δίκη! Άλλωστε, τι σόι φίλοι είμαστε;

          Αυτό να μου πεις! Κοίτα να δεις που το`χασα! Μα είναι δυνατόν; Εδώ μπροστά μου ήταν τόση ώρα! Καμιά φορά… δε ξέρω τι να πω.

          Τώρα που το σκέφτομαι, αν άδειαζες το μαγαζί και το`στηνες απ`την αρχή, δε θα`ταν κι άσχημη ιδέα!

          Καλά, κορόιδευε εσύ. Αχά! Το βρήκα! Τώρα θα δεις…

Με τη φράση του να μένει ξεκρέμαστη στο χώρο,  είχε καταφέρει να ξυπνήσει για τα καλά μέσα μου την περιέργεια και κείνη με τη σειρά της να μοιράζει υποθέσεις, πιστή στο καθήκον της ταχυδρόμος. Το μεταλλικό κουτάκι με την ξεθωριασμένη επιφάνεια και τις σκουριασμένες του γωνίες, στριφογύριζε στα χέρια μου. Η δίνη μιας χρονομηχανής… Ήξερα όμως ότι υπήρχε κάτι ακόμη, κάτι διαφορετικό, που περίμενε να δει την αντίδραση μου. Τυλιγμένο σ`ένα κομμάτι χαρτί, με πλησίαζε μαζί με τον Έκτορα και το αινιγματικό του χαμόγελο.

          Στο`να χέρι ο καφές και στο άλλο …το ταξίδι! Μετ` επιστροφής όμως, μη σε χάσουμε κιόλας!

Μ` αυτά τα λόγια, ακούμπησε στο τραπέζι το φλιτζάνι και  το μυστηριώδες εκείνο περιτύλιγμα…

          Τι λέγαμε για τις εκπλήξεις; Χα! Λοιπόν, ας το πάρουμε αλλιώς. Πλησιάζουν Χριστούγεννα και για να γίνει πιο χαρούμενη η διάθεση μας, τι της προσφέρουμε; Ένα μικρό δωράκι! Συμβολικό. Έτσι για να αισθανθούμε τη διαφορά. Αν τώρα μπορούσες να ζητήσεις ένα τέτοιο δώρο, τι θα διάλεγες;

          Κρίνοντας από τον πρόλογο και το ύφος σου,  θα έλεγα χωρίς δεύτερη σκέψη μια ανάμνηση. Κάτι παλιό, ασορτί με το μαγαζί. Με το ταξίδι δεν ξέρω τι σχέση έχει, αλλά αυτό θα μου το πεις εσύ φαντάζομαι, εκτός κι αν κάτω απ`το χαρτί κρύβεις κανένα κασετόφωνο.

          Πάντα ετοιμόλογος! Θυμάσαι το κόμικς εκείνο που λέγαμε τις προάλλες;

          Ποιο απ`όλα;

          Αυτό με τον πειρατή, το καουμπόικο.

          Πειρατής σε καουμπόικο κόμικς; Τα μπέρδεψες λιγάκι, αλλά δε μου κάνει εντύπωση. Αν κοιτάξεις γύρω σου, θα καταλάβεις το λόγο.

          Καλέ μου φίλε, αυτή εδώ η ανεμοδαρμένη καλύβα είναι κληρονομιά του πεπρωμένου μου. Και σ`αυτήν όσοι μπαίνουν, ή τους σπρώχνει ο αγέρας μέσα τους, ή ζητάνε τις δόσεις που τους χρωστάω. Εσύ, σίγουρα δεν είσαι απ`τους δεύτερους.

Τι να αντιτάξεις σε μια τόσο πειστική περιγραφή; Με μια φράση αφοπλιστική, αυθόρμητη, που αντιπροσωπεύει κάθε πιθαμή πάνω σου; Κούνησα το κεφάλι με νόημα.

          Ξέρω για ποιο κόμικς λες. Για κείνο με τον «Σιδερογένη», από μια ιστορία του «Κάπτεν Μίκυ».

          Ναι, αυτό! Κοιτούσες ξανά και ξανά και μουρμούραγες που να τον έχεις δει ξανά. Τη φιγούρα στο σκίτσο. Έτσι δεν είναι; Ε λοιπόν, στο βρήκα!

16 ct

Πριν προλάβω καν να σκεφτώ, αποκάλυψε με μια απότομη κίνηση το περιεχόμενο του χάρτινου δέματος. Τα μάτια μου θα πρέπει να έμειναν ακίνητα για τόσα δευτερόλεπτα, όσα χρειάζονταν για να φτερουγίσουν οι σκέψεις και να φύγουν μακριά… Μπροστά μου κείτονταν ένα μικρό κάδρο, ένα από αυτά που συναντάς στις σελίδες των βιβλίων του Ιουλίου Βέρν, ασπρόμαυρο, μέσα σε μια σκαλιστή, ξύλινη κορνίζα. Ολόιδιος ο πειρατής του κόμικς, σαν να ποζάριζε εκείνος στον σκιτσογράφο, στέκονταν με τα άγρια γένια του και το σκουλαρίκι στο αυτί, ο «Σιδερογένης»! Όσα χρόνια κι αν έψαχνα για περιπτώσεις έμπνευσης των δημιουργών από υπαρκτά πρόσωπα, κάτι παρόμοιο δεν είχα αντικρίσει! Απίστευτο, κι όμως κρατούσα στα χέρια μου την  χειροπιαστή απόδειξη, όσων αναζητούσα! Ήταν σαν να έσβησαν τα σύνορα της πραγματικότητας και τα πόδια μου να πάτησαν στη γη της φαντασίας!

          Τι έχεις να πεις, τώρα; Καλό;

          Μόνο; Που το βρήκες; Ποιος στο`δωσε;

          Δεν έχουν σημασία αυτά. Αυτό που μετράει είναι το απρόβλεπτο, το απίθανο, όταν σου χαμογελάει και σε στριμώχνει και σένα και την αμηχανία σου στη γωνία. Όταν σου αποδεικνύει πως δεν είναι όλα γραμμένα, υπολογισμένα, βαλμένα σε καλούπια. Κι αυτό είναι ζωγραφισμένο στο πρόσωπο σου.

          Ναι. Έτσι είναι. Δεν το περίμενα ποτέ να συμβεί κάτι τέτοιο, Έκτορα. Είναι μοναδικό! Δείχνει παλιό. Δεν μοιάζει για αντιγραφή.

          Να σου πω την αλήθεια, αυτό δεν το ξέρω. Η κορνίζα είναι παλιά, σίγουρα. Το πορτρέτο όμως …μπορεί και να είναι πιο πρόσφατο και απλά να το πρόσθεσαν μετά. Όπως και να`χει, τον πειρατή σου εσύ τον βρήκες.

Τα λόγια του ακούγονταν πάνω απ`τα βήματά μου, καθώς διάβαινα το λιθόστρωτο δρομάκι. Ούτε που το κατάλαβα ότι έφτασα σπίτι. Εκείνη η διαδρομή θα πρέπει να χάθηκε απ`το μυαλό μου, όπως το κύμα σβήνει τη γραφή στην άμμο. Το παράξενο ναυάγιο, που ξέβρασε κάποιο καπρίτσιο της μοίρας στα χέρια μου, μαρτυρούσε ότι δεν ονειρεύτηκα και πως ό,τι έζησα ήταν αληθινό. Η αντιπαράθεσή του με την κιτρινισμένη σελίδα του κόμικς, αποτέλεσε μια ακόμη μεγαλύτερη δόση έκπληξης. Στο τρίτο καρέ, ο πειρατής ήταν αυτός που εικονιζόταν στον μικρό πίνακα. Παρατήρησα τις δύο εικόνες για πολλή ώρα, ψάχνοντας να βρω διαφορές. Υπήρχαν αλλά ήταν ασήμαντες. Τα ακούμπησα και τα δύο σ`ένα ράφι της βιβλιοθήκης και αφέθηκα σε ατέλειωτους διαλόγους με το νου, μέχρι που η μέρα κύλισε απ`έξω και σκόνταψε στο μεσημέρι.

18 ct

Τα χρώματα άλλαξαν, το πορτοκαλί μπερδεύτηκε στο γκρι, οι σκεπές ξαμόλησαν τις σκιές τους στην αυλή και ο δίσκος γρατσούνισε κάποιο τζαζ αυλάκι…  Μια αρμονία λικνιζόταν  αργά, σέρνοντας τα βήματά της, τραβώντας παράλληλα το φθαρμένο πανωφόρι της μελαγχολίας. Κλωστές και νότες…

Κι όμως, κάτι σαν να έλειπε από αυτή την συγκυρία, από το σμίξιμο του σκίτσου και της ζωγραφιάς…  Κάτι που τόνιζε την αυταπάτη, που απομυθοποιούσε την χαρά της ανακάλυψης. Να ήταν το ανικανοποίητο, που δεν αφήνει το βιβλίο να τραβήξει τον σελιδοδείκτη; Ή μήπως το σαράκι της αμφιβολίας, έρμαιο στην ανάσα της μοίρας, έβρισκε τον τρόπο να απαγκιστρωθεί; Ότι κι αν ήταν, έμελε να φανερωθεί στο δωμάτιο, λίγες σκέψεις μετά …

Τα φωτάκια του Χριστουγεννιάτικου δέντρου αναβόσβηναν ρυθμικά, κάνοντας τις μπάλες να φαντάζουν βουτηγμένες σε χρώματα μαγεμένα. Χρυσαφί του πράσινου στη δύση του μωβ, ασημί του κόκκινου στο ανέβασμα του μπλε… Αστέρια και χρώματα…

Ο «Σιδερογένης» στεκόταν βλοσυρός μέσα στη φορεσιά του, με τα χείλη έτοιμα να ξεστομίσουν διαταγές στο πλήρωμα της γαλέρας. Το ίδιο φοβερός όσο κι η σιγή του. Θαρρείς και κρατούσε με δυσκολία τις λέξεις πίσω απ`τα δόντια. Παρατηρώντας λίγο πιο προσεχτικά, μπόρεσα να βρω μια διαφορά μεταξύ των δύο. Ο ένας, ο βλοσυρός του πίνακα, είχε πίσω του ένα πολυέλαιο, λεία από κάποιο κούρσεμα, ενώ ο άλλος, ο χάρτινος των παιδικών μου χρόνων, μάλλον δεν τον θεώρησε απαραίτητο και πόζαρε στο σκιτσογράφο δίχως φώτα και περιττές πολυτέλειες. Η όψη του «αιχμάλωτου» στην κορνίζα πειρατή ένοιωθα να με διαπερνά με ένα βλέμμα γεμάτο περιέργεια. Σαν να προσπαθούσε να με αποκρυπτογραφήσει. Την ακούμπησα στο ανοιχτό παράθυρο, δίπλα στο φως του πορτατίφ, θέλοντας ίσως να ξορκίσω τα δαιμόνια του μυαλού του, να αποδυναμώσω τη φοβέρα κάτω απ` τα γένια. Οι πρώτες παγωμένες ψιχάλες ξεκίνησαν να κατηφορίζουν στα κεραμίδια, την ίδια στιγμή που ο Les Baxter και οι εξωτικές του μελωδίες, αγκάλιαζαν το δωμάτιο…

17 ct

Βυθισμένος στη νοσταλγία του ήχου και της εικόνας, μέσα σε μια γλυκιά ζάλη λήθης που κατέβαινε στο λαρύγγι καίγοντας τον ουρανίσκο όπως το παλιό κονιάκ, χαμογέλασα στο πεισματάρικο κούτσουρο της επιθυμίας, που χρόνια τώρα ακούει πάνω του το πριόνι να του αφαιρεί τη σάρκα, αλλά πάντα καταφέρνει να την γεννά ξανά. Κι έμπνευση πάλι, εκείνη η γριά με το μαντήλι στο κεφάλι, γειρτή από τα χρόνια και τα βάσανα, που σηκώνει καλάθια μοίρες με μια δύναμη ανεξάντλητη, με περίσσιο κουράγιο, τι ξωτικά είναι αυτά που βρήκε μπροστά της; …

Ξάφνου, τα μάτια τεντώθηκαν θαρρείς έξω απ`τις κόγχες τους! Ποτάμια χρώμα κατέβαιναν απ`τον φυλακισμένο «Σιδερογένη» και γίνονταν χείμαρροι αγριεμένοι, κύματα που χτυπούσαν τα σωθικά της ξύλινης κορνίζας! Μια θύελλα που λυσσομανούσε και απειλούσε να καταπιεί το αγριεμένο κουφάρι και το πλοίο του! Υπνωτισμένος, ένας Νέρωνας στην καταιγίδα του χαμένος, καμάρωνα το ναυάγιο. Μέχρι που βρήκα τη δύναμη να πάρω τα βήματά μου απ`την καρέκλα και να τραβήξω τον πίνακα, έμοιαζε σαν το κλάμα του ουράνιου τόξου… Το χρώμα κυλούσε στα δάχτυλα, στο πάτωμα, σ`όλη τη διαδρομή ως το γραφείο, αφήνοντας τα δικά του σημάδια σε ένα δρόμο που θα`μενε ζωντανός για πάντα…

Κάποιες τέτοιες σταγόνες, κύλησαν και στο εικονογραφημένο αντίγραφο. Ανεμομαζώματα, της μνήμης καμώματα – στην κάπα του χρόνου αχνά αρώματα… Ίσως το μυστικό δεν έπρεπε να φανερωθεί, να μη χαθεί η μαγεία, σκέφτηκα. Ο άνεμος ίσως να`χε σβήσει τη φλόγα στο κεράκι της ματαιοδοξίας. Τα συναισθήματα μπορεί να είναι πιο δυνατά από τις πράξεις, όμως αυτά που τις υπαγορεύουν έχουν να κάνουν με τα «θέλω», με τους εγωισμούς του καθενός. Η ανάγκη να μείνει κάτι παραπάνω στα χέρια μας… Παραπάνω απ`ό,τι μας αντιστοιχεί… Κι όμως, το δικό μου εκείνο παραμύθι, το όνειρο που φτερούγισε μαζί μου, δεν είχε απομακρυνθεί ακόμα…

19 ct

Ξάφνου, τα μάτια τεντώθηκαν θαρρείς έξω απ`τις κόγχες τους! Ποτάμια χρώμα κατέβαιναν απ`τον φυλακισμένο «Σιδερογέννη» και γίνονταν χείμαρροι αγριεμένοι, κύματα που χτυπούσαν τα σωθικά της ξύλινης κορνίζας! Μια θύελλα που λυσσομανούσε και απειλούσε να καταπιεί το αγριεμένο κουφάρι και το πλοίο του! Υπνωτισμένος, ένας Νέρωνας στην καταιγίδα του χαμένος, καμάρωνα το ναυάγιο. Μέχρι που βρήκα τη δύναμη να πάρω τα βήματα μου απ`την καρέκλα και να τραβήξω τον πίνακα, έμοιαζε σαν το κλάμα του ουράνιου τόξου… Το χρώμα κυλούσε στα δάχτυλα, στο πάτωμα, σ`όλη τη διαδρομή ως το γραφείο, αφήνοντας τα δικά του σημάδια σε ένα δρόμο που θα`μενε ζωντανός για πάντα…

Το περιοδικό, ανοιχτό στη σελίδα την τόσο γνώριμη περιπέτεια, κρατούσε μέσα σε ένα καρέ τον επίλογο… Δεν είχε καταστραφεί από την εισβολή εκείνη του χρώματος, ότι εντελώς και δεν έδειχνε τόσο παράταιρο. Μια μοναδικότητα είχε χτίσει τη φωλιά της εκεί μέσα. Και, ως δια μαγείας, ο «Σιδερογένης» είχε κληρονομήσει κάτι από τον μοχθηρό συγγενή του στον πίνακα. Πίσω απ`τα αγριεμένα του μαλλιά, κάτι απρόσμενο είχε βρει καταφύγιο. Ο πολυέλαιος, είχε σχηματιστεί από τις σταγόνες χρώμα! Ήταν απίστευτο, ή μήπως της θέλησής μου το βιβλίο δεν είχε ακόμη φτάσει στην τελευταία σελίδα;

Όπως οι σπίθες που ακανόνιστα σχήματα πλάθουν, φεύγοντας με ορμή προς κάθε κατεύθυνση, έτσι σκορπούν και τα βήματα που μας επιτρέπει ο χρόνος να κάνουμε πίσω. Διαρκούν τόσο όσο μια φευγαλέα ματιά, όσο αντέχει η μικρή φωτοβολίδα μέχρι να σβήσει την τροχιά της και να χαθεί… Όσο μια σπίθα, μια στιγμή, μια σκέψη, ένα πετάρισμα στο βλέφαρο, μια σταγόνα στις σελίδες ενός κόμικς… Παρ`όλα αυτά, προλαβαίνει να γίνει δώρο πολύτιμο, μια παλιά φωτογραφία που ζωντανεύει κι αρχίζει το χορό, βγαίνει από το ασπρόμαυρο και ντύνεται στο χρώμα. Εκείνη η φωτογραφία, εκείνη η σπίθα, ήταν ένα στολίδι στο Χριστουγεννιάτικο δέντρο που έβγαζε από μέσα του αυθορμητισμό και ευδαιμονία. Έστω για μια στιγμή, στράβωσε τα ρολόγια και έκανε τους δείκτες τους ξωτικά, με μεγάλα πράσινα καπέλα, παραδομένα στο ρυθμό της μουσικής.

Στον παιδικό μου φίλο Αλέκο, που μας άφησε για να διαβάσει μόνος του κόμικς, πάνω στο βαθύ γαλάζιο, εκείνο  που νομίζαμε κάποτε ότι πηδώντας θα μπορούσαμε ν`αγγίξουμε.

Για το Comics Trades 2013–2014

Γιώργος Σ. Κοσκινάς

Το παρακάτω κείμενο αποτελεί μέρος του βιβλίου «Κόμικς & Γιρλάντες» και δημοσιεύεται στο Comics Trades με την μορφή προ – δημοσίευσης σε αποκλειστικότητα, με την συγκατάθεση του δημιουργού και του εκδότη. Είναι κατοχυρωμένο πνευματικά στον δημιουργό. Κάθε μορφή αναδημοσίευσής του, μέρους ή ολόκληρου, καθώς και των φωτογραφιών, που περιέχει, τις προερχόμενες από το προσωπικό αρχείο του δημιουργού, επισύρει τις προβλεπόμενες από το νόμο σχετικές κυρώσεις περί καταπάτησης πνευματικής ιδιοκτησίας. Μάρτιος 1993 – νομοθετική διάταξη υπ’ αριθμόν 2121.

© 2013 Γιώργος Σ. Κοσκινάς

«Το πιο λαμπερό στολίδι»

Το παρακάτω κείμενο, αποτελεί μέρος του βιβλίου «Κόμικς & Γιρλάντες» και δημοσιεύεται στο Comics Trades με την μορφή προ – δημοσίευσης σε αποκλειστικότητα, με την συγκατάθεση του δημιουργού και του εκδότη. Είναι κατοχυρωμένο πνευματικά στον δημιουργό. Κάθε μορφή αναδημοσίευσης του, μέρους ή ολόκληρου, καθώς και των φωτογραφιών που περιέχει, τις προερχόμενες από το προσωπικό αρχείο του δημιουργού, επισύρει τις προβλεπόμενες από το νόμο σχετικές κυρώσεις, περί καταπάτησης πνευματικής ιδιοκτησίας. Μάρτιος 1993 – νομοθετική διάταξη υπ` αριθμόν 2121.

© 2012 Γιώργος Σ. Κοσκινάς

Θυμάμαι την κυρά – Ειρήνη, καθισμένη στην μικρή εσωτερική αυλή του σπιτιού, πλάι στους περιστερώνες της. Έφτιαχνε τα κλουβιά, τάιζε τα περιστέρια, τα φρόντιζε. Σου έδινε την εντύπωση πως όσο κρατούσε αυτή η ασχολία, ηρεμούσε το μυαλό της, γαλήνευε. Έμοιαζε σαν να έμπαινε σε ένα άλλο κόσμο, δικό της. Εκεί που δεν υπήρχε η καθημερινότητα να της ροκανίζει τα σωθικά, όπως όλων μας. Οι δουλειές του σπιτιού, η ανατροφή των δύο γιών της. Οι καυγάδες και οι κακίες, που τρύπωναν σαν σαράκι και ροκάνιζαν τις στιγμές, τις έπνιγαν σε μια απογοήτευση. Απραγματοποίητα όνειρα, χαμένες ελπίδες. Εικόνες που πλάθαμε όλοι, ιδανικές,  που θα` μεναν στο νου, έπειτα από την σύγκρουση με την σκληράδα της ζωής. Απωθημένα, που χαράζουν τα πρόσωπα και τις καρδιές. Κάνουν τον καθένα να οπισθοχωρεί στο καβούκι του. Να κλείνεται για να είναι ασφαλής , για να διαφυλάξει όσα μπορεί περισσότερα, από κείνα που κράτησε μέσα του.

Η κυρά – Ειρήνη ήταν ένας κλειστός άνθρωπος. Με χαρακτηριστικά τραχιά, αυστηρά. Δεν σου άφηνε περιθώρια για ερωτήσεις, ούτε καν για παιδικά «γιατί». Δεν άκουγε δικαιολογίες, δεν μετρούσε κλάματα. Ήταν θα` λεγα ψημένη σε έναν άλλο φούρνο. Ο δικός της πηλός ήταν διαφορετικός,  απ` αυτό των βόλων μας. Πιο δύσκαμπτος, πιο σκληρός. Έτσι περνούσαν οι χειμώνες, με τις φωνές και τις γκρίνιες, τα χαμόγελα και τα πειράγματα, σε μια ρόδα χαλασμένου κάρου. Γύριζε μαζί με μας, μας κουβαλούσε όταν κουραζόμασταν, σταματούσε στις ανηφόρες και πάλι έμενε εκεί, έξω από την αυλή. Ο Πάνος και ο Νίκος, οι δύο της γιοί, ήταν οι αρχηγοί της γειτονιάς. Απ` αυτούς ξεκινούσε το παιγνίδι και σ` αυτούς τελείωνε. Όταν άνοιγαν τα παραθυρόφυλλα του σπιτιού τους, αυτά που έβλεπαν στην αλάνα, ξέραμε ότι είχε μπει ο επίλογος για κείνη τη μέρα. Όπως ξέραμε και ποιού πρόσωπο θα εμφανίζονταν στο άνοιγμα τους.

Ήταν οι εποχές του διωγμού των κόμικς και της κόμικς – απαγόρευσης μας. Εκατοντάδες τέτοια χάρτινοι προορισμοί, στην αχαρτογράφητη γη της φαντασίας μας, χάνονταν στα σκουπίδια, καίγονταν σε Κυριακάτικες φωτιές, σχίζονταν μπροστά μας, όταν αργούσαμε να διαβάσουμε τα μαθήματα, ή γυρίζαμε αργότερα από την επιτρεπτή ώρα. Η κυρά Ειρήνη, τα είχε βάλει μαζί τους και δεν άφηνε ποτέ να γίνουν έστω 3 ή 4. Μόλις τα έβλεπε, τα πέταγε αμέσως. Ήθελε οι γιοί της να προκόψουν. Να μάθουν γράμματα, να γίνουν κάτι στη ζωή τους. Κι εκείνα τα περιοδικά, ευθύνονταν για τους χαμηλούς βαθμούς και την ντροπή που γεννούσαν τα λόγια του δασκάλου, μέσα της. Αλλάζαμε τεύχη μεταξύ μας, ειδικά με τον Νίκο, αλλά τα δικά μου δύσκολα τα έβλεπα να επιστρέφουν. Συνήθως μου` λεγε απολογητικά ένα «συγνώμη» και έσκυβε το κεφάλι κάτω.

Το Δεκέμβρη του 1970, ενώ πήγαιναν παραδοσιακά στο χωριό τους για τις ημέρες των εορτών, αυτή τη φορά έμειναν στη γειτονιά. Πλησίαζαν οι μέρες των Χριστουγέννων. Ήταν προπαραμονή. Μέσα στη φτώχια και την ανέχεια εκείνων των χρόνων, όλοι έκαναν ότι μπορούσαν για να δείξουν μια άλλη πλευρά. Πιο χαρούμενη. Στόλιζαν τα σπίτια, γέμιζαν τα καντούνια μυρωδιές από σπιτικά γλυκά. Όλων τα πρόσωπα έπαιρναν κάτι από τη γιορτινή λάμψη. Γλύκαιναν, γίνονταν πιο φιλικοί, πιο καλοσυνάτοι, πιο φιλόξενοι. Συγχωρούσαν πιο εύκολα. Λίγες μέρες πριν, είχα αποκτήσει ένα τεύχος «Μεγάλου Μπλέκ». Περισσότερες σελίδες από το εβδομαδιαίο, μεγαλύτερο σχήμα, πιο χορταστικό και πολύ δύσκολο να έρθει στα χέρια μας, με την τιμή των δέκα δραχμών τότε. Το είχα δανείσει στον Νίκο και περίμενα να το διαβάσω ξανά. Θα ήταν μια μικρή απόλαυση, γύρω από τα λαμπάκια του Χριστουγεννιάτικου δέντρου, καθώς αναβόσβηναν. Αυτό σκέφτηκα και παρά τον φόβο που τρύπωνε μέσα μου, μήπως το είχε πετάξει η μητέρα του, έκλεισα πίσω μου την εξώπορτα και κίνησα για να το ζητήσω.

Μουδιασμένος, δίχως να μπορώ να αρθρώσω λέξη, σαν κάποιος να μου` χε κλείσει το στόμα, ένα αόρατο χέρι και με μια κρυάδα στα γόνατα, γύρισα και βγήκα από το μικρό σαλόνι. «Το πέταξα. Να μη του ξαναδώσεις άλλα, γιατί θα τα πετάξω κι αυτά.» Λόγια που έμοιαζαν να έχουν καρφωθεί στα αυτιά μου και σαν αντίλαλος, να σφυρίζουν διαρκώς. Βγήκα στον παγωμένο αέρα και κοίταξα πάνω από τα σπίτια, όσο πήγαινε το βλέμμα μου. Το σούρουπο κατέβαινε νωχελικά, βαριεστημένα και λίγο μελαγχολικό.  Αμίλητος και χαμένος στις σκέψεις μου, κάθισα στον καναπέ, δίπλα στο μικρό μας δέντρο. Δεν ήθελα να πω τίποτα στους δικούς μου, τέτοιες μέρες να` χουμε γκρίνιες και καυγάδες. Μ` όλα αυτά στο κεφάλι, ξημέρωσε η επόμενη μέρα. Παραμονή. Μέρα γεμάτη από τη μαγεία της προσμονής, για τα δώρα. Μια μέρα με αισιοδοξία, χαμόγελα και παντού «καλά παιδιά»!

Μαζεμένοι γύρω από την σόμπα, συγγενείς και λίγοι φίλοι, όλοι μαζί στριμωγμένοι σε ένα μικρό δωμάτιο, με τις ανάσες μας να χτυπάνε η μια την άλλη, τρανταχτά γέλια και ποτήρια να τσουγκρίζουν. Μια ατμόσφαιρα οικεία και ζεστή, που μηδένιζε τις αποστάσεις και έδιωχνε μακριά όσα μας χώριζαν. Έστω και για λίγο. Για ένα βράδυ. Το ραδιόφωνο έπαιζε μουσικές από μεγάλες ορχήστρες. Paul Mauriat, James Last. Τα μελομακάρονα είχαν μεγάλο σουξέ. Οι κολακείες πήγαιναν και έρχονταν, οι μικροί ανοίγαμε χαρτιά περιτυλίγματος εορταστικά και λερώναμε τα ρούχα μας στο δάπεδο. Το δικό μου μυαλό ταξίδευε σε κείνο το τεύχος «Μεγάλου Μπλέκ», με τα κατορθώματα του κυνηγού και της παρέας του. Εκείνο που έδωσα στο Νίκο και που χάθηκε στη μανία της μητέρας του, θυσία σε κάποια αταξία. Κρατούσα το πλαστικό εκείνο καλαμάκι, με τα μικροσκοπικά ζαχαρωτά μέσα, όταν άκουσα το χτύπημα στο τζάμι της πόρτας.

«Ποιος να` ναι τέτοια ώρα;», αναρωτήθηκαν οι μεγάλοι. Νομίζω ότι ήταν η μητέρα μου, αυτή που πήγε να ανοίξει. Μου είναι αδύνατον να περιγράψω πως ένοιωσα, στη θέα της κυρά – Ειρήνης… Ήταν σαν κάποιος να είχε ακούσει ότι σκεφτόμουν. Να είχε μπει μέσα μου και να αισθάνονταν τους χτύπους της καρδιάς μου. Να` βλεπε τον πόθο μου… «Δεν θα καθίσω, Μαρία. Ήρθα για δώσω αυτό το περιοδικό στο γιό σου. Το ξέχασε σπίτι και … και μπορεί να το θέλει να το διαβάσει». Η χαρά μου πρέπει να σηκώθηκε πριν από μένα! Με δυσκολία κρατιόμουν να μην φωνάξω! Η κυρά – Ειρήνη έφυγε αμέσως σχεδόν και σε λίγα δευτερόλεπτα κρατούσα ξανά στα χέρια μου, κάτι ανέλπιστο. Κάτι που είχα για χαμένο. Μετάνιωσα που δεν έτρεξα να την ευχαριστήσω. Ήταν κάτι που ποτέ δεν την είχα ικανή να κάνει. Το πρόσωπο της είχε θυμάμαι εκείνη τη γαλήνη, όπως τότε που φρόντιζε τα περιστέρια. Σαν κάτι όμορφο να την είχε κυριέψει. Μέρες μετά, εντελώς τυχαία, έμαθα από τον Νίκο ότι το περιοδικό το είχε πράγματι πετάξει και τότε… κούνησα με απλά το κεφάλι μου. «Ένα ακόμη στολίδι στο δέντρο», ψιθύρισα…  Το πιο λαμπερό. Κι είχα στο νου μου όταν τα` λεγα, τη γυαλάδα στα μάτια της κυρά  Ειρήνης…

Αποκλειστικά για το Comics Trades 2012 – 2013

Γιώργος Σ. Κοσκινάς

Άδεια Creative Commons
Αυτή η εργασία χορηγείται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 3.0 Μη εισαγόμενο .

Αρέσει σε %d bloggers: